Ο Σαλβαδόρ Αλιέντε, ο πρώτος μαρξιστής που ανέλαβε τη
διακυβέρνηση μέσω εκλογών, από την πρώτη στιγμή βρέθηκε αντιμέτωπος με
έναν πόλεμο αποσταθεροποίησης. Ενα ανάλογο σκηνικό ζει η Βενεζουέλα.
Αλλά ο Μαδούρο δεν είναι Αλιέντε
«Οι βασικές αιτίες της κρίσης βρίσκονται αλλού. Ενας καλπάζων πληθωρισμός οφειλόμενος στις εσωτερικές οικονομικές πολιτικές. Τα ιδεολογικά κίνητρα για ένταση της ταξικής πάλης που είχε αποτέλεσμα να βαθύνει την αντίδραση της μεσαίας τάξης. Η κυβερνητική πολιτική της καταστρατήγησης της νομοθεσίας που βρίσκει “παράθυρα” για να ασκεί εξουσία. Και η συνενοχή του στη συγκέντρωση όπλων από την ακροαριστερά. Η συνταγή του συνδυασμού πληθωρισμού και σκόπιμης έξαρσης της ταξικής πόλωσης ήταν συνταγή αποτυχίας και καταστροφής.»
Της Χριστίνας Πάντζου
Θα μπορούσε να ήταν μια από τις πολλές δηλώσεις ειδημόνων που διαβάζουμε σήμερα για τους λόγους της κρίσης στη Βενεζουέλα. Αλλά είναι απόσπασμα από ανάλυση του Πολ Σίγκμουντ στο Foreign Affairs τον Ιανουάριο του 1974 για το πώς, κατά την επίσημη τότε εκδοχή, το πραξικόπημα κατά του προέδρου Αλιέντε τέσσερις μήνες πριν στη Χιλή δεν έγινε βάσει οργανωμένου σχεδίου αποσταθεροποίησης ούτε υπήρξε ξένη ανάμειξη, αλλά ήταν αποτέλεσμα των αποτυχημένων πολιτικών του.
Σαράντα χρόνια μετά υπάρχουν αναλογίες ανάμεσα στα όσα προηγήθηκαν της συνταγματικής εκτροπής στη Χιλή και όσα βιώνει σήμερα η Βενεζουέλα. Ο Σαλβαδόρ Αλιέντε, ο πρώτος μαρξιστής που ανέλαβε τη διακυβέρνηση μέσω εκλογών με στόχο τον σοσιαλισμό και τη «δημοκρατία των εργατών», από την πρώτη στιγμή βρέθηκε αντιμέτωπος με έναν πόλεμο αποσταθεροποίησης. Σε αυτόν η οικονομία ήταν ο ένας πόλος, η προπαγάνδα ο άλλος και η ενίσχυση κάθε αντιπολιτευτικής φωνής ήταν ο τρίτος ώστε να δημιουργηθεί μια κατάσταση ανησυχίας, βίας και χάους ευνοϊκού για την εκτροπή. Ο πρόεδρος Νίξον το κατέστησε σαφές όταν διέταξε «κάντε την οικονομία να φωνάξει». Οι πιστώσεις κόπηκαν, ο αποκλεισμός επιβλήθηκε αλλά όπως έδειξε η έκθεση της Επιτροπής Τσακ της αμερικανικής Γερουσίας η ροή χρήματος διοχετεύτηκε προς τα ΜΜΕ και τα κόμματα της αντιπολίτευσης ώστε να εντείνουν τις επιθέσεις τους κατά της «κυβέρνησης της απολυταρχίας».
