Για τη
σύναξη των ισχυρών στο Νταβός, η εξαγγελθείσα “στροφή” (pivot) του
ενδιαφέροντος των ΗΠΑ στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού μοιάζει σαν να έχει
ήδη συντελεστεί. Όμως σε αντίθεση με την αισιοδοξία που επικρατούσε
μεταξύ των συμμετεχόντων στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ σχετικά με την
οικονομία, οι γεωπολιτικές εξελίξεις εμπνέουν πολύ περισσότερη αμηχανία.
Η “επίθεση γοητείας” του Hassan Rowhani προς το διεθνές ακροατήριο, και
δη το επενδυτικό (στην πρώτη εμφάνιση Ιρανού προέδρου στο Νταβός μετά
από αυτήν του Mohammad Hatami προ δεκαετίας) συγκέντρωσε όλα τα
βλέμματα, υποδεικνύοντας τη δυνατότητα να γεφυρωθούν ρήγματα που μένουν
ανοικτά στη Δυτική Ασία εδώ και τριάντα χρόνια. Αντίστοιχα, η απονομή
του βραβείου του “πνεύματος του Davos” στον 90χρονο ισραηλινό πρόεδρο
Shimon Peres (τελευταίο επιζώντα της γενιάς των ιδρυτών του εβραϊκού
κράτους) έμοιαζε με τέλος μιας εποχής κατά την οποία το Ισραήλ
αναδείκνυε φιγούρες ικανές να πρωταγωνιστήσουν στην διεθνή σκηνή. Το ότι
ο Peres δεν έχασε την ευκαιρία να τονίσει ότι η χώρα του και το Ιράν
δεν είναι “ιστορικοί εχθροί” θα πρέπει να θεωρηθεί ενδεικτικό των
ευρύτερων ανακατατάξεων που συντελούνται στην περιοχή.
Αντίθετα, η δυσοίωνη αποστροφή του Ιάπωνα πρωθυπουργού Shinzo Abe ότι η χώρα του και η Κίνα μοιάζουν με την Βρετανία και τη Γερμανία στις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και η οργισμένη απάντηση του Κινέζου υπουργού Εξωτερικών Wang Yi ότι “οι Ιάπωνες ηγέτες αρέσκονται στο ξαναγράψιμο της ιστορίας, αλλά ο κινεζικός λαός δεν ξεχνά” απέδειξε ότι στην Άπω Ανατολή δεν έχει μεταφερθεί μόνο το επίκεντρο της παγκόσμιας παραγωγικής δραστηριότητας, αλλά και του κινδύνου ανεξέλεγκτων εντάσεων, παρά την οικονομική αλληλεξάρτηση.
Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ John Kerry, πάλι, αφιέρωσε τα 37 λεπτά της ομιλίας του στο Νταβός, προκειμένου να αποκρούσει την εντύπωση ότι η υπερατλαντική υπερδύναμη “αναδιπλώνεται” και αποτραβιέται από τις διεθνείς της εμπλοκές. “Τίποτε δεν απέχει περισσότερο από την πραγματικότητα” επέμεινε ο επικεφαλής του State Department, απαριθμώντας τα διπλωματικά μέτωπα στα οποία η Ουάσιγκτον έχει στην παρούσα φάση δεσμευθεί: συριακή κρίση, ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση, αλλά και εκεχειρία στο Νότιο Σουδάν, συνεργασία με την Κίνα για το ζήτημα της Β. Κορέας κ.ο.κ.
Η “λανθασμένη αντίληψη” ότι η Αμερική αναδιπλώνεται βασίζεται “στην απλουστευτική παραδοχή ότι το μόνο εργαλείο άσκησης επιρροής είναι οι ένοπλες δυνάμεις μας και ότι αν δεν έχουμε μαζική στρατιωτική παρουσία κάπου ή δεν εξαπολύουμε άμεση απειλή χρήσης βίας, έχουμε εγκαταλείψει το γήπεδο” τόνισε ο Kerry – εικονογραφώντας έτσι το παράδοξο ότι ο ρόλος του “παγκόσμιου χωροφύλακα” είναι κάτι το οποίο εντέλει απαιτεί από τις ΗΠΑ το κοινό της διεθνούς ελίτ.
