Λάβαμε, από τον Γιώργο Αϋφαντή, κείμενο με το οποίο απαντάει στο άρθρο του Αριστείδη Μπαλτά «Για το Κυπριακό ξανά», που είχε δημοσιευθεί στα «Ενθέματα», στις 2.3.2014. Το δημοσιεύουμε, παρότι το ύφος του είναι μάλλον ασυνήθιστο σε σχέση με τα άρθρα του φύλλου, στο πλαίσιο της δεοντολογίας μας για τη δυνατότητα δημόσιου διαλόγου επί απόψεων που δημοσιεύουμε.
Απάντηση στον Αριστείδη Μπαλτά
ΕΝΘΕΜΑΤΑ
του Γιώργου Αϋφαντή
Πριν δέκα χρόνια, παραμονές των δημοψηφισμάτων στην Κύπρο για την τύχη του Σχεδίου Ανάν, ο Αριστείδης Μπαλτάς (Α.Μ.) με άρθρο του στην Αυγή προέτρεπε τους λιγοστούς αναγνώστες της εφημερίδας να το αποδεχθούν.
Προ ημερών (2.3.2014), αναδημοσίευσε στην Αυγή το παλιό του άρθρο και συμπεραίνει: «Η ευθύνη των αποφάσεων στη δύσκολη διαπραγμάτευση δεν είναι δική μας. Η Κύπρος διαθέτει δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση και ισχυρή Αριστερά. Δική μας ευθύνη είναι να χαμηλώσουμε τους τόνους, να απαρνηθούμε τις εθνικιστικές ή αντιιμπεριαλιστικές κορόνες που ρίχνουμε ανέξοδα στις πλάτες των άλλων και να κρατήσουμε ως γνώμονα τις θέσεις της κυπριακής Αριστεράς. Ας την εμπιστευθούμε, ας συμπαρασταθούμε ανεπιφύλακτα και ενεργά στους κυπρίους Αριστερούς καί ας αφήσουμε τους Κυπρίους ν' αποφασίσουν απερίσπαστοι για το μέλλον τους».
Δέκα χρόνια είναι μακρύ διάστημα, πολλά αλλάζουν. Ας σκεφθούμε τις διαφορές ανάμεσα π.χ. στο 1939 καί το 1949, στο 1967 και το 1977, στο 2004 και το 2014. Εστιάζοντας στην τελευταία περίοδο, θυμίζω κάποιες κρίσιμες μεταβολές που ακυρώνουν την απόπειρα της «ιστορικής δικαίωσης» των θέσεων του Α.Μ. (και των συν αυτώ) για το Κυπριακό. Θέσεις οι οποίες επαναφέρονται, με το πρόσχημα «πόσο λίγο έχουν μεταβληθεί οι κύριες παράμετροι του Κυπριακού τη δεκαετία που πέρασε»! Επισημαίνω, λοιπόν, την εκκωφαντική απόρριψη του Σχεδίου Ανάν από το 76% των Ελληνοκυπρίων και το 35% των Τουρκοκυπρίων, την παταγώδη κατάρρευση της ελληνικής και κυπριακής οικονομίας με πρωταγωνιστικό ρόλο/ευθύνη των ΓΑΠ και Χριστόφια --πρωταθλητών τόσο στο «Ναι» στο Σχέδιο Ανάν (ο Χριστόφιας υπήρξε υπέρμαχος του «Ναι» μέσα στο ΑΚΕΛ) όσο και στις Μνημονιακές επιταγές σήμερα, την συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ και την εκτόξευσή του στο 27%, την καταψήφιση του ΑΚΕΛ από το εκλογικό σώμα των Ελληνοκυπρίων στις τελευταίες προεδρικές εκλογές.
«Τόσο λίγο» άλλαξαν τα πράγματα σε Κύπρο και Ελλάδα στη διαρρεύσασα δεκαετία! Η εισαγωγική προτροπή του άρθρου του Α.Μ. («Ενόψει του δημοψηφίσματος […] οφείλουμε να διατηρήσουμε την ψυχραιμία μας και να προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε νηφάλια το ακριβές διακύβευμα. Πάντα, βέβαια, από τη σκοπιά της Αριστεράς.») εγείρει μείζονα απορία: υπάρχει για την λύση του Κυπριακού ( όπως και π.χ. για την ισχύ του Πυθαγορείου θεωρήματος, του νόμου της βαρύτητας ή για την σημασία της Γαλλικής επανάστασης κ.ο.κ.) κάποιο ξεχωριστό, «ακριβές διακύβευμα, πάντα από την σκοπιά της Αριστεράς»; Και αν ναι, πώς ορίζεται η σκοπιά της Αριστεράς;
Οκτώ σελίδες μετά το άρθρο του Α.Μ., στην ίδια κυριακάτικη Αυγή, ο Λουκάς Αξελός μας υπενθυμίζει τη θέση του Νορμπέρτο Μπόμπιο ότι δεν υπάρχει ένας ορισμός του σοσιαλισμού και της Αριστεράς. Και παραθέτει τον δικό του ορισμό: «Αριστερά είναι ο πολιτικός και κοινωνικός χώρος, η πολιτική και κοινωνική δύναμη που δίνει απαντήσεις/λύσεις στα κρίσιμα διακυβεύματα μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου και ενός συγκεκριμένου γεωγραφικού χώρου και κοινωνικού σχηματισμού, πάντοτε από τη σκοπιά των υποτελών τάξεων και της κοινωνικής χειραφέτησης, σταθερά και αταλάντευτα υπέρ των εθνικών και κοινωνικών συμφερόντων του λαού». Ερωτήματα, λοιπόν:
α) Με ποιό ακριβώς τρόπο το Σχέδιο Ανάν και η σημερινή διαπραγμάτευση, αμφότερα δημιουργήματα του Λόρδου Χάνεϋ και του Σταίητ Ντηπάρτμεντ, υποστηριζόμενα από τους Βαν Ρομπάι, Μπαρόζο, Ερντογάν κ.ο.κ., λύνουν το Κυπριακό πρόβλημα από την σκοπιά «των υποτελών τάξεων, της κοινωνικής χειραφέτησης, σταθερά και αταλάντευτα υπέρ των εθνικών και κοινωνικών συμφερόντων του λαού»; Μπορεί ο Α.Μ. να μας την εξηγήσει αυτή την απλή όσο και κρίσιμη απορία; Εν ολίγοις, ενδιαφέρει ποιοί μας σπρώχνουν, με απειλές και καλοπιάσματα, στη συγκεκριμένη διαπραγμάτευση, της οποίας το αποτέλεσμα έχει ήδη περιγραφεί στο Κοινό Ανακοινωθέν Αναστασιάδη-Έρογλου; Αν όλοι αυτοί οι υποστηρικτές της κακήν-κακώς επανένωσης του νησιού κήδονται των συμφερόντων του Κυπριακού λαού και της κοινωνικής του χειραφέτησης, γιατί του επέβαλαν το Μνημόνιο στραγγαλίζοντας τον μείζονα τομέα της Κυπριακής οικονομίας προ έτους;
β) Πόσο αριστερή είναι η άποψη της παραπομπής του ζητήματος στο πλαίσιο του (αρχέτυπα αριστερού υποθέτω!) ΟΗΕ με στόχο το διζωνικό-δικοινοτικό κράτος; Πώς και γιατί θα ευδοκιμήσει ο ταξικός αγώνας στην Κύπρος διεξαγόμενος χωριστά, με κριτήριο διαχωρισμού τη γλώσσα, τη θρησκεία και την εθνική ταυτότητα, πίσω από σύνορα που η διαπερατότητά τους εξαρτάται από την καλή θέληση των 40.000 τούρκων στρατιωτών; Οι οποίοι βεβαίως και θα αποχωρούν, στάγδην εντός 18-20 ετών!
γ) Πόσο αριστερή είναι η αποδοχή συνταγματικού καθεστώτος στην Κύπρο, που όχι μόνο θέτει στην προκρούστεια κλίνη τις ελευθερίες που συγκροτούν το κοινοτικό κεκτημένο (ελεύθερη διακίνηση αγαθών-προσώπων, ελεύθερη εγκατάσταση), αλλά ακυρώνει παντελώς την θεμέλια δημοκρατική αρχή: ένας άνθρωπος μια ψήφος; δ) Πόσο αριστερή είναι η ανεπιφύλακτη στοίχιση που προτείνει ο Α.Μ. πίσω από το ΑΚΕΛ; Η μόνη δικαιολογία να στοιχηθεί η μεταπολεμική Ελλαδική Αριστερά πίσω από την πολιτική του ΑΚΕΛ ήταν, μέχρι πρόσφατα, το αντιστρόφως ανάλογο του δικού μας εκλογικό ποσοστό του. Ας δούμε τι έκανε το ΑΚΕΛ μ' αυτό το ποσοστό και την πολιτική του: πρωταθλητής της μπρεζνιεφικής αντίληψης για τον σοσιαλισμό, ανέβλεψε και εκσυγχρονίστηκε μέσω των off-shore εταιρειών και των τραπεζικών υπηρεσιών, και κατέληξε ακριβώς το κόμμα με τις βαρύτερες ευθύνες για την υπαγωγή της Κύπρου στο Μνημόνιο!
Πόσο αριστερή λοιπόν είναι η προτροπή του Α.Μ. «να εμπιστευθούμε, να συμπαρασταθούμε ανεπιφύλακτα και ενεργά στους κύπριους αριστερούς και να αφήσουμε τους Κύπριους να αποφασίσουν απερίσπαστοι για το μέλλον τους»; Γιατί δεν κάνουμε το ίδιο και στην Ιταλία; Γιατί εκεί δεν αφήνουμε απερίσπαστους τους Ιταλούς Αριστερούς ν` αποφασίσουν ποιά Ευρώπη θέλουν και «επεμβαίνουμε» με το ψηφοδέλτιο Τσίπρα; Απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά θα ήταν ευπρόσδεκτες από τον Α.Μ., ιδίως διότι διεκδικεί ρόλο ταγού στον ΣΥΡΙΖΑ. Ευπρόσδεκτη θα ήταν η απάντηση και σε ένα άλλο, παρεμπίπτον ερώτημα: Με ποια οξυδέρκεια και, εν τέλει, πολιτική επάρκεια διεκδικεί την ευθυγράμμιση του ΣΥΡΙΖΑ στα κελεύσματα της Ουάσιγκτον, του Λονδίνου, των Βρυξελλών σε ό,τι αφορά το Κυπριακό και, ταυτόχρονα, εμφανίζεται υπέρμαχος της αντίστασης (;;) στις μνημονιακές επιταγές του Βερολίνου, της Ουάσιγκτον, των Βρυξελλών κ.ο.κ.; Μήπως, αύριο, θα διαβάσουμε από τον Α.Μ. και τους συν αυτώ ότι:
«Η ευθύνη των αποφάσεων δεν είναι δική μας. Η Γερμανία διαθέτει δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση και ισχυρή Αριστερά. Δική μας ευθύνη είναι να χαμηλώσουμε τους τόνους, ν` απαρνηθούμε τις εθνικιστικές ή αντιιμπεριαλιστικές κορώνες που ρίχνουμε ανέξοδα στις πλάτες των άλλων και να κρατήσουμε ως γνώμονα τις θέσεις της γερμανικής Αριστεράς κ.ο.κ.»; *Ο Γιώργος Αϋφαντής είναι πρέσβης, διπλωματικός σύμβουλος του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ. Το άρθρο εκφράζει προσωπικές του απόψεις.
Η ανταπάντηση του Αριστείδη Μπαλτά Η ενυπόγραφη απάντηση σε δημοσιευμένο κείμενο βοηθάει κατά κανόνα τον διάλογο. Ιδίως σε ζητήματα δύσκολα. Φτάνει, βέβαια, η απάντηση να είναι απάντηση. Δηλαδή να αντιπαραθέτει επιχειρήματα. Αυτό δεν συμβαίνει με το κείμενο του Γ. Αϋφαντή. Αγνοώντας με άκρα περιφρόνηση το αίτημα του δικού μου κειμένου να διατηρήσουμε την ψυχραιμία μας και να προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε νηφάλια το ακριβές διακύβευμα του Κυπριακού, ο κ. Αϋφαντής αντιπαραθέτει υψηλόφρονες καταγγελίες ενάντια στο ΑΚΕΛ, στον Χριστόφια, στον Γ. Α. Παπανδρέου, στον Ερντογάν, στον ΟΗΕ, στη Γερμανία, στις ΗΠΑ, στις υπόλοιπες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και στους εκπροσώπους αυτών. Θέλει, καταπώς φαίνεται, να κηρύξει εδώ και τώρα την παγκόσμια επανάσταση. Καλώς. Αλλά φαίνεται επίσης ότι ο ίδιος δεν είναι σε θέση να διακρίνει, ως θα όφειλε εκ του επαγγέλματος και της θέσης του, την ιδεολογία από την πολιτική, τη στρατηγική από την τακτική, τους πραγματικούς σας. Ο κ. Αϋφαντής δεν με ξκέΕ, και τις μεγμερισυσχετισμούς δύναμης από τις ανέξοδες κορώνες. Και, το χειρότερο, φαίνεται ανίκανος να σκεφτεί τις επιπτώσεις της δικής του τοποθέτησης, αν της κάνουμε το χατίρι και την πούμε τοποθέτηση. Κρίμα. Γιατί ακριβώς εδώ ο «διάλογος» τελειώνει. Και κάτι πιο προσωπικό: ο κ. Αϋφαντής με μέμφεται ότι «διεκδικώ ρόλο ταγού στον ΣΥΡΙΖΑ». Προφανώς, δεν με ξέρει καλά. Γιατί, αν με ήξερε, θα γνώριζε ότι ουδέποτε διεκδίκησα να είμαι ταγός κανενός. Ούτε του ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε, βέβαια, του Προέδρου του. Αριστείδης Μπαλτάς >
ΑΥΓΗ
Προ ημερών (2.3.2014), αναδημοσίευσε στην Αυγή το παλιό του άρθρο και συμπεραίνει: «Η ευθύνη των αποφάσεων στη δύσκολη διαπραγμάτευση δεν είναι δική μας. Η Κύπρος διαθέτει δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση και ισχυρή Αριστερά. Δική μας ευθύνη είναι να χαμηλώσουμε τους τόνους, να απαρνηθούμε τις εθνικιστικές ή αντιιμπεριαλιστικές κορόνες που ρίχνουμε ανέξοδα στις πλάτες των άλλων και να κρατήσουμε ως γνώμονα τις θέσεις της κυπριακής Αριστεράς. Ας την εμπιστευθούμε, ας συμπαρασταθούμε ανεπιφύλακτα και ενεργά στους κυπρίους Αριστερούς καί ας αφήσουμε τους Κυπρίους ν' αποφασίσουν απερίσπαστοι για το μέλλον τους».
Δέκα χρόνια είναι μακρύ διάστημα, πολλά αλλάζουν. Ας σκεφθούμε τις διαφορές ανάμεσα π.χ. στο 1939 καί το 1949, στο 1967 και το 1977, στο 2004 και το 2014. Εστιάζοντας στην τελευταία περίοδο, θυμίζω κάποιες κρίσιμες μεταβολές που ακυρώνουν την απόπειρα της «ιστορικής δικαίωσης» των θέσεων του Α.Μ. (και των συν αυτώ) για το Κυπριακό. Θέσεις οι οποίες επαναφέρονται, με το πρόσχημα «πόσο λίγο έχουν μεταβληθεί οι κύριες παράμετροι του Κυπριακού τη δεκαετία που πέρασε»! Επισημαίνω, λοιπόν, την εκκωφαντική απόρριψη του Σχεδίου Ανάν από το 76% των Ελληνοκυπρίων και το 35% των Τουρκοκυπρίων, την παταγώδη κατάρρευση της ελληνικής και κυπριακής οικονομίας με πρωταγωνιστικό ρόλο/ευθύνη των ΓΑΠ και Χριστόφια --πρωταθλητών τόσο στο «Ναι» στο Σχέδιο Ανάν (ο Χριστόφιας υπήρξε υπέρμαχος του «Ναι» μέσα στο ΑΚΕΛ) όσο και στις Μνημονιακές επιταγές σήμερα, την συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ και την εκτόξευσή του στο 27%, την καταψήφιση του ΑΚΕΛ από το εκλογικό σώμα των Ελληνοκυπρίων στις τελευταίες προεδρικές εκλογές.
«Τόσο λίγο» άλλαξαν τα πράγματα σε Κύπρο και Ελλάδα στη διαρρεύσασα δεκαετία! Η εισαγωγική προτροπή του άρθρου του Α.Μ. («Ενόψει του δημοψηφίσματος […] οφείλουμε να διατηρήσουμε την ψυχραιμία μας και να προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε νηφάλια το ακριβές διακύβευμα. Πάντα, βέβαια, από τη σκοπιά της Αριστεράς.») εγείρει μείζονα απορία: υπάρχει για την λύση του Κυπριακού ( όπως και π.χ. για την ισχύ του Πυθαγορείου θεωρήματος, του νόμου της βαρύτητας ή για την σημασία της Γαλλικής επανάστασης κ.ο.κ.) κάποιο ξεχωριστό, «ακριβές διακύβευμα, πάντα από την σκοπιά της Αριστεράς»; Και αν ναι, πώς ορίζεται η σκοπιά της Αριστεράς;
Οκτώ σελίδες μετά το άρθρο του Α.Μ., στην ίδια κυριακάτικη Αυγή, ο Λουκάς Αξελός μας υπενθυμίζει τη θέση του Νορμπέρτο Μπόμπιο ότι δεν υπάρχει ένας ορισμός του σοσιαλισμού και της Αριστεράς. Και παραθέτει τον δικό του ορισμό: «Αριστερά είναι ο πολιτικός και κοινωνικός χώρος, η πολιτική και κοινωνική δύναμη που δίνει απαντήσεις/λύσεις στα κρίσιμα διακυβεύματα μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου και ενός συγκεκριμένου γεωγραφικού χώρου και κοινωνικού σχηματισμού, πάντοτε από τη σκοπιά των υποτελών τάξεων και της κοινωνικής χειραφέτησης, σταθερά και αταλάντευτα υπέρ των εθνικών και κοινωνικών συμφερόντων του λαού». Ερωτήματα, λοιπόν:
α) Με ποιό ακριβώς τρόπο το Σχέδιο Ανάν και η σημερινή διαπραγμάτευση, αμφότερα δημιουργήματα του Λόρδου Χάνεϋ και του Σταίητ Ντηπάρτμεντ, υποστηριζόμενα από τους Βαν Ρομπάι, Μπαρόζο, Ερντογάν κ.ο.κ., λύνουν το Κυπριακό πρόβλημα από την σκοπιά «των υποτελών τάξεων, της κοινωνικής χειραφέτησης, σταθερά και αταλάντευτα υπέρ των εθνικών και κοινωνικών συμφερόντων του λαού»; Μπορεί ο Α.Μ. να μας την εξηγήσει αυτή την απλή όσο και κρίσιμη απορία; Εν ολίγοις, ενδιαφέρει ποιοί μας σπρώχνουν, με απειλές και καλοπιάσματα, στη συγκεκριμένη διαπραγμάτευση, της οποίας το αποτέλεσμα έχει ήδη περιγραφεί στο Κοινό Ανακοινωθέν Αναστασιάδη-Έρογλου; Αν όλοι αυτοί οι υποστηρικτές της κακήν-κακώς επανένωσης του νησιού κήδονται των συμφερόντων του Κυπριακού λαού και της κοινωνικής του χειραφέτησης, γιατί του επέβαλαν το Μνημόνιο στραγγαλίζοντας τον μείζονα τομέα της Κυπριακής οικονομίας προ έτους;
β) Πόσο αριστερή είναι η άποψη της παραπομπής του ζητήματος στο πλαίσιο του (αρχέτυπα αριστερού υποθέτω!) ΟΗΕ με στόχο το διζωνικό-δικοινοτικό κράτος; Πώς και γιατί θα ευδοκιμήσει ο ταξικός αγώνας στην Κύπρος διεξαγόμενος χωριστά, με κριτήριο διαχωρισμού τη γλώσσα, τη θρησκεία και την εθνική ταυτότητα, πίσω από σύνορα που η διαπερατότητά τους εξαρτάται από την καλή θέληση των 40.000 τούρκων στρατιωτών; Οι οποίοι βεβαίως και θα αποχωρούν, στάγδην εντός 18-20 ετών!
γ) Πόσο αριστερή είναι η αποδοχή συνταγματικού καθεστώτος στην Κύπρο, που όχι μόνο θέτει στην προκρούστεια κλίνη τις ελευθερίες που συγκροτούν το κοινοτικό κεκτημένο (ελεύθερη διακίνηση αγαθών-προσώπων, ελεύθερη εγκατάσταση), αλλά ακυρώνει παντελώς την θεμέλια δημοκρατική αρχή: ένας άνθρωπος μια ψήφος; δ) Πόσο αριστερή είναι η ανεπιφύλακτη στοίχιση που προτείνει ο Α.Μ. πίσω από το ΑΚΕΛ; Η μόνη δικαιολογία να στοιχηθεί η μεταπολεμική Ελλαδική Αριστερά πίσω από την πολιτική του ΑΚΕΛ ήταν, μέχρι πρόσφατα, το αντιστρόφως ανάλογο του δικού μας εκλογικό ποσοστό του. Ας δούμε τι έκανε το ΑΚΕΛ μ' αυτό το ποσοστό και την πολιτική του: πρωταθλητής της μπρεζνιεφικής αντίληψης για τον σοσιαλισμό, ανέβλεψε και εκσυγχρονίστηκε μέσω των off-shore εταιρειών και των τραπεζικών υπηρεσιών, και κατέληξε ακριβώς το κόμμα με τις βαρύτερες ευθύνες για την υπαγωγή της Κύπρου στο Μνημόνιο!