Η αντιπολίτευση έφτιαξε ένα κοινό μέτωπο αλλά στις βουλευτικές εκλογές του Μαρτίου του 1973 δεν πήρε τα δύο τρίτα που χρειαζόταν για να καθαιρέσει συνταγματικά τον Αλιέντε. Κατήγγειλαν νοθεία και διαδήλωναν καθημερινά για τον πληθωρισμό, την ανασφάλεια και τον φόβο απέναντι στη «μαρξιστική δικτατορία» και τον «πράκτορα των Κουβανών» όσο έμποροι και επιχειρηματίες έβγαζαν τα τρόφιμα από την αγορά, γαιοκτήμονες κατέστρεφαν σοδειές και οδηγοί φορτηγών απέτρεπαν τον ανεφοδιασμό της χώρας. Η αντιπολίτευση κατέβαζε στους δρόμους τους φοιτητές του FEUC, του Καθολικού Πανεπιστημίου, ζητώντας την παραίτηση του Αλιέντε ή την επέμβαση του στρατού, οι διαδηλώσεις γίνονταν πιο βίαιες και ένοπλες ομάδες της ακροδεξιάς, όπως η «Πατρίδα και Ελευθερία» επιδίδονταν σε σαμποτάζ καταστρέφοντας γέφυρες, δρόμους, σταθμούς ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ τα μέλη του ΜΙR απαντούσαν με τα όπλα στις προκλήσεις. Τον Σεπτέμβριο ήρθε το πραξικόπημα και ο θάνατος του Αλιέντε.
Ενα ανάλογο σκηνικό ζει η Βενεζουέλα. Τον Μαδούρο και τον Τσάβες τους δαιμονοποιούν, τους κατηγορούν για δικτάτορες, για αρπαγή όλων των εξουσιών, για παραβίαση του Συντάγματος. Στη Χιλή φώναζαν εναντίον των «Κουβανών ανταρτών και των ένοπλων ομάδων». Στη Βενεζουέλα φωνάζουν για τους «Κουβανούς συμβούλους και τους ένοπλους των κολεκτίβος». Μετά τις τοπικές εκλογές του Δεκεμβρίου όπου η κυβέρνηση κέρδισε την αντιπολίτευση με 10 μονάδες, οι διαδηλώσεις με πρωτοστάτες τους φοιτητές άρχισαν επίσης να πληθαίνουν και να γίνονται όλο και πιο βίαιες.
Τα βράδια ακραίες ομάδες κουκουλοφόρων της αντιπολίτευσης στήνουν σε διάφορες γειτονιές τις «γουαρίμπες», μια τακτική του αντάρτικου πόλεων, όπως λέει το ρεπορτάζ του BBC, αποκλείοντας δρόμους και στήνοντας οδοφράγματα με δέντρα, σκουπιδοτενεκέδες, λάστιχα που παραδίδουν στην πυρά, ενώ άλλες καταστρέφουν ιατρικά κέντρα, δημόσιες υπηρεσίες, τις λαϊκές αγορές με τα διατιμημένα προϊόντα, το κρατικό δίκτυο διανομής και πυλώνες ηλεκτρικής ενέργειας, βυθίζοντας στο σκοτάδι για ώρες πολλές περιοχές και κατηγορώντας την κυβέρνηση για βία και καταστολή.
Ολα αυτά ενώ η κατάσταση της οικονομίας επιδεινώνεται συνεχώς με ελλείψεις και μεγάλο πληθωρισμό. Η κυβέρνηση τους τελευταίους μήνες έχει κατάσχει χιλιάδες τόνους τροφίμων που έμεναν στις αποθήκες οξύνοντας τις ελλείψεις στην αγορά και έχει συλλάβει περισσότερους από 100 εμπόρους που κερδοσκοπούσαν ανεβάζοντας τις τιμές έως και 1.000%. Οπως και στη Χιλή που κατηγορούσαν τον Αλιέντε για φίμωση του Τύπου, έτσι και στη Βενεζουέλα μιλούν για ανελευθερία, ενώ το 80% των ΜΜΕ είναι στα χέρια ιδιωτικών ομίλων: οι τρεις μεγαλύτερες εφημερίδες είναι αντιπολιτευτικές και συγκεντρώνουν το 90% των αναγνωστών και από τους τέσσερις μη συνδρομητικούς τηλεοπτικούς σταθμούς εθνικής εμβέλειας οι τρεις είναι της αντιπολίτευσης και συγκεντρώνουν επίσης το 90% των θεατών, σύμφωνα με την AGB.