Όμως και μόνο το γεγονός ότι ο Αμερικανός υπουργός Εσωτερικών αισθάνεται την ανάγκη να διαψεύσει τα περί υποχώρησης της αμερικανικής αποφασιστικότητας, σημαίνει ότι ήδη στη συνείδηση του “πλήθους του Νταβός” η αντίθετη πεποίθηση έχει σχεδόν εμπεδωθεί. Η αφορμή είναι προφανής: η υπαναχώρηση τον Σεπτέμβριο από την επιλογή των στρατιωτικών πληγμάτων στη Συρία, η συνεννόηση με τη Μόσχα για μία πολιτική λύση στην συριακή κρίση (χωρίς κατάλυση του καθεστώτος της Δαμασκού), η ενδιάμεση συμφωνία των μεγάλων δυνάμεων με το Ιράν έχουν αφήσει μια σειρά συμμάχων των ΗΠΑ (Γαλλία, Ισραήλ, Σαουδική Αραβία) σε κατάσταση μετεωρισμού.
Εξ ου και το Eurasia Group σε έκθεσή του κατονομάζει τις “προβληματικές συμμαχίες των ΗΠΑ” ως το πρώτο από τα δέκα μεγαλύτερα ρίσκα στη διεθνή σκηνή. Μολονότι, τονίζει η έκθεση, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της υπερατλαντικής υπερδύναμης στους τομείς της οικονομικής ανάκαμψης, της τεχνολογικής καινοτομίας, της υγιούς δημογραφίας, της κοινωνικής σταθερότητας και της στρατιωτικής ισχύος, η υποχώρηση στην διεθνοπολιτική παρουσία της Αμερικής είναι εμφανής. Εν μέρει αυτό οφείλεται σε λόγους δομικούς, όπως η ανάδυση νέων παικτών,όπως η Γερμανία ή οι αναδυόμενες χώρες Brics, περισσότερο πρόθυμων να αμφισβητήσουν όψεις των αμερικανικών επιλογών.
Όμως στο εσωτερικό, η κόπωση του πληθυσμού από τις στρατιωτικές περιπέτειες, η αποδυνάμωση της μεσαίας τάξης λόγω της έντασης των ανισοτήτων, καθώς και γκάφες όπως ο χειρισμός της συριακής κρίσης, της υπόθεσης Snowden, των διαπραγματεύσεων με το Κογκρέσο για τα δημοσιονομικά ή της μεταρρύθμισης της περίθαλψης περιορίζουν την όρεξη για μια φιλόδοξη εξωτερική πολιτική και συνολικά για την δαπάνη πολιτικού, στρατιωτικού ή οικονομικού κεφαλαίου των ΗΠΑ.
Κατά το Eurasia Group, χώρες όπως το Ισραήλ, η Βρετανία, η Ιαπωνία ή το Μεξικό δεν έχουν άλλες επιλογές από τη συνέχιση της πρόσδεσής τους στη Ουάσιγκτον. Όμως για μια σειρά εταίρων “δεύτερης διαλογής”, όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Σαουδικη΄Αραβία, η Ρωσία, η Κίνα, η Τουρκία, η Νότιος Κορέα, η Βραζιλία και η Ινδονησία, η πλήρης ταύτιση με τη Ουάσιγκτον αρχίζει και φαντάζει άφρων.
