16 Μαρτίου 2014

Αυτοεπιβεβαιούμενες προφητείες και ευχές

Το επιχείρημα που «έπαιξε» πολύ αυτές τις εβδομάδες, υπό τη μορφή αυτοεπιβεβαιούμενης προφητείας και ευχής, με αφορμή τη βαθιά κρίση στην Ουκρανία είναι η δήθεν επανέναρξη του Ψυχρού Πολέμου. Προφανώς και δεν έχει γίνει αντιληπτό ότι η Ρωσική Ομοσπονδία αποτελεί το γέννημα της ήττας της Σοβιετικής Ενωσης το 1989 και της διάλυσής της το 1991. Η σημερινή Ρωσία είναι μια μεγάλη περιφερειακή δύναμη με ισχυρό στρατό, πυρηνικό οπλοστάσιο και μια κοινωνικοπολιτική ηγεσία που παράγει πρωτογενή πλούτο και επιρροή, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι η σοβιετική υπερδύναμη. Ενώ μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ο Κόκκινος Στρατός βρισκόταν σχεδόν σε όλη την Ευρώπη, σήμερα η πρώτη και μοναδική ρωσική στρατιωτική βάση που συναντούμε εκτός Ευρασίας είναι αυτή της Ταρτούς στη Συρία. Ενώ μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η ΕΣΣΔ ήλεγχε μεγάλο μέρος των πολιτικών εξελίξεων στο εσωτερικό της Δύσης μέσω των ισχυρών κομμουνιστικών κομμάτων (βλ. Γαλλία και Ιταλία), σήμερα η επιρροή της εστιάζεται κυρίως σε ενεργειακά κονσόρτσιουμ και στον ρόλο που επιδιώκει να διαδραματίσει το Ορθόδοξο Πατριαρχείο της Μόσχας στη Ν.Α. Ευρώπη.

Αντιθέτως, οι ΗΠΑ έχουν ενισχυθεί από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Παρά τα δύο μέτωπα στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν και την οικονομική κρίση του 2008, οι ΗΠΑ παραμένουν ο κύριος πόλος ισχύος και επιρροής σε διεθνές επίπεδο. Το ΝΑΤΟ έχει εδραιωθεί πλέον σε όλη την Ευρώπη, η αντιπυραυλική ασπίδα που θα λειτουργήσει από το 2018 αυξάνει τη στρατηγική πίεση στους αντιπάλους της Δύσης, ενώ σε επίπεδο ήπιας ισχύος οι ΗΠΑ παίζουν ουσιαστικά δίχως αντίπαλο. Ο κύριος πομπός θουκυδίδειου φόβου για τις ΗΠΑ σήμερα, ή χερζιανού διλήμματος ασφάλειας (security dilemma), είναι η Κίνα που αυξάνει διαρκώς την επιρροή της στο διεθνές σύστημα και όχι η Ρωσία που βρυχάται άγρια και αντιδρά βίαια όταν τα συμφέροντά της πλήττονται στην Ευρασία, αλλά που δρα εξ ανάγκης συμβατικά όταν το παίγνιο εξελίσσεται σε άλλες ζώνες.

Εξαιτίας ενός δομικού αντιδυτικισμού, που διαπερνά ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού συλλογικού συνειδητού και εδράζεται σε μια διαρκή θυματοποίηση και αρνείται να δει και να αξιολογήσει τα ιστορικά μας σφάλματα, μεταφράζοντάς τα σε σενάρια συνωμοσίας που εξυφαίνονται στην Εσπερία, μια ισχυρή τάση που μετέχει στον δημόσιο διάλογο επιχειρηματολογεί υπέρ τού η ελληνική εξωτερική πολιτική να αλλάξει κατεύθυνση και να στραφεί προς τη Μόσχα. Για χάρη του επιχειρήματος, ας υποθέσουμε ότι υλοποιούμε ένα τέτοιο άλμα. Η Μόσχα πώς θα ανταποκριθεί; Γιατί αν δεν με απατά η μνήμη μου, την τελευταία φορά που της δόθηκε η ευκαιρία να εισέλθει στον προνομιακό χώρο των δυτικών συμφερόντων, στην ανατολική Μεσόγειο, και να διαδραματίσει αποφασιστικό ρόλο στην περίπτωση της Κύπρου, όχι μόνο αρνήθηκε δις να δώσει δάνειο στη Λευκωσία, αλλά και ξεκαθάρισε ότι δεν την αφορούν οι εξελίξεις!

Η Ελλάδα, για να μπορέσει να γίνει ξανά ισχυρή, η τελευταία φορά που κάτι τέτοιο έλαβε χώρα ήταν επί Ελευθερίου Βενιζέλου, οφείλει να ξεπεράσει την ομφαλοσκόπηση και τη λανθασμένη ανάγνωση των όρων διεξαγωγής του διεθνοπολιτικού παιγνίου, να γίνει βασικός πυλώνας οικοδόμησης του στρατηγικού άξονα των κρατών της Θάλασσας (Ελλάδα, Κύπρος, Ισραήλ, Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ) πάνω σε δομές έξυπνης άμυνας, να κατορθώσει να παράξει πρωτογενή πλούτο με αιχμές του δόρατος τον τουρισμό και την ενέργεια και να αναμορφώσει το κράτος και την κοινωνία θεσμικά και λειτουργικά μέσω της Παιδείας και της Δικαιοσύνης.

Η σωτηρία μας από άλλους δεν θα λάβει ποτέ χώρα, αν εμείς πρωτίστως δεν φροντίσουμε για την αυτοβοήθειά μας. Κι αυτό είναι ένα μάθημα που δεν έχουμε μάθει από την εποχή των Ορλοφικών μέχρι σήμερα. Αλλά ποτέ δεν είναι αργά...