Γράφει: Θανάσης Γκότοβος Υπάρχει κάτι θετικό από όλη αυτή την ιστορία
της συνομιλίας ανώτατου κυβερνητικού στελέχους με τον εκπρόσωπο και
μέλος μιας -κατά τον ίδιο τον πρωθυπουργό της χώρας και όχι μόνο-
«εγκληματικής οργάνωσης» που συμβαίνει να είναι και κόμμα στην ελληνική
Βουλή. Και αυτό είναι η ανώμαλη προσγείωση στον ρεαλισμό. Διότι ο κ.
Μπαλτάκος, ανάμεσα στα άλλα, σκιαγράφησε και τον τρόπο λειτουργίας των
μηχανισμών ελέγχου στη χώρα, λέγοντας απλά ότι στα πλαίσια μια
ολοκληρωτικής δομής όπου υπάρχει απόλυτη διαπλοκή παραβάτη και ελεγκτή,
δεν έχει κανένα νόημα να καταγγείλει κανείς κάτι.Υπάρχει κανείς που προσπάθησε να καταγγείλει κάποια ανομία,
αλλά έπεσε πάνω σε «μυημένο» ελεγκτή και έσπασε τα μούτρα του, που να
μην καταλαβαίνει την ανάλυση του κ. Μπαλτάκου; Τα είπε καλά και
ρεαλιστικά, και μάλιστα έδωσε και κοινωνιολογικό βάθος στις
παρατηρήσεις του. Το μόνο που μένει να ερευνηθεί είναι ο πρόσφατος
ισχυρισμός του ότι αυτά που έλεγε στον Κασιδιάρη δεν τα εννοούσε και ότι
η όλη συζήτηση ήταν αποτέλεσμα ενός «ρόλου» που έπαιζε εκείνη τη στιγμή
για το καλό της παράταξης και της πατρίδας.Ας πάρουμε τα γεγονότα με τη σειρά.
Πρώτον, αυτό που ακούγεται καθημερινά, και όχι μόνο στα καφενεία: ότι το βασικό κίνητρο της κυβέρνησης να ξεκινήσει μια συγκεκριμένη στιγμή τη δικαστική δίωξη ενός αντίπαλου κόμματος ονομάζοντάς το ρητά (και χωρίς το γνωστό «φέρεται ως») «εγκληματική οργάνωση» ήδη πριν γίνει η σχετική δίκη για να διαπιστωθεί αν ευσταθεί ή όχι αυτή η κατηγορία, ήταν η εξασφάλιση της ψήφου εκείνων που ψήφισαν το εν λόγω κόμμα στις προηγούμενες εκλογές.
Με το επιχείρημα ότι «αυτές οι ψήφοι είναι δικές μας, κανείς δεν πρέπει και δεν μπορεί να μας τις πάρει». Τέτοια ιδιοκτησιακή αντίληψη για τους ψηφοφόρους είχαμε πολύ καιρό να ακούσουμε. Νομίζαμε ότι στο σημερινό καθεστώς, ακόμη και στην εποχή του Μνημονίου, ο πολίτης έχει δικαίωμα να ψηφίζει το κόμμα που θεωρεί καταλληλότερο, και όχι ότι είναι υποχρεωμένος να ψηφίζει μόνο εκεί που «ανήκει», καθώς σε διαφορετική περίπτωση ενεργοποιούνται μηχανισμοί διόρθωσης του σφάλματος μέσω της πολιτικής εξαφάνισης του αντιπάλου.
Αντιρρήσεις; Βεβαίως, λένε ορισμένοι. Αν το κόμμα του πρόκειται να ψηφίσουν όσοι μας έχουν στρέψει τα νώτα λόγω μνημονιακής πολιτικής είναι «εγκληματική οργάνωση», τότε κατ’ εξαίρεσιν ισχύει το αξίωμα της ιδιοκτησίας της ψήφου, διότι κανείς δεν δικαιούται να έχει την επιλογή να ψηφίζει ένα κακό κόμμα. Άλλωστε το ζήσαμε αυτό παλιά, όταν απαγορευόταν στους Έλληνες να ψηφίζουν ΚΚΕ, διότι το κόμμα αυτό ήταν προδοτικό και λίαν επικίνδυνο – έτσι τουλάχιστον ισχυριζόταν τότε το καθεστώς και ικανό μέρος της κοινής γνώμης και των δημοσιογραφικών οργάνων που την διαμόρφωναν …
Με άλλα λόγια, αν είναι να σωθεί η πατρίς από τον (Κομμουνισμό παλιότερα, και τώρα από τον Εθνικισμό), ας κάνουμε και καμιά παρατυπία, δεν θα στάξει η ουρά του γαϊδάρου.