Το αποτέλεσμα αναμένεται να είναι η διαφοροποίηση των στρατιωτικών εξοπλισμών τους, προς όφελος προμηθευτών εκτός ΝΑΤΟ, η θέσπιση αυστηρότερου ρυθμιστικού πλαισίου για τις εταιρείες που πιθανολογείται ότι μοιράζονται τα δεδομένα τους με την NSA, ο κατακερματισμός των διεθνών προδιαγραφών, καθώς οι ΗΠΑ δεν θα αντιμετωπίζονται πλέον ως ο “οδηγός” της παγκόσμιας αγοράς και, τέλος, η αποδυνάμωση των “συμμαχιών των προθύμων” με χαρακτήρα είτα “τιμωρητικό” είτε “συνεργατικό” (π.χ. Τrans-Pacific Partnership, Transatlantic Trade and Investment Partnership). Αντίθετα, οι διμερείς εμπορικές και άλλες συμφωνίες, όλο και πιο συχνά με την Κίνα, θα κυριαρχούν στην ημερήσια διάταξη.
http://www.capital.gr/NewsTheme.asp?id=1946432
Αντίθετα, η δυσοίωνη αποστροφή του Ιάπωνα πρωθυπουργού Shinzo Abe ότι η χώρα του και η Κίνα μοιάζουν με την Βρετανία και τη Γερμανία στις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και η οργισμένη απάντηση του Κινέζου υπουργού Εξωτερικών Wang Yi ότι “οι Ιάπωνες ηγέτες αρέσκονται στο ξαναγράψιμο της ιστορίας, αλλά ο κινεζικός λαός δεν ξεχνά” απέδειξε ότι στην Άπω Ανατολή δεν έχει μεταφερθεί μόνο το επίκεντρο της παγκόσμιας παραγωγικής δραστηριότητας, αλλά και του κινδύνου ανεξέλεγκτων εντάσεων, παρά την οικονομική αλληλεξάρτηση.
Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ John Kerry, πάλι, αφιέρωσε τα 37 λεπτά της ομιλίας του στο Νταβός, προκειμένου να αποκρούσει την εντύπωση ότι η υπερατλαντική υπερδύναμη “αναδιπλώνεται” και αποτραβιέται από τις διεθνείς της εμπλοκές. “Τίποτε δεν απέχει περισσότερο από την πραγματικότητα” επέμεινε ο επικεφαλής του State Department, απαριθμώντας τα διπλωματικά μέτωπα στα οποία η Ουάσιγκτον έχει στην παρούσα φάση δεσμευθεί: συριακή κρίση, ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση, αλλά και εκεχειρία στο Νότιο Σουδάν, συνεργασία με την Κίνα για το ζήτημα της Β. Κορέας κ.ο.κ.
Η “λανθασμένη αντίληψη” ότι η Αμερική αναδιπλώνεται βασίζεται “στην απλουστευτική παραδοχή ότι το μόνο εργαλείο άσκησης επιρροής είναι οι ένοπλες δυνάμεις μας και ότι αν δεν έχουμε μαζική στρατιωτική παρουσία κάπου ή δεν εξαπολύουμε άμεση απειλή χρήσης βίας, έχουμε εγκαταλείψει το γήπεδο” τόνισε ο Kerry – εικονογραφώντας έτσι το παράδοξο ότι ο ρόλος του “παγκόσμιου χωροφύλακα” είναι κάτι το οποίο εντέλει απαιτεί από τις ΗΠΑ το κοινό της διεθνούς ελίτ.
Όμως και μόνο το γεγονός ότι ο Αμερικανός υπουργός Εσωτερικών αισθάνεται την ανάγκη να διαψεύσει τα περί υποχώρησης της αμερικανικής αποφασιστικότητας, σημαίνει ότι ήδη στη συνείδηση του “πλήθους του Νταβός” η αντίθετη πεποίθηση έχει σχεδόν εμπεδωθεί. Η αφορμή είναι προφανής: η υπαναχώρηση τον Σεπτέμβριο από την επιλογή των στρατιωτικών πληγμάτων στη Συρία, η συνεννόηση με τη Μόσχα για μία πολιτική λύση στην συριακή κρίση (χωρίς κατάλυση του καθεστώτος της Δαμασκού), η ενδιάμεση συμφωνία των μεγάλων δυνάμεων με το Ιράν έχουν αφήσει μια σειρά συμμάχων των ΗΠΑ (Γαλλία, Ισραήλ, Σαουδική Αραβία) σε κατάσταση μετεωρισμού.
