Προ ολίγων ημερών, ο Τούρκος πρωθυπουργός, Ρετζέπ Ταγίιπ Ερντογάν, στην ουσία απείλησε ότι υπάρχει πιθανότητα να απαγορεύσει το Facebook και το YouTube μετά τις επερχόμενες δημοτικές εκλογές του Μαρτίου.
Ο
λόγος που επικαλείται ο Ερντογάν είναι ότι τα κοινωνικά δίκτυα
χρησιμοποιούνται σαν εργαλεία προπαγάνδας από πολιτικούς εχθρούς της
κυβέρνησης και, συνεπώς, είναι ζημιογόνα για το έθνος. Αυτές οι
ανησυχίες του πρωθυπουργου εκφράζονται μετά από τη διάρρευση ηχητικών
ντοκουμέντων από συζητήσεις μεταξύ πατέρα και υιού Ερντογάν που τους
θέλουν να εμπλέκονται σε σκάνδαλα. Παρόλο που η αυθεντικότητα των
ντοκουμέντων είναι ακόμα αμφισβητήσιμη, η τουρκική αντιπολίτευση καλεί
τον πρωθυπουργό σε παραίτηση.
Υπάρχουν
τρείς λόγοι που ο Ερντογάν συμπεριφέρεται με αυτό τον τρόπο: ιδεολογία,
εξουσία, ολιγαρχία. Ξεκινώντας από το πρώτο, ο πρωθυπουργός Ερντογάν
και ο πολιτικός του περίγυρος, διέπονται από μια συγκεκριμένη ιδεολογία
που βασίζεται στο πολιτικό Ισλάμ. Συνεπώς η κοσμοθεωρία τους είναι
διαφορετική από αυτήν του προηγούμενου (κεμαλικού) κατεστημένου. Παρόλο
που το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), έκανε ιδεολογικούς
συμβιβασμούς με τον Κεμαλισμό, κυρίως ως τακτική για ανέλιξη στην
εξουσία, αντιλαμβάνεται τον κοινωνικο-πολιτικό του ρόλο στο εσωτερικό
αλλά και στο εξωτερικό διαφορετικά. Η προσέγγιση της ελίτ του ΑΚΡ στην
δημοκρατία, την ελευθερία, την οικονομία και την εξωτερική πολιτική –
είτε στην περιφέρεια, είτε σε σχέση με τη Δύση – είναι συνυφασμένη με
την πολιτικο-Ισλαμική ιδεολογία της.
Το
πιο πάνω σημείο έχει άμεση σχέση με το δεύτερο λόγο, την εξουσία.
Εφόσον το ΑΚΡ συμβιβάστηκε με τον Κεμαλισμό για την εγκαθίδρυσή του στην
εξουσία, σημαίνει ταυτόχρονα ότι χρειάστηκε να παρουσιάσει μια πιο
μετριοπαθή εικόνα σε ό,τι αφορούσε τους ιδεολογικούς του
προσανατολισμούς. Σε αυτό πέτυχε για παράδειγμα με εσωτερικές
μεταρρυθμίσεις, βελτίωση στις τουρκο-ευρωπαϊκές σχέσεις, περιφερειακή
διπλωματία, και προσπάθειες για διαμεσολάβηση σε συγκρούσεις και διμερή
προβλήματα. Έτσι είχαμε και τη βελτίωση της εικόνας της, την επανέναρξη
συζητήσεων περί τουρκικού μοντέλου, και την σταδιακή βελτίωση των
σχέσεών της με τις ΗΠΑ, ιδιαίτερα κατά τη δεύτερη θητεία του κόμματος.
Είναι
εμφανές ότι η εξουσία ήταν ο σκοπός, και γι’ αυτό έπρεπε να
χρησιμοποιηθούν τα κατάλληλα μέσα και τακτικές. Όταν πλέον το ΑΚΡ
κατάφερε να εκδιώξει τους Κεμαλιστές από την εξουσία και στην ουσία να
φυλακίσει ολόκληρο το στρατιωτικό κατεστημένο, είχε πλέον καταφέρει το
σκοπό του. Η απόλυτη εξουσία που πλεόν απολάμβανε το ΑΚΡ οδήγησε στην
έκφραση κάποιων φαινομένων που μέχρι τότε υπέβοσκαν: Η πολιτική ελιτ
περιστρεφεται γύρω από τον Ερντογάν, ο Ερντογάν διψάει για περισσότερη
και μη αμφισβητούμενη εξουσία, και το κόμμα μπορεί πια να εφαρμόζει με
μεγαλύτερη ευκολία ιδεολογικά οδηγούμενες πολιτικές – υπάρχουν ακόμα
περιορισμοί, αλλά αυτό είναι άλλη συζήτηση.
Μέσα
από αυτή τη διαδικασία, έχουμε την ανάδειξη της ολιγαρχίας. Ο Ερντογάν,
έχοντας αποκτήσει σχεδόν την απόλυτη εξουσία και έχοντας την ισχυρότερη
πολιτική θέση, δεν λαμβάνει υπόψην σχεδόν κανένα άλλο όργανο
σχηματισμού πολιτικής στο εσωτερικό, ενώ οι σύμβουλοί του είναι στην
ουσία διακοσμητικοί, εφόσον συμφωνούν απλά σε αυτά που λέει. Ταυτόχρονα
πιο δημοκρατικές δυνάμεις αποχωρούν από το ΑΚΡ και παραδοσιακοί του
σύμμαχοι, όπως ο Γκιουλέν και το κίνημά του, στρέφονται σταδιακά
εναντίων του εφόσον οι ίδιοι πλέον παραγκωνίζονται. Συνέπως η Τουρκία
έχει φτάσει σε σημείο ολιγαρχίας και κάποιες φορές, ακόμα και μοναρχίας.
Υπό
αυτό το πρίσμα, η προκλητική ρητορική και πολιτικές του Ερντογάν
προέρχονται από την αντίληψη ότι είναι ανατίρρητος και κατέχει την
απόλυτη εξουσία. Η μεγάλη του συντηριτική εκλογική βάση είναί το μεγάλο
του στήριγμα, και είναι αυτήν που προσπαθεί να συσπειρώσει. Φαίνεται ότι
τα καταφέρνει.
Ωστόσο,
μέσα από αυτή τη διαδικασία η Τουρκία έχασε την δημοκρατική της
αξιοπιστία, η κοινωνία είναι πολωμένη, το τουρκικό μοντέλο και η
τουρκική εξωτερική πολιτκή έχουν πληγεί, και προς το παρόν η Δύση δεν
μπορεί να αποδώσει στην Τουρκία τον ρόλο που είχε μέχρι τώρα. Είναι
τέτοιες εξελίξεις και πραγματικότητες που πρέπει να αξιολογεί η Κύπρος,
αντιλαμβανόμενη ότι η καταδίκη της δεν είναι νομοτέλεια.
Γράφει: Ζήνωνας Τζιάρρας