Η ταχεία κατάληψη από τους σουνίτες Ισλαμιστές μεγάλων
περιοχών του Ιράκ δημιουργεί νέα δεδομένα όχι μόνο για το Ιράκ, αλλά
και για ολόκληρη την περιοχή της Μέσης Ανατολής. Από τη μια
επισημοποιείται ο ντε φάκτο διαμελισμός του Ιράκ σε τρεις οντότητες, την
κουρδική στο Βορρά, τη σουνιτική στο κεντρικό Ιράκ και τη σιιτική στον
Νότο. Ερωτηματικό παραμένει αν η σημερινή σιιτική κεντρική κυβέρνηση θα
μπορέσει να κρατήσει τη Βαγδάτη. Ερωτηματικό επίσης παραμένει κατά πόσον
οι Ισλαμιστές θα καταφέρουν να εδραιώσουν τον έλεγχό τους στις περιοχές
που κατέλαβαν δημιουργώντας μια νέα κρατική οντότητα. Αν το πετύχουν,
ενδεχομένως θα περιλαμβάνει και τμήματα της Συρίας και θα είναι μια
μεγάλη ανατροπή. Από την άλλη οι Κούρδοι του Ιράκ επωφελήθηκαν της
ευκαιρίας και κατέλαβαν την πόλη Κιρκούκ, σημαντικό πετρελαϊκό κόμβο στο
βόρειο Ιράκ.
Η Τουρκία που στήριξε επίσης τους Ισλαμιστές όσο πολεμούσαν στη Συρία, βρίσκεται σε δύσκολη θέση, και φαίνεται να έχει υποστεί μια σημαντική ήττα και ταπείνωση με την κατάληψη του τουρκικού Προξενείου της Μοσούλης και τη σύλληψη ως ομήρων από τους Ισλαμιστές που κατέλαβαν την πόλη, δεκάδων Τούρκων, συμπεριλαμβανομένου και του εκεί Τούρκου προξένου. Η κατάληψη επίσης του Κιρκούκ από τους Κούρδους θεωρείται ως μια άλλη τουρκική ήττα γιατί δίνει περισσότερες δυνατότητες στο ιρακινό Κουρδιστάν.
Η Άγκυρα προσπαθεί να πετύχει ένα είδος κοινής συμπαράταξης για όσα συμβαίνουν στην περιοχή μαζί με τις ΗΠΑ. Υπάρχουν επίσης πληροφορίες ότι ζήτησε και μιας μορφής παρέμβαση του ΝΑΤΟ.
Οι Αμερικανοί όμως δεν φαίνονται διατεθειμένοι να επέμβουν στρατιωτικά στο Ιράκ, αλλά είναι βέβαιον ότι θα ενισχύσουν στρατιωτικά την σιιτική κυβέρνηση της Βαγδάτης και ενδεχομένως να εξοπλίσουν διάφορε σιιτικές πολιτοφυλακές που θα αποτελέσουν το αντίπαλο δέος στους σουνίτες Ισλαμιστές. Οι πολιτικοί αναλυτές σημειώνουν τη νέα προσέγγιση ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και την Τεχεράνη με στόχο την ανακοπή της σουνιτικής ισλαμικής προέλασης. Και οι δύο χώρες έχουν συμφέρον να στηρίξουν την κυβέρνηση της Βαγδάτης. Υπάρχουν μάλιστα πληροφορίες ότι με την ανοχή της Ουάσιγκτον, έχουν ήδη σταλεί στο Ιράκ μονάδες των Φρουρών της Επανάστασης από το Ιράν.
Μια άλλη εμπλεκόμενη χώρα στα γεγονότα, η Σαουδική Αραβία, που χρηματοδοτούσε τους Ισλαμιστές όσο πολεμούσαν στη Συρία, βρίσκεται επίσης σε αμηχανία επειδή φοβάται και για τη σταθερότητα του δικού της καθεστώτος. Διάφοροι πολιτικοί παρατηρητές δεν αποκλείουν μάλιστα, έστω και μιας έμμεσης μορφής συμπαράταξη ΗΠΑ-Ιράν-Σαουδικής Αραβίας και Τουρκίας, προκειμένου να υπάρξει κάποιος έλεγχος της κατάστασης στο Ιράκ. Ακούγεται επίσης ότι στην Αγκυρα γίνονται σκέψεις για σύσφιγξη των δεσμών με τους Κούρδους του βορείου Ιράκ με την ελπίδα ότι λόγω της εξάρτησης που θα έχουν από την Τουρκία για την εξαγωγή του πετρελαίου, αλλά και λόγω της έντονης τουρκικής εμπορικής παρουσίας στο ιρακινό Κουρδιστάν, θα μπορούσε η περιοχή να μετατραπεί σ' ένα είδος τουρκικού προτεκτοράτου. Από την άλλη όμως υπάρχει και ο φόβος μιας πιθανής ενοποίησης των Κούρδων του Ιράκ με αυτούς της Τουρκίας και Συρίας, κάτι που θα απειλούσε την Τουρκία.
