Του Κώστα Ράπτη Η ψυχροπολεμική τάξη πραγμάτων στην Ευρώπη, της οποίας εγγυητής ήταν το
ΝΑΤΟ, είχε ως στόχο, όπως το έθεσε ο πρώτος γ.γ. της Συμμαχίας, λόρδος
Ismey, να κρατά “τους Αμερικάνους μέσα, τους Ρώσους έξω και τους
Γερμανούς κάτω”. Κάθε προσπάθεια αναβίωσης κλίματος ψυχροπολεμικής
αντιπαράθεσης, όπως την παρακολουθούμε τις ημέρες αυτές με την ουκρανική
κρίση, δεν μπορεί παρά να αποβλέπει και στα τρία αυτά σκέλη.
Δυόμιση δεκαετίες μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, η
“διατλαντική σχέση” αποτελεί φάντασμα του εαυτού της. Οι δύο πυρηνικές
δυνάμεις της Γηραιάς Ηπείρου βρίσκονται σε πλήρη υποχώρηση: η Γαλλία
έχει μεν εγκαταλείψει τον "γκωλισμό" της επιστρέφοντας στο στρατιωτικό
σκέλος του ΝΑΤΟ, αλλά έχει χάσει και τον ρόλο του πολιτικού “κινητήρα”
της ευρωπαϊκής ενοποίησης στο πλαίσιο του πάλαι ποτέ “γαλλογερμανικού
άξονα” και επιχειρεί να υπενθυμίσει τον ρόλο της με στρατιωτικές
περιπέτειες στις αφρικανικές πρώην αποικίες της. Η Βρετανία έχει τεθεί
“υπνοβατώντας” σε τροχιά εξόδου από την Ε.Ε., γεγονός που μειώνει το
ειδικό της βάρος στα ευρωπαϊκά πράγματα, και άρα τη χρησιμότητα της
"ειδικής σχέσης" της με τις ΗΠΑ, ενώ αγωνίζεται να διατηρήσει την
εδαφική της ακεραιότητα απέναντι στον σκωτσέζικο αυτονομισμό.
Αντιμέτωπες με δραστικές περικοπές, οι δύο αυτές χώρες προσανατολίζονται στο pooling των στρατιωτικών τους δυνατοτήτων, όμως αδυνατούν να λειτουργήσουν συντονισμένα ως αντίβαρο στο Βερολίνο, όταν η μεν Γαλλία βασίζει την πολιτικο-κοινωνική της ευστάθεια στην επιείκεια της Γερμανίας ως προς τους ρυθμούς της δημοσιονομικής και διαρθρωτικής της προσαρμογής, η δε Βρετανία δελεάζεται από τις γερμανικές υποσχέσεις για μία από κοινού αναμόρφωση της Ε.Ε. σε “μεταρρυθμιστική” κατεύθυνση.
Μόνη πραγματικά αυτοτελής μεγάλη δύναμη στην Ευρώπη προβάλλει η Γερμανία, η οποία μετατρέποντας τους δισταγμούς της σε όπλο, αξιοποίησε την κρίση για την ανατροπή των ενδοευρωπαϊκών ισορροπιών, έθεσε υπό έλεγχο τον ευρωπαϊκό Νότο στο οποίο ιστορικά δεν είχε “πρόσβαση” και πλέον υλοποιεί ανενόχλητη την ενσωμάτωση στην πολιτική και οικονομική επιρροή της της άλλοτε “νέας Ευρώπης” στα ανατολικά.
Εξασφαλισμένη ενεργειακά από τη συνεργασία της με τη Ρωσία και επαναπαυμένη από το γεγονός ότι η γεωγραφική της θέση δεν την εκθέτει σε άμεσες απειλές, η Γερμανία είχε την πολυτέλεια να αγνοεί τις υπερατλαντικές εκκλήσεις να αναλάβει το “μερίδιο που της αντιστοιχεί” είτε στην στήριξη της διεθνούς οικονομίας είτε στις κοινές προκλήσεις ασφαλείας του ατλαντικού μπλοκ.