Υπάρχει ένα modus operandi πολύ προφανές για να αγνοηθεί. Πρώτα επί μήνες κινητοποιούν οικονομικά και πολιτικά μέσα ώστε να δημιουργήσουν στον πληθυσμό μια αίσθηση φόβου, κινδύνου και ανασφάλειας επικουρούμενοι από τα ΜΜΕ, έπειτα κινητοποιούν τους οπαδούς τους στους δρόμους και οργανώνουν κύματα διαμαρτυρίας που γίνονται όλο και πιο βίαια. Κοινή στρατηγική είναι η παραπληροφόρηση, το οικονομικό σαμποτάζ, ο επιχειρηματικός πόλεμος και απόπειρες δαιμονοποίησης και απομόνωσης της κυβέρνησης. Στόχος είναι να υπάρξει η σπίθα που θα φέρει το χάος έτσι που να έρθει είτε μια κοινωνική έκρηξη είτε μια επέμβαση του στρατού.
Αλλά ο Μαδούρο δεν είναι Αλιέντε, οι προσωπικότητές τους είναι τελείως διαφορετικές. Ο Αλιέντε, ακόμη και όταν ήξερε ότι η CIA χρηματοδοτούσε συγκεκριμένα ΜΜΕ, δεν άσκησε διώξεις για να μην τροφοδοτήσει την καμπάνια περί ανελεύθερης δικτατορίας. Ούτε συνέλαβε ηγέτες της αντιπολίτευσης που ανοιχτά υπονόμευαν τους θεσμούς με τις παραστρατιωτικές τους ομάδες. Δεν κατάφερε να αποφύγει την κλιμάκωση της επίθεσης ούτε το πραξικόπημα που του στέρησε τη ζωή και βύθισε τη χώρα στον τρόμο. Η προοπτική ενός τέτοιου πραξικοπήματος στη Βενεζουέλα δεν μοιάζει πιθανή, ιδίως με μη ορατά ρήγματα στον στρατό και με νωπή ακόμη λαϊκή εντολή. Αλλά η στρατηγική της αντιπολίτευσης κι όσων στηρίζουν τα σχέδιά της για διαμόρφωση κλίματος χάους και ακυβερνησίας μπορεί να στρέψει σημαντικά στρώματα εναντίον της κυβέρνησης. Ιδίως αν δεν υπάρξουν άμεσες λύσεις στα υπαρκτά και σοβαρά προβλήματα της οικονομίας και της ασφάλειας.
http://www.efsyn.gr/?p=177182
«Οι βασικές αιτίες της κρίσης βρίσκονται αλλού. Ενας καλπάζων πληθωρισμός οφειλόμενος στις εσωτερικές οικονομικές πολιτικές. Τα ιδεολογικά κίνητρα για ένταση της ταξικής πάλης που είχε αποτέλεσμα να βαθύνει την αντίδραση της μεσαίας τάξης. Η κυβερνητική πολιτική της καταστρατήγησης της νομοθεσίας που βρίσκει “παράθυρα” για να ασκεί εξουσία. Και η συνενοχή του στη συγκέντρωση όπλων από την ακροαριστερά. Η συνταγή του συνδυασμού πληθωρισμού και σκόπιμης έξαρσης της ταξικής πόλωσης ήταν συνταγή αποτυχίας και καταστροφής.»
Της Χριστίνας Πάντζου
Θα μπορούσε να ήταν μια από τις πολλές δηλώσεις ειδημόνων που διαβάζουμε σήμερα για τους λόγους της κρίσης στη Βενεζουέλα. Αλλά είναι απόσπασμα από ανάλυση του Πολ Σίγκμουντ στο Foreign Affairs τον Ιανουάριο του 1974 για το πώς, κατά την επίσημη τότε εκδοχή, το πραξικόπημα κατά του προέδρου Αλιέντε τέσσερις μήνες πριν στη Χιλή δεν έγινε βάσει οργανωμένου σχεδίου αποσταθεροποίησης ούτε υπήρξε ξένη ανάμειξη, αλλά ήταν αποτέλεσμα των αποτυχημένων πολιτικών του.