Από όσα λέχθηκαν παραπάνω, προκύπτει μια μεγάλη ρευστότητα στην περιοχή και μια μεγάλη αβεβαιότητα ως προς τις μελλοντικές συμμαχίες που θα δημιουργηθούν και τα νέα σύνορα που θα χαραχτούν. Ασφαλώς πέραν των χωρών που αναφέρθηκαν, υπάρχουν και άλλες αραβικές και δυτικές χώρες που έχουν συμφέροντα στην περιοχή και που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα διαδραματίσουν κάποιο ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων. Υπάρχει επίσης η Μόσχα που επίσης παραμένει κάπως αμήχανη απέναντι στις εξελίξεις αυτές, αν και τα συμφέροντά της τής επιβάλλουν μάλλον συμπαράταξη με αυτούς που θέλουν να ανακόψουν τη σουνιτική ισλαμική προέλαση στο Ιράκ. Το βέβαιον είναι ότι οι επόμενες μέρες, εβδομάδες και μήνες θα είναι μια κρίσιμη περίοδος διότι θα διαφανεί αν θα παγιωθούν οι ανατροπές που φαίνεται να επιβάλλονται αυτή τη στιγμή στην περιοχή.
Υ.Γ. Στο άρθρο μου της περασμένης Κυριακής έθιξα μια γενικότερη τάση αναθεώρησης της κυπριακής ιστορίας του τελευταίου μισού αιώνα που δεν στηρίζεται πραγματολογικά αλλά μόνο με ιδεολογήματα, χωρίς να προχωρήσω σε επιμέρους αναλύσεις συγκεκριμένων βιβλίων που δημοσιεύτηκαν πρόσφατα. Ούτε και υποστήριξα ότι η μελέτη της ιστορίας είναι προνόμιο των ακαδημαϊκών. Εκείνο που υποστήριξα είναι ο σεβασμός μιας μεθοδολογίας ως προς τη μελέτη των διαφόρων εγγράφων για να αποφεύγονται τα αυθαίρετα συμπεράσματα.
*Ο Στέφανος Κωνσταντινίδης είναι καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Κεμπέκ του Καναδά και επιστημονικός συνεργάτης του Πανεπιστημίου Κρήτης.
- See more at: http://www.philenews.com/el-gr/s-konstantinidis/1460/206007/anatropes-sti-mesi-anatoli#sthash.gZUpKp7z.dpuf
Η κατάσταση παραμένει συγκεχυμένη και για ένα επιπλέον λόγο: Οι χώρες
που αναμείχθηκαν στον πόλεμο της Συρίας αντιμετωπίζουν με αμηχανία τη
νέα κατάσταση. Οι Αμερικανοί που εξόπλισαν τους Ισλαμιστές όσο
πολεμούσαν στη Συρία, στηρίζουν την κεντρική κυβέρνηση της Βαγδάτης και
δεν επιθυμούν τη διάσπαση του Ιράκ.
Η Τουρκία που στήριξε επίσης τους Ισλαμιστές όσο πολεμούσαν στη Συρία, βρίσκεται σε δύσκολη θέση, και φαίνεται να έχει υποστεί μια σημαντική ήττα και ταπείνωση με την κατάληψη του τουρκικού Προξενείου της Μοσούλης και τη σύλληψη ως ομήρων από τους Ισλαμιστές που κατέλαβαν την πόλη, δεκάδων Τούρκων, συμπεριλαμβανομένου και του εκεί Τούρκου προξένου. Η κατάληψη επίσης του Κιρκούκ από τους Κούρδους θεωρείται ως μια άλλη τουρκική ήττα γιατί δίνει περισσότερες δυνατότητες στο ιρακινό Κουρδιστάν.
Η Άγκυρα προσπαθεί να πετύχει ένα είδος κοινής συμπαράταξης για όσα συμβαίνουν στην περιοχή μαζί με τις ΗΠΑ. Υπάρχουν επίσης πληροφορίες ότι ζήτησε και μιας μορφής παρέμβαση του ΝΑΤΟ.
Οι Αμερικανοί όμως δεν φαίνονται διατεθειμένοι να επέμβουν στρατιωτικά στο Ιράκ, αλλά είναι βέβαιον ότι θα ενισχύσουν στρατιωτικά την σιιτική κυβέρνηση της Βαγδάτης και ενδεχομένως να εξοπλίσουν διάφορε σιιτικές πολιτοφυλακές που θα αποτελέσουν το αντίπαλο δέος στους σουνίτες Ισλαμιστές. Οι πολιτικοί αναλυτές σημειώνουν τη νέα προσέγγιση ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και την Τεχεράνη με στόχο την ανακοπή της σουνιτικής ισλαμικής προέλασης. Και οι δύο χώρες έχουν συμφέρον να στηρίξουν την κυβέρνηση της Βαγδάτης. Υπάρχουν μάλιστα πληροφορίες ότι με την ανοχή της Ουάσιγκτον, έχουν ήδη σταλεί στο Ιράκ μονάδες των Φρουρών της Επανάστασης από το Ιράν.
Μια άλλη εμπλεκόμενη χώρα στα γεγονότα, η Σαουδική Αραβία, που χρηματοδοτούσε τους Ισλαμιστές όσο πολεμούσαν στη Συρία, βρίσκεται επίσης σε αμηχανία επειδή φοβάται και για τη σταθερότητα του δικού της καθεστώτος. Διάφοροι πολιτικοί παρατηρητές δεν αποκλείουν μάλιστα, έστω και μιας έμμεσης μορφής συμπαράταξη ΗΠΑ-Ιράν-Σαουδικής Αραβίας και Τουρκίας, προκειμένου να υπάρξει κάποιος έλεγχος της κατάστασης στο Ιράκ. Ακούγεται επίσης ότι στην Αγκυρα γίνονται σκέψεις για σύσφιγξη των δεσμών με τους Κούρδους του βορείου Ιράκ με την ελπίδα ότι λόγω της εξάρτησης που θα έχουν από την Τουρκία για την εξαγωγή του πετρελαίου, αλλά και λόγω της έντονης τουρκικής εμπορικής παρουσίας στο ιρακινό Κουρδιστάν, θα μπορούσε η περιοχή να μετατραπεί σ' ένα είδος τουρκικού προτεκτοράτου. Από την άλλη όμως υπάρχει και ο φόβος μιας πιθανής ενοποίησης των Κούρδων του Ιράκ με αυτούς της Τουρκίας και Συρίας, κάτι που θα απειλούσε την Τουρκία.
Από όσα λέχθηκαν παραπάνω, προκύπτει μια μεγάλη ρευστότητα στην περιοχή και μια μεγάλη αβεβαιότητα ως προς τις μελλοντικές συμμαχίες που θα δημιουργηθούν και τα νέα σύνορα που θα χαραχτούν. Ασφαλώς πέραν των χωρών που αναφέρθηκαν, υπάρχουν και άλλες αραβικές και δυτικές χώρες που έχουν συμφέροντα στην περιοχή και που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα διαδραματίσουν κάποιο ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων. Υπάρχει επίσης η Μόσχα που επίσης παραμένει κάπως αμήχανη απέναντι στις εξελίξεις αυτές, αν και τα συμφέροντά της τής επιβάλλουν μάλλον συμπαράταξη με αυτούς που θέλουν να ανακόψουν τη σουνιτική ισλαμική προέλαση στο Ιράκ. Το βέβαιον είναι ότι οι επόμενες μέρες, εβδομάδες και μήνες θα είναι μια κρίσιμη περίοδος διότι θα διαφανεί αν θα παγιωθούν οι ανατροπές που φαίνεται να επιβάλλονται αυτή τη στιγμή στην περιοχή.
Υ.Γ. Στο άρθρο μου της περασμένης Κυριακής έθιξα μια γενικότερη τάση αναθεώρησης της κυπριακής ιστορίας του τελευταίου μισού αιώνα που δεν στηρίζεται πραγματολογικά αλλά μόνο με ιδεολογήματα, χωρίς να προχωρήσω σε επιμέρους αναλύσεις συγκεκριμένων βιβλίων που δημοσιεύτηκαν πρόσφατα. Ούτε και υποστήριξα ότι η μελέτη της ιστορίας είναι προνόμιο των ακαδημαϊκών. Εκείνο που υποστήριξα είναι ο σεβασμός μιας μεθοδολογίας ως προς τη μελέτη των διαφόρων εγγράφων για να αποφεύγονται τα αυθαίρετα συμπεράσματα.
*Ο Στέφανος Κωνσταντινίδης είναι καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Κεμπέκ του Καναδά και επιστημονικός συνεργάτης του Πανεπιστημίου Κρήτης.