Του Χριστόδουλου Γιαλλουρίδη
Εάν η Κυπριακή Δημοκρατία καταργηθεί και η διάδοχος κατάσταση
είναι μη βιώσιμη, ο Ελληνισμός θα εγκαταλείψει την Κύπρο μετά από 3000
και πλέον χρόνια δυναμικής και ανθούσας παρουσίας στο νησί…
Το κυπριακό πρόβλημα, μετά από μία εξηκονταετή και πλέον παρουσία ως διεθνής σύγκρουση του 20ού και 21ου αιώνα, παραμένει άλυτο, εμφανιζόμενο μαζί με το Παλαιστινιακό ως τα παλαιότερα δυσεπίλυτα προβλήματα της σύγχρονης διεθνούς πολιτικής. Είναι γεγονός ότι πρόκειται για ένα πρόβλημα που εμφανίζει σήμερα σημεία κλιμακούμενης κοπώσεως, τόσο σε σχέση με τους άμεσα εμπλεκόμενους συμμετέχοντες, όσο και αναφορικά προς τον ευρύτερο διεθνή περίγυρο που συνδέεται με το πρόβλημα.
Το Κυπριακό τις δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70, αλλά και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80 ήταν ένα από τα ζητήματα που κυριαρχούσαν στη διεθνή πολιτική ως σύγκρουσης, την οποία ο διεθνής παράγων ήταν υποχρεωμένος, λόγω του εύφλεκτου της αντιπαράθεσης, να διευθετήσει. Εν προκειμένω το Κυπριακό το 1964, το 1967, το 1974 έφερε την Ελλάδα και την Τουρκία στο χείλος του πολέμου και στα πρόθυρα μιας ένοπλης σύρραξης, που απετράπη μετά από αμερικανική παρέμβαση.
Σήμερα, σε ένα τελείως διαφορετικό διεθνές και περιφερειακό πλαίσιο, εκδηλώνεται μια νέα πρωτοβουλία, που δείχνει να περιλαμβάνει στοιχεία διπλωματικού εξαναγκασμού από τον διεθνή παράγοντα προς τους εμπλεκόμενους, για να αποδεχθούν ένα βασικό πλαίσιο διευθέτησης του προβλήματος. Είναι προφανές πως οι Ηνωμένες Πολιτείες κατά κύριο λόγο, και το Ηνωμένο Βασίλειο δευτερευόντως, ενδιαφέρονται για τη διευθέτηση του προβλήματος της Κύπρου τώρα, κυρίως γιατί η Μέση Ανατολή είναι εξαιρετικά εύφλεκτη, οι υδρογονάνθρακες εμπλουτίζουν το συγκρουσιακό δυναμικό της περιοχής, η Άγκυρα του Ερντογάν δεν εμπνέει πια εμπιστοσύνη, η Κύπρος μπορεί να αποτελέσει για τους αμερικανούς, ιδιαιτέρως σήμερα, αυτό που ονόμαζε κάποτε ο Κίσσιγκερ «αβύθιστο αεροπλανοφόρο».
Της σημερινής πρωτοβουλίας προηγήθηκε το Σχέδιο Ανάν, το οποίο απέτυχε όχι εξαιτίας της υπεροψίας ή της αδιαλλαξίας των Ελληνοκυπρίων, όπως ένα τμήμα του διεθνούς παράγοντα θεώρησε μετά το «όχι» των Ελλήνων της Κύπρου, αλλά προπάντων γιατί η ελληνική πλειοψηφία του νησιού ήταν πεπεισμένη ότι το σχέδιο που υπεβλήθη από τον τότε Γ.Γ. του ΟΗΕ, Κόφι Ανάν, και συνετάχθη από τον Βρετανό Σερ Ντέιβιντ Χάνεϊ, δεν ήταν λειτουργικό και επομένως δεν ήταν βιώσιμο, περιείχε εν σπέρματι θεσμικές, πολιτειακές διατάξεις καθεστώτος Άπαρτχαϊντ.