Σαράντα χρόνια μετά υπάρχουν αναλογίες ανάμεσα στα όσα προηγήθηκαν της συνταγματικής εκτροπής στη Χιλή και όσα βιώνει σήμερα η Βενεζουέλα. Ο Σαλβαδόρ Αλιέντε, ο πρώτος μαρξιστής που ανέλαβε τη διακυβέρνηση μέσω εκλογών με στόχο τον σοσιαλισμό και τη «δημοκρατία των εργατών», από την πρώτη στιγμή βρέθηκε αντιμέτωπος με έναν πόλεμο αποσταθεροποίησης. Σε αυτόν η οικονομία ήταν ο ένας πόλος, η προπαγάνδα ο άλλος και η ενίσχυση κάθε αντιπολιτευτικής φωνής ήταν ο τρίτος ώστε να δημιουργηθεί μια κατάσταση ανησυχίας, βίας και χάους ευνοϊκού για την εκτροπή. Ο πρόεδρος Νίξον το κατέστησε σαφές όταν διέταξε «κάντε την οικονομία να φωνάξει». Οι πιστώσεις κόπηκαν, ο αποκλεισμός επιβλήθηκε αλλά όπως έδειξε η έκθεση της Επιτροπής Τσακ της αμερικανικής Γερουσίας η ροή χρήματος διοχετεύτηκε προς τα ΜΜΕ και τα κόμματα της αντιπολίτευσης ώστε να εντείνουν τις επιθέσεις τους κατά της «κυβέρνησης της απολυταρχίας».
Η αντιπολίτευση έφτιαξε ένα κοινό μέτωπο αλλά στις βουλευτικές εκλογές του Μαρτίου του 1973 δεν πήρε τα δύο τρίτα που χρειαζόταν για να καθαιρέσει συνταγματικά τον Αλιέντε. Κατήγγειλαν νοθεία και διαδήλωναν καθημερινά για τον πληθωρισμό, την ανασφάλεια και τον φόβο απέναντι στη «μαρξιστική δικτατορία» και τον «πράκτορα των Κουβανών» όσο έμποροι και επιχειρηματίες έβγαζαν τα τρόφιμα από την αγορά, γαιοκτήμονες κατέστρεφαν σοδειές και οδηγοί φορτηγών απέτρεπαν τον ανεφοδιασμό της χώρας. Η αντιπολίτευση κατέβαζε στους δρόμους τους φοιτητές του FEUC, του Καθολικού Πανεπιστημίου, ζητώντας την παραίτηση του Αλιέντε ή την επέμβαση του στρατού, οι διαδηλώσεις γίνονταν πιο βίαιες και ένοπλες ομάδες της ακροδεξιάς, όπως η «Πατρίδα και Ελευθερία» επιδίδονταν σε σαμποτάζ καταστρέφοντας γέφυρες, δρόμους, σταθμούς ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ τα μέλη του ΜΙR απαντούσαν με τα όπλα στις προκλήσεις. Τον Σεπτέμβριο ήρθε το πραξικόπημα και ο θάνατος του Αλιέντε.
Ενα ανάλογο σκηνικό ζει η Βενεζουέλα. Τον Μαδούρο και τον Τσάβες τους δαιμονοποιούν, τους κατηγορούν για δικτάτορες, για αρπαγή όλων των εξουσιών, για παραβίαση του Συντάγματος. Στη Χιλή φώναζαν εναντίον των «Κουβανών ανταρτών και των ένοπλων ομάδων». Στη Βενεζουέλα φωνάζουν για τους «Κουβανούς συμβούλους και τους ένοπλους των κολεκτίβος». Μετά τις τοπικές εκλογές του Δεκεμβρίου όπου η κυβέρνηση κέρδισε την αντιπολίτευση με 10 μονάδες, οι διαδηλώσεις με πρωτοστάτες τους φοιτητές άρχισαν επίσης να πληθαίνουν και να γίνονται όλο και πιο βίαιες.
Τα βράδια ακραίες ομάδες κουκουλοφόρων της αντιπολίτευσης στήνουν σε διάφορες γειτονιές τις «γουαρίμπες», μια τακτική του αντάρτικου πόλεων, όπως λέει το ρεπορτάζ του BBC, αποκλείοντας δρόμους και στήνοντας οδοφράγματα με δέντρα, σκουπιδοτενεκέδες, λάστιχα που παραδίδουν στην πυρά, ενώ άλλες καταστρέφουν ιατρικά κέντρα, δημόσιες υπηρεσίες, τις λαϊκές αγορές με τα διατιμημένα προϊόντα, το κρατικό δίκτυο διανομής και πυλώνες ηλεκτρικής ενέργειας, βυθίζοντας στο σκοτάδι για ώρες πολλές περιοχές και κατηγορώντας την κυβέρνηση για βία και καταστολή.