Και η διάκριση των εξουσιών; Εδώ επίσημα λέμε ότι ο δικαστής είναι ανεπηρέαστος και ουδέτερος, δεν παίρνει κατεύθυνση και οδηγίες από εξωδικαστικούς και ενδοδικαστικούς παράγοντες. Ανεπίσημα λέμε ότι αν έγινε και κανένα τηλεφώνημα για «ενημέρωση», καλώς έγινε, διότι ο σκοπός ήταν ιερός: να χτυπηθεί ο φασισμός.
Ή μήπως δεν θέλεις να νικηθεί ο φασισμός στη χώρα σου; Τεχνικές λεπτομέρειες κοιτάς; Το πώς σε ενδιαφέρει; Δεν σε ενδιαφέρει το αποτέλεσμα; Δεν σε ενδιαφέρει να χτυπηθεί το θηρίο; Γιατί τέτοιο ενδιαφέρον για τη διαδικασία; Μήπως είσαι και συ ένας εξ αυτών;
Δεν υπήρχε περίπτωση να συμφωνήσω με μια τέτοια επιχειρηματολογία, ακόμη και στην περίπτωση που η καταπολέμηση του νεοναζισμού που ενεργείται με δικαστικές διώξεις δεν σχετιζόταν καθόλου με τον επαναπατρισμό 500.000 ψήφων, όπως άφησε να εννοηθεί ο πρώην αξιωματούχος στη συνομιλία του. Τώρα, όμως, που μάθαμε από επίσημα χείλη ότι μπορεί να σχετίζεται και με αυτό, η αντίσταση στο φασισμό μου μυρίζει πολύ κομματίλα…
Το δεύτερο μήνυμα, σύμφωνα με τα λεγόμενα του πρώην Γενικού είναι ότι υπάρχουν κυβερνητικές παρεμβάσεις στο έργο ορισμένων δικαστικών λειτουργών. Καινούρια διαπίστωση; Από την πρόσφατη ιστορία της ελληνικής Δικαιοσύνης και τις καταδίκες λειτουργών της για συμμετοχή σε παραδικαστικό κύκλωμα, δεν μας ξενίζει ιδιαίτερα το νέο. Αυτός, άλλωστε, είναι ένας από τους λόγους που ο πολύς κόσμος δεν ασχολείται ιδιαίτερα με τέτοιες «λεπτομέρειες»: γίνονται αυτά, σου λέει, στη Δημοκρατία…
Η σημερινή ελληνική Κοινοβουλευτική Δημοκρατία είναι σαν την ελληνική οικονομία. Υπάρχουν πράγματα που δεν αντέχει, και ένα από αυτά είναι η διερεύνηση της σχέσης της εκτελεστικής (κυβερνητικής) με τη δικαστική εξουσία. Όπως δεν αντέχει και τη διερεύνηση της διαπλοκής του πολιτικού και κομματικού με το οικονομικό σύστημα. Γι αυτό και οι διαρκείς, συστηματικές και διαχρονικές συγκαλύψεις.
Πράγματι, αν είναι κάτι που μπορεί να εξαγάγει η χώρα, αυτό είναι η μεγάλη πείρα στις τεχνικές συγκάλυψης. Ο δημόσιος λόγος στη χώρα μας, όπως παλιότερα στα καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης, δεν αντέχει την πολιτικά ουδέτερη αλήθεια. Προτιμά αλήθειες βολικές, εκδοχές για τα πράγματα που είναι συμβατές με τις κομματικές γραμμές και επιδιώξεις. Από τον κανόνα αυτό δεν έχει γλιτώσει ούτε η… επιστήμη.
Πάντα έτσι ήταν, θα μου είτε. Θα συμφωνήσω, αλλά θα επισημάνω και μια σημαντική διαφορά. Όταν ο Χρήστος Σαρτζετάκης προσπάθησε, και τελικά κατόρθωσε, να επιβάλει τη δική του – πραγματική – εκδοχή για τη δολοφονία Λαμπράκη, είχε βρεθεί αντιμέτωπος με ένα σύστημα που είχε έτοιμη μια άλλη εκδοχή για τα γεγονότα και που αγωνίστηκε σκληρά για να την επιβάλει ως επίσημη αλήθεια.
Δεν τα κατάφερε, διότι ο Σαρτζετάκης ήταν «ξεροκέφαλος» και ανθεκτικός, δηλαδή αδέκαστος και ανεπηρέαστος δικαστής που έπαιρνε στα σοβαρά την ισχύουσα νομοθεσία και που γι αυτό δεν ήταν και τόσο εύκολο να του ζητήσει κάποιος μεσολαβητής της κυβέρνησης στο τηλέφωνο να τον ενημερώσει για την πορεία των ανακρίσεων ή να τον «βοηθήσει» φιλικά για τα επόμενα στάδια.
Πλήρωσε, αργότερα, για την «ξεροκεφαλιά» του αυτή. Αλλά κάποια στιγμή έγινε πρόεδρος της ελληνικής Δημοκρατίας.
Αποδεικνύεται ότι η χώρα δεν διδάσκεται από το παρελθόν. Όταν υπάρχουν σοβαρές εξελίξεις γύρω μας, εμείς συζητάμε για το ποιος έκανε τη μαγνητοσκόπηση και πώς, γιατί βγήκε τώρα το βίντεο και όχι χθες, αν ο κυβερνητικός αξιωματούχος που μιλά σ’ αυτό δεν είναι ο εαυτός του και παίζει κάποιον «ρόλο», μιλάμε για τις απαγορευμένες επαφές των βουλευτών του συνταγματικού τόξου με τα «μιάσματα», και για το αν το κυβερνητικό κόμμα έχει μέσα του «ακροδεξιούς» πυρήνες και σταγονίδια.
Μα δεν είναι αυτά σημαντικά ζητήματα, θα ρωτήσετε δικαίως. Ασφαλώς είναι, αλλά η εστίαση αυτή τη στιγμή μόνο σε αυτά, όταν εγείρονται πολύ σημαντικότερα θέματα για το ίδιο το Πολίτευμα, κάτι κρύβει. Κρύβει ακριβώς το ίδιο πράγμα που έκρυβε παλιότερα η σιωπή του πολιτικού και του πνευματικού κόσμου, όταν χρησιμοποιούνταν καταχρηστικά όλο το διωκτικό οπλοστάσιο του κράτους για να «εγκληματοποιήσει» μέλη και φίλους του Κομμουνιστικού κόμματος. Έπρεπε να πληρώσουν, πίστευαν πολλοί τότε, επειδή είναι κακοί, είναι Κομμουνιστές.
Τα μιάσματα από τη σκοπιά της κυβέρνησης άλλαξαν πρόσημο, οι πρακτικές έμειναν οι ίδιες. Και δεν εννοώ μόνο τις κυβερνητικές πρακτικές, αλλά και τις πρακτικές σιωπής για τον τρόπο λειτουργίας της Δημοκρατίας μας: τότε η σιωπή όσων είχαν να πουν κάτι δικαιολογούνταν με το φόβο μήπως θεωρηθούν «συνοδοιπόροι» και τους πάρει η «μπάλα» της εθνικοφροσύνης. Τώρα η σιωπή δικαιολογείται είτε με το μακιαβελικό δόγμα, είτε με τον φόβο του στιγματισμού κάποιου ως «χρυσαυγίτη» ή ως «φασίστα».
Η νοοτροπία «αυτά που λες είναι κομμουνιστικά» ξαναήρθε ελαφρώς μεταλλαγμένη με το «αυτά που λες είναι χρυσαυγίτικα».
Η ειρωνεία της ιστορίας: αυτοί που ακόμα και σήμερα δικαιολογούν τις διώξεις αντιφρονούντων που γίνονταν επί εικοσιπέντε χρόνια μετά τον εμφύλιο στη χώρα μας με το πρόσχημα της «αντεθνικής δράσης», έτυχε – εξ αιτίας της «άφρονος» πρωτοβουλίας τους να αλιεύσουν ψήφους από την ιερή δεξαμενή των κομμάτων εξουσίας – να γίνουν σήμερα οι ίδιοι οι αποδέκτες μιας παρόμοιας μεταχείρισης «μιασμάτων», όπως παλιότερα οι ιδεολογικοί τους εχθροί. Προφανώς δεν πρόσεξαν το απαγορευτικό στη δεξαμενή…
Όσο για εκείνους που λένε ότι στους «ακροδεξιούς» αξίζει μια τέτοια μεταχείριση ακόμη και με λύγισμα των κανόνων, επειδή είναι φασίστες, ενώ στους «κομμουνιστές» τότε δεν άξιζε, επειδή ήταν αριστεροί – προφανώς δεν υπάρχει κοινή γλώσσα για συνεννόηση.