Η ιστορία του Κυπριακού συνδέεται από το 1959-60 με τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, με τις απόπειρες του διεθνούς παράγοντα να δοκιμάσει πειραματικά διάφορα συνταγματικά μοντέλα εγκαθίδρυσης πολιτικών δομών κρατικού μορφώματος, τα οποία όντας πειραματικά, ουδέποτε προϋπήρξαν στην ιστορία των κρατών και των οργανωμένων κοινωνιών της ανθρωπότητας, πολύ περισσότερο του συστήματος κρατών του δυτικού κόσμου. Έτσι, ενώ η Κύπρος εδικαιούτο ως αποικιοκρατούμενη χώρα το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, τη δημοκρατική οργάνωση ενός κυρίαρχου λαού και την προστασία των οντοτήτων που υπήρχαν και υπάρχουν στο νησί, εφαρμόστηκε στο νεοσύστατο κυπριακό κράτος το θνησιγενές, όπως αποδειχθηκε, αντιδημοκρατικό μοντέλο ενός δικοινοτικού συστήματος, το οποίο επέζησε ουσιαστικά για τα 4 πρώτα χρόνια.
Το πρόβλημα της Ζυρίχης που επανέρχεται και σήμερα, δεν είναι μόνο η αντιδημοκρατική δομή του κράτους, αλλά προπάντων το δικαίωμα επέμβασης και παρέμβασης τρίτων δυνάμεων στο πολιτικό σύστημα και στην οργάνωση του κράτους, που εκδηλώνεται σε όλα τα επίπεδα, αναγνωρισμένο από τις ίδιες τις συνθήκες ίδρυσης του κράτους. Κάθε απόπειρα που έγινε στη συνέχεια για την επίλυση του Κυπριακού, από την εισβολή του Αττίλα και μετά, δεν αναζήτησε τα γενεσιουργά αίτια του προβλήματος, που συνίστανται ακριβώς στο ότι το κράτος δεν είναι δημοκρατικά οργανωμένο, αλλά στηρίζεται σε ένα δικοινοτισμό που αντικαθιστούν τον κυρίαρχο λαό, αλλά η ίδια η εισβολή μετέτρεψε τον δικοινοτισμό σε έναν διζωνισμό.
Εκείνο που είναι απαραίτητο να γίνει σήμερα, παρά το γεγονός πως το Κυπριακό δεν ανήκει στα προβλήματα πρώτης γραμμής της διεθνούς πολιτικής, δεν απασχολεί παρά μόνο ελάχιστους που αναστοχάζονται καλύτερες μέρες για την Κύπρο ή που ανησυχούν για την επιβίωση των Ελλήνων της Κύπρου σε ένα περιβάλλον ασταθές και ρευστό, είναι το να σκεφτεί κανείς ως ηγεσία του Ελληνισμού πως το Κυπριακό πρόβλημα δεν επιλύεται με τεχνικές κατασκευής κρατικών μορφωμάτων, τα οποία είναι προϊόν μιας άνισης πολιτικής διαπραγμάτευσης και ενός αναγκαστικού συμβιβασμού, αλλά μόνο εφ’ όσον προταχθούν και προβληθούν ως κόκκινη γραμμή στη διαπραγμάτευση, οι όροι και οι προϋποθέσεις οικοδόμησης ενός μοντέρνου, σύγχρονου κράτους, ομοσπονδιακού ή μη, το οποίο να πληροί τις πολιτικές και θεσμικές συνθήκες του ευρωπαϊκού πολιτικού πολιτισμού.
Αυτό σημαίνει πως η δομή του κράτους μπορεί να είναι ομοσπονδιακή, κάτι που έχει ήδη συμφωνηθεί για την προστασία όλων και των ιδιαιτεροτήτων των θρησκευτικών ομάδων που βρίσκονται στο νησί, όμως ένα λειτουργικό κράτος και προπάντων βιώσιμο, στηρίζεται σε δύο βασικές προϋποθέσεις: Πρώτον, την εσωτερική δημοκρατική δομή ενός κράτους που να είναι κράτος δικαίου, που σημαίνει προστασία ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ατομικών ελευθεριών, εφαρμογή της δημοκρατικής αρχής, δηλαδή της λαϊκής κυριαρχίας του συνόλου των πολιτών, ανεξαρτήτως φυλετικής ή θρησκευτικής καταγωγής, και φυσικά την απαλλαγή της Κύπρου από τον δεσμό της θεσμικής λειτουργίας των λεγομένων εγγυητριών δυνάμεων και το δικαίωμα επέμβασής τους στο εσωτερικό του κυπριακού κράτους.