Εξ ου και το Eurasia Group σε έκθεσή του κατονομάζει τις “προβληματικές συμμαχίες των ΗΠΑ” ως το πρώτο από τα δέκα μεγαλύτερα ρίσκα στη διεθνή σκηνή. Μολονότι, τονίζει η έκθεση, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της υπερατλαντικής υπερδύναμης στους τομείς της οικονομικής ανάκαμψης, της τεχνολογικής καινοτομίας, της υγιούς δημογραφίας, της κοινωνικής σταθερότητας και της στρατιωτικής ισχύος, η υποχώρηση στην διεθνοπολιτική παρουσία της Αμερικής είναι εμφανής. Εν μέρει αυτό οφείλεται σε λόγους δομικούς, όπως η ανάδυση νέων παικτών,όπως η Γερμανία ή οι αναδυόμενες χώρες Brics, περισσότερο πρόθυμων να αμφισβητήσουν όψεις των αμερικανικών επιλογών.
Όμως στο εσωτερικό, η κόπωση του πληθυσμού από τις στρατιωτικές περιπέτειες, η αποδυνάμωση της μεσαίας τάξης λόγω της έντασης των ανισοτήτων, καθώς και γκάφες όπως ο χειρισμός της συριακής κρίσης, της υπόθεσης Snowden, των διαπραγματεύσεων με το Κογκρέσο για τα δημοσιονομικά ή της μεταρρύθμισης της περίθαλψης περιορίζουν την όρεξη για μια φιλόδοξη εξωτερική πολιτική και συνολικά για την δαπάνη πολιτικού, στρατιωτικού ή οικονομικού κεφαλαίου των ΗΠΑ.
Κατά το Eurasia Group, χώρες όπως το Ισραήλ, η Βρετανία, η Ιαπωνία ή το Μεξικό δεν έχουν άλλες επιλογές από τη συνέχιση της πρόσδεσής τους στη Ουάσιγκτον. Όμως για μια σειρά εταίρων “δεύτερης διαλογής”, όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Σαουδικη΄Αραβία, η Ρωσία, η Κίνα, η Τουρκία, η Νότιος Κορέα, η Βραζιλία και η Ινδονησία, η πλήρης ταύτιση με τη Ουάσιγκτον αρχίζει και φαντάζει άφρων.
Το αποτέλεσμα αναμένεται να είναι η διαφοροποίηση των στρατιωτικών εξοπλισμών τους, προς όφελος προμηθευτών εκτός ΝΑΤΟ, η θέσπιση αυστηρότερου ρυθμιστικού πλαισίου για τις εταιρείες που πιθανολογείται ότι μοιράζονται τα δεδομένα τους με την NSA, ο κατακερματισμός των διεθνών προδιαγραφών, καθώς οι ΗΠΑ δεν θα αντιμετωπίζονται πλέον ως ο “οδηγός” της παγκόσμιας αγοράς και, τέλος, η αποδυνάμωση των “συμμαχιών των προθύμων” με χαρακτήρα είτα “τιμωρητικό” είτε “συνεργατικό” (π.χ. Τrans-Pacific Partnership, Transatlantic Trade and Investment Partnership). Αντίθετα, οι διμερείς εμπορικές και άλλες συμφωνίες, όλο και πιο συχνά με την Κίνα, θα κυριαρχούν στην ημερήσια διάταξη.
http://www.capital.gr/NewsTheme.asp?id=1946432