Πόσο αριστερή λοιπόν είναι η προτροπή του Α.Μ. «να εμπιστευθούμε, να συμπαρασταθούμε ανεπιφύλακτα και ενεργά στους κύπριους αριστερούς και να αφήσουμε τους Κύπριους να αποφασίσουν απερίσπαστοι για το μέλλον τους»; Γιατί δεν κάνουμε το ίδιο και στην Ιταλία; Γιατί εκεί δεν αφήνουμε απερίσπαστους τους Ιταλούς Αριστερούς ν` αποφασίσουν ποιά Ευρώπη θέλουν και «επεμβαίνουμε» με το ψηφοδέλτιο Τσίπρα; Απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά θα ήταν ευπρόσδεκτες από τον Α.Μ., ιδίως διότι διεκδικεί ρόλο ταγού στον ΣΥΡΙΖΑ. Ευπρόσδεκτη θα ήταν η απάντηση και σε ένα άλλο, παρεμπίπτον ερώτημα: Με ποια οξυδέρκεια και, εν τέλει, πολιτική επάρκεια διεκδικεί την ευθυγράμμιση του ΣΥΡΙΖΑ στα κελεύσματα της Ουάσιγκτον, του Λονδίνου, των Βρυξελλών σε ό,τι αφορά το Κυπριακό και, ταυτόχρονα, εμφανίζεται υπέρμαχος της αντίστασης (;;) στις μνημονιακές επιταγές του Βερολίνου, της Ουάσιγκτον, των Βρυξελλών κ.ο.κ.; Μήπως, αύριο, θα διαβάσουμε από τον Α.Μ. και τους συν αυτώ ότι:
«Η ευθύνη των αποφάσεων δεν είναι δική μας. Η Γερμανία διαθέτει δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση και ισχυρή Αριστερά. Δική μας ευθύνη είναι να χαμηλώσουμε τους τόνους, ν` απαρνηθούμε τις εθνικιστικές ή αντιιμπεριαλιστικές κορώνες που ρίχνουμε ανέξοδα στις πλάτες των άλλων και να κρατήσουμε ως γνώμονα τις θέσεις της γερμανικής Αριστεράς κ.ο.κ.»; *Ο Γιώργος Αϋφαντής είναι πρέσβης, διπλωματικός σύμβουλος του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ. Το άρθρο εκφράζει προσωπικές του απόψεις.
Η ανταπάντηση του Αριστείδη Μπαλτά Η ενυπόγραφη απάντηση σε δημοσιευμένο κείμενο βοηθάει κατά κανόνα τον διάλογο. Ιδίως σε ζητήματα δύσκολα. Φτάνει, βέβαια, η απάντηση να είναι απάντηση. Δηλαδή να αντιπαραθέτει επιχειρήματα. Αυτό δεν συμβαίνει με το κείμενο του Γ. Αϋφαντή. Αγνοώντας με άκρα περιφρόνηση το αίτημα του δικού μου κειμένου να διατηρήσουμε την ψυχραιμία μας και να προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε νηφάλια το ακριβές διακύβευμα του Κυπριακού, ο κ. Αϋφαντής αντιπαραθέτει υψηλόφρονες καταγγελίες ενάντια στο ΑΚΕΛ, στον Χριστόφια, στον Γ. Α. Παπανδρέου, στον Ερντογάν, στον ΟΗΕ, στη Γερμανία, στις ΗΠΑ, στις υπόλοιπες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και στους εκπροσώπους αυτών. Θέλει, καταπώς φαίνεται, να κηρύξει εδώ και τώρα την παγκόσμια επανάσταση. Καλώς. Αλλά φαίνεται επίσης ότι ο ίδιος δεν είναι σε θέση να διακρίνει, ως θα όφειλε εκ του επαγγέλματος και της θέσης του, την ιδεολογία από την πολιτική, τη στρατηγική από την τακτική, τους πραγματικούς σας. Ο κ. Αϋφαντής δεν με ξκέΕ, και τις μεγμερισυσχετισμούς δύναμης από τις ανέξοδες κορώνες. Και, το χειρότερο, φαίνεται ανίκανος να σκεφτεί τις επιπτώσεις της δικής του τοποθέτησης, αν της κάνουμε το χατίρι και την πούμε τοποθέτηση. Κρίμα. Γιατί ακριβώς εδώ ο «διάλογος» τελειώνει. Και κάτι πιο προσωπικό: ο κ. Αϋφαντής με μέμφεται ότι «διεκδικώ ρόλο ταγού στον ΣΥΡΙΖΑ». Προφανώς, δεν με ξέρει καλά. Γιατί, αν με ήξερε, θα γνώριζε ότι ουδέποτε διεκδίκησα να είμαι ταγός κανενός. Ούτε του ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε, βέβαια, του Προέδρου του. Αριστείδης Μπαλτάς >
ΑΥΓΗ