Η ασφάλεια της Κύπρου είναι το υπέρτατο δικαίωμα που πρέπει να υπερασπιστεί ο καθένας που διαπραγματεύεται το μέλλον του νησιού. Η δημοκρατική αρχή που δεν αντιστρατεύεται την αυτονομία των πολιτειών ή κρατιδίων της ομοσπονδίας συμβάλλει στη δημιουργία συνεργειών και οικοδόμησης ενός δικτύου ενσωμάτωσης των πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας, έτσι ώστε, παράλληλα με την εθνική τους ταυτότητα, να οικοδομήσουν και την ταυτότητα της κυπριακής κοινωνίας, την οποία να υπερασπίζονται ως πατρίδα τους και να στηρίζουν ως υπόθεση ζωής των ιδίων και των παιδιών τους.
Επομένως, ανεξαρτήτως του τι επιδιώκει ο διεθνής παράγων, ο οποίος έχει τα δικά του συμφέροντα και τις δικές του πολιτικές επιλογές σε ότι αφορά την Κύπρο, εμείς ως Έλληνες, Αθήνα και Λευκωσία, πρέπει να κατανοήσουμε πως το κυπριακό πρόβλημα είναι δική μας υπόθεση και δεν επιτρέπονται πλέον άλλα λάθη, διότι, εάν συμφωνηθεί ή επιβληθεί ένα σχέδιο με το ρίσκο της μη λειτουργικότητας και μη βιωσιμότητας, κινδυνεύουμε να βρεθούμε ενώπιον αδιεξόδων χειρότερων αυτών που δημιούργησε ο διεθνής παράγων στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν, στο Κόσοβο ή τη Βοσνία. Εάν η Κυπριακή Δημοκρατία καταργηθεί και η διάδοχος κατάσταση είναι μη βιώσιμη, ο Ελληνισμός θα εγκαταλείψει την Κύπρο μετά από 3000 και πλέον χρόνια δυναμικής και ανθούσας παρουσίας στο νησί.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών, Επικοινωνίας και Πολιτισμού Παντείου Πανεπιστημίου
Πρόεδρος Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού
Το κυπριακό πρόβλημα, μετά από μία εξηκονταετή και πλέον παρουσία ως διεθνής σύγκρουση του 20ού και 21ου αιώνα, παραμένει άλυτο, εμφανιζόμενο μαζί με το Παλαιστινιακό ως τα παλαιότερα δυσεπίλυτα προβλήματα της σύγχρονης διεθνούς πολιτικής. Είναι γεγονός ότι πρόκειται για ένα πρόβλημα που εμφανίζει σήμερα σημεία κλιμακούμενης κοπώσεως, τόσο σε σχέση με τους άμεσα εμπλεκόμενους συμμετέχοντες, όσο και αναφορικά προς τον ευρύτερο διεθνή περίγυρο που συνδέεται με το πρόβλημα.
Το Κυπριακό τις δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70, αλλά και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80 ήταν ένα από τα ζητήματα που κυριαρχούσαν στη διεθνή πολιτική ως σύγκρουσης, την οποία ο διεθνής παράγων ήταν υποχρεωμένος, λόγω του εύφλεκτου της αντιπαράθεσης, να διευθετήσει. Εν προκειμένω το Κυπριακό το 1964, το 1967, το 1974 έφερε την Ελλάδα και την Τουρκία στο χείλος του πολέμου και στα πρόθυρα μιας ένοπλης σύρραξης, που απετράπη μετά από αμερικανική παρέμβαση.