Ολα αυτά ενώ η κατάσταση της οικονομίας επιδεινώνεται συνεχώς με ελλείψεις και μεγάλο πληθωρισμό. Η κυβέρνηση τους τελευταίους μήνες έχει κατάσχει χιλιάδες τόνους τροφίμων που έμεναν στις αποθήκες οξύνοντας τις ελλείψεις στην αγορά και έχει συλλάβει περισσότερους από 100 εμπόρους που κερδοσκοπούσαν ανεβάζοντας τις τιμές έως και 1.000%. Οπως και στη Χιλή που κατηγορούσαν τον Αλιέντε για φίμωση του Τύπου, έτσι και στη Βενεζουέλα μιλούν για ανελευθερία, ενώ το 80% των ΜΜΕ είναι στα χέρια ιδιωτικών ομίλων: οι τρεις μεγαλύτερες εφημερίδες είναι αντιπολιτευτικές και συγκεντρώνουν το 90% των αναγνωστών και από τους τέσσερις μη συνδρομητικούς τηλεοπτικούς σταθμούς εθνικής εμβέλειας οι τρεις είναι της αντιπολίτευσης και συγκεντρώνουν επίσης το 90% των θεατών, σύμφωνα με την AGB.
Υπάρχει ένα modus operandi πολύ προφανές για να αγνοηθεί. Πρώτα επί μήνες κινητοποιούν οικονομικά και πολιτικά μέσα ώστε να δημιουργήσουν στον πληθυσμό μια αίσθηση φόβου, κινδύνου και ανασφάλειας επικουρούμενοι από τα ΜΜΕ, έπειτα κινητοποιούν τους οπαδούς τους στους δρόμους και οργανώνουν κύματα διαμαρτυρίας που γίνονται όλο και πιο βίαια. Κοινή στρατηγική είναι η παραπληροφόρηση, το οικονομικό σαμποτάζ, ο επιχειρηματικός πόλεμος και απόπειρες δαιμονοποίησης και απομόνωσης της κυβέρνησης. Στόχος είναι να υπάρξει η σπίθα που θα φέρει το χάος έτσι που να έρθει είτε μια κοινωνική έκρηξη είτε μια επέμβαση του στρατού.
Αλλά ο Μαδούρο δεν είναι Αλιέντε, οι προσωπικότητές τους είναι τελείως διαφορετικές. Ο Αλιέντε, ακόμη και όταν ήξερε ότι η CIA χρηματοδοτούσε συγκεκριμένα ΜΜΕ, δεν άσκησε διώξεις για να μην τροφοδοτήσει την καμπάνια περί ανελεύθερης δικτατορίας. Ούτε συνέλαβε ηγέτες της αντιπολίτευσης που ανοιχτά υπονόμευαν τους θεσμούς με τις παραστρατιωτικές τους ομάδες. Δεν κατάφερε να αποφύγει την κλιμάκωση της επίθεσης ούτε το πραξικόπημα που του στέρησε τη ζωή και βύθισε τη χώρα στον τρόμο. Η προοπτική ενός τέτοιου πραξικοπήματος στη Βενεζουέλα δεν μοιάζει πιθανή, ιδίως με μη ορατά ρήγματα στον στρατό και με νωπή ακόμη λαϊκή εντολή. Αλλά η στρατηγική της αντιπολίτευσης κι όσων στηρίζουν τα σχέδιά της για διαμόρφωση κλίματος χάους και ακυβερνησίας μπορεί να στρέψει σημαντικά στρώματα εναντίον της κυβέρνησης. Ιδίως αν δεν υπάρξουν άμεσες λύσεις στα υπαρκτά και σοβαρά προβλήματα της οικονομίας και της ασφάλειας.
http://www.efsyn.gr/?p=177182