09 Μαΐου 2014

Ο Αντ. Σαμαράς και η «κατοχική κυβέρνηση»


ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΕΛΛΙΣ Καθώς εισερχόμαστε στην τελική ευθεία προς τις ευρωπαϊκές και αυτοδιοικητικές εκλογές, είναι φυσικό να ανεβαίνουν οι τόνοι. Τα δύο μεγάλα κόμματα συναγωνίζονται για το ποιο θα κατηγορήσει το άλλο περισσότερο, αλλά ο Αλέξης Τσίπρας έχει ξεπεράσει τα όρια. Η θεωρία των δύο άκρων που συχνά προβάλλει ο κ. Σαμαράς είναι σε μεγάλο βαθμό διαστρεβλωτική, όμως ο ΣΥΡΙΖΑ διολισθαίνει σε μια προσβλητική τακτική, που στον πυρήνα της έχει μια αδιανόητη καταγγελία: ότι η χώρα διοικείται από κατοχική κυβέρνηση. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης κάνει ελαφρά τη καρδία παραπομπές στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στη ναζιστική εισβολή και παρουσία στην Ελλάδα. Πρόκειται για απαράδεκτη και επικίνδυνη τακτική.

Ο κ. Τσίπρας φθάνει στο σημείο να υποστηρίζει πως η ψήφος στον κ. Σαμαρά και τη σημερινή κυβέρνηση είναι ψήφος προς τον γερμανικό ζυγό και την ανωμαλία, ενώ μια ψήφος για τον ίδιο και τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ψήφος για τη δημοκρατία και την ομαλότητα. Δηλώνει πως ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η Ελλάδα και η Νέα Δημοκρατία είναι η Βαυαρία.

Δεν θα υπεισέλθω στις ανακολουθίες, όπου ενώ κάποιοι επικρίνουν τους «τοκογλύφους» Ευρωπαίους εταίρους, όταν η κυβέρνηση βγαίνει στις αγορές, οι ίδιοι άνθρωποι ξαφνικά θυμούνται πόσο χαμηλά είναι τα επιτόκια με τα οποία μας δανείζει η τρόικα. Στο κάτω κάτω, οι ανακολουθίες είναι συχνό φαινόμενο που συναντάται σε όλες τις πλευρές. Αλλά καταγγελίες που ουσιαστικά παραπέμπουν σε εθνική μειοδοσία, είναι κατάπτυστες και δεν έχουν θέση στην προεκλογική εκστρατεία.

Πόσο μάλλον όταν, με δεδομένα τα δημοσκοπικά χαρακτηριστικά της περιόδου που διανύουμε, δεν αποκλείεται κάποια στιγμή να κληθούν τα δύο μεγάλα κόμματα να συνεργασθούν στο πλαίσιο ενός μεγάλου συνασπισμού. Και αν συμβεί αυτό, δεν θα είναι ως απόρροια κάποιων «σκοτεινών συμφερόντων», αλλά ως αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης του ελληνικού λαού. Οπως και το «Ποτάμι» δεν εστάλη από «κάποιους κύκλους του διεθνούς κεφαλαίου» να αποτρέψει την αναρρίχηση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, αλλά απλώς απαντά στην αναζήτηση του νέου από ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας (το αν θα ανταποκριθεί, μένει να φανεί στην πορεία).

Μετά τη σαραντάχρονη διακυβέρνηση της χώρας από το ΠΑΣΟΚ και τη Ν.Δ., στη διάρκεια της οποίας υπήρξαν σκάνδαλα, μικρά και μεγάλα, ο κ. Τσίπρας δικαιούται να προβάλει τη μη άσκηση εξουσίας ως πλεονέκτημα. Θα του προσάψουν απειρία, αλλά μπορεί να υποστηρίξει ότι τα χέρια του είναι καθαρά από μίζες και ότι, σε αντίθεση με τους αντιπάλους του, που εκφράζουν το παρελθόν, αυτός δεν έχει φθαρεί από την εξουσία και εκφράζει το μέλλον. Μπορεί να υποστηρίξει πως το παλιό σάπισε και ότι έφθασε η ώρα να ανθήσει το καινούργιο (το κατά πόσον είναι ο ΣΥΡΙΖΑ του κ. Φωτόπουλου το καινούργιο, ας το κρίνει ο λαός). Να δεσμευθεί ότι «θα πολεμήσει μέχρι τέλους τη διαπλοκή, το άρρωστο σύμπλεγμα πολιτικής εξουσίας και μεγάλων συμφερόντων». Αν και αμφιβάλλω πως, αν ποτέ έρθει στην εξουσία, θα καταφέρει να τηρήσει την υπόσχεση και «δεν θα υποκύψει μπροστά σε κάποιον ισχυρό, ντόπιο ή ξένο».

Το θέμα είναι πως υπάρχουν πολλά στα οποία μπορεί εύλογα να εστιάσει την κριτική του ο κ. Τσίπρας. Από την υπερβολική φορολόγηση έως τις περικοπές μισθών, συντάξεων και κοινωνικών παροχών. Μπορεί να επιχειρήσει να μετατρέψει την απελπισία σε δύναμη, αλλά πολιτικό δηλητήριο δεν χρειάζεται η χώρα. Ούτε έναν νέο εθνικό διχασμό. Αρκετά προβλήματα έχει. Τα περί προδοσιών –ακούστηκαν και από υποψήφια ευρωβουλευτή της Ν.Δ.– έχουν ταλαιπωρήσει διαχρονικά την Ελλάδα και δεν έχουν θέση σε μια δημοκρατική προεκλογική αντιπαράθεση μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής χώρας.

Μπορεί, λοιπόν, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης να προσάψει στον Αντώνη Σαμαρά λάθη και μεταλλάξεις. Ο πρωθυπουργός κυβερνά επί δύο χρόνια. Εκανε πολλά, και δεν έκανε άλλα. Συνεργάστηκε και συγκρούστηκε. Τόλμησε και δίστασε. Προχώρησε και υποχώρησε. Πέτυχε και απέτυχε. Να τον επικρίνετε, κ. Τσίπρα, για όλη την πορεία του. Εχετε το δικαίωμα, και ως αξιωματική αντιπολίτευση, την υποχρέωση να το κάνετε. Αλλά, προδότης και αρχηγός κατοχικής κυβέρνησης δεν είναι.