Σήμερα, σε ένα τελείως διαφορετικό διεθνές και περιφερειακό πλαίσιο, εκδηλώνεται μια νέα πρωτοβουλία, που δείχνει να περιλαμβάνει στοιχεία διπλωματικού εξαναγκασμού από τον διεθνή παράγοντα προς τους εμπλεκόμενους, για να αποδεχθούν ένα βασικό πλαίσιο διευθέτησης του προβλήματος. Είναι προφανές πως οι Ηνωμένες Πολιτείες κατά κύριο λόγο, και το Ηνωμένο Βασίλειο δευτερευόντως, ενδιαφέρονται για τη διευθέτηση του προβλήματος της Κύπρου τώρα, κυρίως γιατί η Μέση Ανατολή είναι εξαιρετικά εύφλεκτη, οι υδρογονάνθρακες εμπλουτίζουν το συγκρουσιακό δυναμικό της περιοχής, η Άγκυρα του Ερντογάν δεν εμπνέει πια εμπιστοσύνη, η Κύπρος μπορεί να αποτελέσει για τους αμερικανούς, ιδιαιτέρως σήμερα, αυτό που ονόμαζε κάποτε ο Κίσσιγκερ «αβύθιστο αεροπλανοφόρο».
Της σημερινής πρωτοβουλίας προηγήθηκε το Σχέδιο Ανάν, το οποίο απέτυχε όχι εξαιτίας της υπεροψίας ή της αδιαλλαξίας των Ελληνοκυπρίων, όπως ένα τμήμα του διεθνούς παράγοντα θεώρησε μετά το «όχι» των Ελλήνων της Κύπρου, αλλά προπάντων γιατί η ελληνική πλειοψηφία του νησιού ήταν πεπεισμένη ότι το σχέδιο που υπεβλήθη από τον τότε Γ.Γ. του ΟΗΕ, Κόφι Ανάν, και συνετάχθη από τον Βρετανό Σερ Ντέιβιντ Χάνεϊ, δεν ήταν λειτουργικό και επομένως δεν ήταν βιώσιμο, περιείχε εν σπέρματι θεσμικές, πολιτειακές διατάξεις καθεστώτος Άπαρτχαϊντ.
Η ιστορία του Κυπριακού συνδέεται από το 1959-60 με τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, με τις απόπειρες του διεθνούς παράγοντα να δοκιμάσει πειραματικά διάφορα συνταγματικά μοντέλα εγκαθίδρυσης πολιτικών δομών κρατικού μορφώματος, τα οποία όντας πειραματικά, ουδέποτε προϋπήρξαν στην ιστορία των κρατών και των οργανωμένων κοινωνιών της ανθρωπότητας, πολύ περισσότερο του συστήματος κρατών του δυτικού κόσμου. Έτσι, ενώ η Κύπρος εδικαιούτο ως αποικιοκρατούμενη χώρα το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, τη δημοκρατική οργάνωση ενός κυρίαρχου λαού και την προστασία των οντοτήτων που υπήρχαν και υπάρχουν στο νησί, εφαρμόστηκε στο νεοσύστατο κυπριακό κράτος το θνησιγενές, όπως αποδειχθηκε, αντιδημοκρατικό μοντέλο ενός δικοινοτικού συστήματος, το οποίο επέζησε ουσιαστικά για τα 4 πρώτα χρόνια.
Το πρόβλημα της Ζυρίχης που επανέρχεται και σήμερα, δεν είναι μόνο η αντιδημοκρατική δομή του κράτους, αλλά προπάντων το δικαίωμα επέμβασης και παρέμβασης τρίτων δυνάμεων στο πολιτικό σύστημα και στην οργάνωση του κράτους, που εκδηλώνεται σε όλα τα επίπεδα, αναγνωρισμένο από τις ίδιες τις συνθήκες ίδρυσης του κράτους. Κάθε απόπειρα που έγινε στη συνέχεια για την επίλυση του Κυπριακού, από την εισβολή του Αττίλα και μετά, δεν αναζήτησε τα γενεσιουργά αίτια του προβλήματος, που συνίστανται ακριβώς στο ότι το κράτος δεν είναι δημοκρατικά οργανωμένο, αλλά στηρίζεται σε ένα δικοινοτισμό που αντικαθιστούν τον κυρίαρχο λαό, αλλά η ίδια η εισβολή μετέτρεψε τον δικοινοτισμό σε έναν διζωνισμό.