Η σπασμωδική αλλαγή γραμμής της κυβέρνησης Merkel στο ζήτημα της πυρηνικής ενέργειας μετά την τραγωδία της Φουκουσίμα και η επιδεικτική αποχή της Γερμανίας από την επέμβαση στη Λιβύη, υπήρξαν κινήσεις ιδιαίτερα δημοφιλείς στον γερμανικό πληθυσμό. Προκάλεσαν ωστόσο την οργή των συμμάχων, καθώς αναδείκνυαν τη γκάμα εναλλακτικών επιλογών που πρόσφερε στο Βερολίνο η συνεργασία με τη Μόσχα. Αντίστοιχα, πέρσι τον Αύγουστο, το παιχνίδι καθυστερήσεων της Merkel, με την επίκληση της ανάγκης διαμόρφωσης κοινής ευρωπαϊκής θέσης , τη στιγμή που οι ΗΠΑ φέρονταν έτοιμες για “χειρουργικά πλήγματα” στη Συρία, είχε ως αποτέλεσμα να εμφανίσουν οι Αμερικανοί στη Σύνοδο της G20 στην Αγία Πετρούπολη την έγγραφη στήριξη Ευρωπαίων συμμάχων που είχε εξασφαλισθεί ερήμην του Βερολίνου.
Παρά τα δημοσίως διακηρυσσόμενα, η επιδείνωση των γερμανο-αμερικανικών σχέσεων έμελλε να συνεχισθεί, βοηθούσης τα μάλα και της αποκάλυψης ότι η NSA παρακολουθούσε μεταξύ άλλων το κινητό τηλέφωνο της καγκελαρίου. Παράλληλα, και διόλου τυχαία, η έναρξη της διαπραγμάτευσης για τη διαμόρφωση μιας διατλαντικής ζώνης ελεύθερων συναλλαγών και επενδύσεων, αποκάλυπτε ένα ευρύ πεδίο σημείων πιθανής συνεργασίας αλλά και τριβών.
Όμως ο γερμανικός συνδυασμός αυτοπεποίθησης και ταλάντευσης πολλαπλασίασε τα λάθη. Σε στιγμή τόσων και τέτοιων εκκρεμοτήτων με τις ΗΠΑ, το Βερολίνο βρέθηκε εδώ και πολλούς μήνες να ανεβάζει τους τόνους έναντι της Μόσχας, υιοθετώντας κηρυγματικό τόνο σε ό,τι αφορά τις ρωσικές πολιτικές ελευθερίες. Η αντίφαση εκδηλώθηκε εκρηκτικά, όταν ο Ουκρανός πρόεδρος Yanukovich υπαναχώρησε από την υπογραφή Συμφωνίας Σύνδεσης με την Ε.Ε., γεγονός που κατέστησε την Γερμανία πρωταγωνιστή μιας ηχηρής αντιρωσικής καμπάνιας, που έφθασε μέχρι το σημείο ο τότε υπουργός Εξωτερικών Guido Westerwelle να μεταβαίνει στην Πλατεία Ανεξαρτησίας του Κιέβου και να παίρνει τον λόγο σε διαδήλωση της αντιπολίτευσης.
Την ίδια στιγμή, στο Συνέδριο Ασφαλείας του Μονάχου, η Γερμανία διακήρυττε, δια στόματος του προέδρου Gauck και άλλων ιθυνόντων, την ετοιμότητά της για πρώτη φορά να αναλάβει, όπως επέμεναν παλαιόθεν οι Αμερικανοί, μεγαλύτερες στρατιωτικές ευθύνες - αδιευκρίνιστο πόσο αυτοτελείς έναντι του ΝΑΤΟ.
Ωστόσο, η “γερμανική Ευρώπη” δεν είχε τη δυνατότητα να στηρίξει πολιτικά (πόσω μάλλον οικονομικά) την ηχηρή ρητορική της περί Ουκρανίας, ενώ η δημοσιοποίηση στις 11 Δεκεμβρίου των αθυρόστομων περί Ε.Ε. απόψεων της νεοσυντηρητικής υφυπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Victoria Nuland αποκάλυψε τα διαφορετικά σχέδια των δύο πλευρών του Ατλαντικού για την επόμενη μέρα. Κατά την Nuland, η επιδιωκόμενη “αλλαγή καθεστώτος” στο Κίεβο έπρεπε να φέρει στα πράγματα τον Arseniy Yatseniuk (όπως και συνέβη...), ενώ ο εκλεκτός των Γερμανών Vitaly Klitschko έπρεπε “να καθίσει στο σπίτι και να κάνει τα μαθήματά του”...
Η εμφάνιση την Πρωτοχρονιά “από το πουθενά” της “Δεξιάς Πτέρυγας” των στρατιωτικά εκπαιδευμένων και εξοπλισμένων νεοναζιστών, οι οποίοι υποσκέλισαν την ήδη φθαρμένη θεσμική αντιπολίτευση και κλιμάκωσαν τη σύγκρουση οδήγησε το Βερολίνο σε μία προσπάθεια να σφραγίσει εκ των υστέρων τον ασκό του Αιόλου που είχε ανοίξει. Ενώ η αρχικώς “ψύχραιμη” αμερικανική διπλωματία είχε περάσει στη φάση της επιβολής κυρώσεων σε Ουκρανούς αξιωματούχους, η Ε.Ε. χρονοτριβούσε προκειμένου να μην αυτο-αποκλεισθεί από τη δυνατότητα να λειτουργεί ως μεσολαβητής στο Κίεβο. Και ενώ οι υπουργοί Εξωτερικών της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Πολωνίας πέτυχαν στις 21 Δεκεμβρίου, με την ανοχή και της Μόσχας, τη συνυπογραφή από τον Yanukovich και τη θεσμική αντιπολίτευση μιας συμβιβαστικής συμφωνίας, τα πάντα είχαν καταρρεύσει ένα 24ωρο μετά, με τον Yanukovich να εγκαταλείπεται από όλα του τα στηρίγματα (ολιγάρχες, δυνάμεις ασφαλείας) και τη “Δεξιά Πτέρυγα” να κυριαρχεί στους δρόμους.
Δέκα μέρες μετά, η Μόσχα καταγγέλλει τους μεσολαβητές ότι δεν εγγυήθηκαν την υλοποίηση της συμφωνίας της 21ης Φεβρουαρίου (χωρίς την οποία η αυθαιρεσία οποιασδήποτε πλευράς είναι εξίσου δικαιολογημένη) και ταυτόχρονα επισείει την απειλή χρήσης βίας και αποσπά την Κριμαία από τον έλεγχο του Κιέβου.
Ακόμη και αυτή την ώρα η Merkel διατηρεί δίαυλο επικοινωνίας με τον Putin και προτείνει τη δημιουργία “ομάδας επαφής” για την Ουκρανία, υπό την ευθύνη του ΟΑΣΕ (όπου η Ρωσία έχει δικαίωμα βέτο), όπως αντίστοιχες πρωτοβουλίες διαλόγου εισηγείται στις ουκρανικές δυνάμεις ο Klitschko: γεγονός ενδεικτικό της προσπάθειας του Βερολίνου να αποδράσει από την (αυτο)παγίδευσή του και να αποσείσει έναν εφιάλτη, πλέον όχι μόνο οικονομικό αλλά ίσως και στρατιωτικό, που απειλεί την Ε.Ε. στην λεπτή φάση της αναζήτησης μιας νέας αρχιτεκτονικής για την ευρωζώνη. Όμως την ίδια ώρα η προσωπική καταγγελία του Putin από τους Barack Obama και John Kerry κόβει τις γέφυρες οπισθοχώρησης, ενώ η πολιτική κινητοποίηση του ΝΑΤΟ έρχεται να θυμίσει την τριπλή αποστολή του οργανισμού... http://www.capital.gr/NewsTheme.asp?id=1968363
Διαβάστε ακόμα:
- Ευρωπαϊκά διλήμματα για την Κριμαία
- Γερμανία: Δεν είναι πολύ αργά για πολιτική λύση στην Ουκρανία