Εκείνο που είναι απαραίτητο να γίνει σήμερα, παρά το γεγονός πως το Κυπριακό δεν ανήκει στα προβλήματα πρώτης γραμμής της διεθνούς πολιτικής, δεν απασχολεί παρά μόνο ελάχιστους που αναστοχάζονται καλύτερες μέρες για την Κύπρο ή που ανησυχούν για την επιβίωση των Ελλήνων της Κύπρου σε ένα περιβάλλον ασταθές και ρευστό, είναι το να σκεφτεί κανείς ως ηγεσία του Ελληνισμού πως το Κυπριακό πρόβλημα δεν επιλύεται με τεχνικές κατασκευής κρατικών μορφωμάτων, τα οποία είναι προϊόν μιας άνισης πολιτικής διαπραγμάτευσης και ενός αναγκαστικού συμβιβασμού, αλλά μόνο εφ’ όσον προταχθούν και προβληθούν ως κόκκινη γραμμή στη διαπραγμάτευση, οι όροι και οι προϋποθέσεις οικοδόμησης ενός μοντέρνου, σύγχρονου κράτους, ομοσπονδιακού ή μη, το οποίο να πληροί τις πολιτικές και θεσμικές συνθήκες του ευρωπαϊκού πολιτικού πολιτισμού.
Αυτό σημαίνει πως η δομή του κράτους μπορεί να είναι ομοσπονδιακή, κάτι που έχει ήδη συμφωνηθεί για την προστασία όλων και των ιδιαιτεροτήτων των θρησκευτικών ομάδων που βρίσκονται στο νησί, όμως ένα λειτουργικό κράτος και προπάντων βιώσιμο, στηρίζεται σε δύο βασικές προϋποθέσεις: Πρώτον, την εσωτερική δημοκρατική δομή ενός κράτους που να είναι κράτος δικαίου, που σημαίνει προστασία ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ατομικών ελευθεριών, εφαρμογή της δημοκρατικής αρχής, δηλαδή της λαϊκής κυριαρχίας του συνόλου των πολιτών, ανεξαρτήτως φυλετικής ή θρησκευτικής καταγωγής, και φυσικά την απαλλαγή της Κύπρου από τον δεσμό της θεσμικής λειτουργίας των λεγομένων εγγυητριών δυνάμεων και το δικαίωμα επέμβασής τους στο εσωτερικό του κυπριακού κράτους.
Η ασφάλεια της Κύπρου είναι το υπέρτατο δικαίωμα που πρέπει να υπερασπιστεί ο καθένας που διαπραγματεύεται το μέλλον του νησιού. Η δημοκρατική αρχή που δεν αντιστρατεύεται την αυτονομία των πολιτειών ή κρατιδίων της ομοσπονδίας συμβάλλει στη δημιουργία συνεργειών και οικοδόμησης ενός δικτύου ενσωμάτωσης των πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας, έτσι ώστε, παράλληλα με την εθνική τους ταυτότητα, να οικοδομήσουν και την ταυτότητα της κυπριακής κοινωνίας, την οποία να υπερασπίζονται ως πατρίδα τους και να στηρίζουν ως υπόθεση ζωής των ιδίων και των παιδιών τους.
Επομένως, ανεξαρτήτως του τι επιδιώκει ο διεθνής παράγων, ο οποίος έχει τα δικά του συμφέροντα και τις δικές του πολιτικές επιλογές σε ότι αφορά την Κύπρο, εμείς ως Έλληνες, Αθήνα και Λευκωσία, πρέπει να κατανοήσουμε πως το κυπριακό πρόβλημα είναι δική μας υπόθεση και δεν επιτρέπονται πλέον άλλα λάθη, διότι, εάν συμφωνηθεί ή επιβληθεί ένα σχέδιο με το ρίσκο της μη λειτουργικότητας και μη βιωσιμότητας, κινδυνεύουμε να βρεθούμε ενώπιον αδιεξόδων χειρότερων αυτών που δημιούργησε ο διεθνής παράγων στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν, στο Κόσοβο ή τη Βοσνία. Εάν η Κυπριακή Δημοκρατία καταργηθεί και η διάδοχος κατάσταση είναι μη βιώσιμη, ο Ελληνισμός θα εγκαταλείψει την Κύπρο μετά από 3000 και πλέον χρόνια δυναμικής και ανθούσας παρουσίας στο νησί.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών, Επικοινωνίας και Πολιτισμού Παντείου Πανεπιστημίου
Πρόεδρος Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού