Οι σχέσεις μεταξύ κράτους και
αγοράς, μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, είναι ένα ιδεολογικά και
πολιτικά φορτισμένο πάντα επίκαιρο ζήτημα.Μεταπολεμικά, για τρεις δεκαετίες, η άνοδος των πολιτικών και
κοινωνικών κινημάτων σοσιαλιστικών αποχρώσεων είχε οδηγήσει τις χώρες
της Ευρώπης, τουλάχιστον, σε μια πολιτική και κοινωνική ισορροπία, όπου
το κράτος είχε κρίσιμη σημασία, καθώς είχε κυριαρχήσει σε πολλούς
τομείς. Ο δημόσιος τομέας, άλλοτε σε συνεργασία, άλλοτε σε αντιπαράθεση
και ανταγωνισμό με τον ιδιωτικό, πέρα από την εκπαίδευση, την υγεία, την
κοινωνική πρόνοια κ.ά., είχε εξαιρετικά σημαντικό ρόλο ακόμη και σε
καθαρά παραγωγικούς τομείς.
Παράλληλα, με τη δημοσιονομική πολιτική (δαπάνες και έσοδα), το κράτος στο δυτικό κόσμο είχε φθάσει να ελέγχει περισσότερο από το μισό παραγόμενο ετησίως προϊόν και, συνεπώς, να έχει πρωτεύοντα αναπτυξιακό και αναδιανεμητικό ρόλο στην οικονομία και στην κοινωνία. Η έννοια της «μικτής οικονομίας» (ούτε οικονομία της αγοράς ούτε οικονομία κρατικού σχεδιασμού) είχε κυριαρχήσει. Το κράτος είχε αναλάβει πολλαπλούς ρόλους στο πλαίσιο του ονομαζόμενου κράτους πρόνοιας.
Από τις αρχές της δεκαετίας του '70, η μεγάλη οικονομική κρίση του '73 με πυρήνα την άνοδο του κόστους του πετρελαίου, προκάλεσε σημαντικές αλλαγές σ' αυτό το «μοντέλο» της μικτής οικονομίας. Η μείωση των μισθών και των κερδών, λόγω της αύξησης του κόστους, που προκλήθηκε από την απότομη άνοδο της τιμής της ενέργειας, προκάλεσε μείωση των δημοσίων εσόδων (και συνεπώς αύξηση των ελλειμμάτων) και οδήγησε σταδιακά στην απεμπλοκή του κράτους από πολλούς τομείς. Ταυτόχρονα, η αναποτελεσματικότητα και η υποτιθέμενη ή πραγματική διαφθορά της δημόσιας διαχείρισης σε εποχή κρίσης, πίεζαν προς την κατεύθυνση διεύρυνσης του ιδιωτικού τομέα, τουλάχιστον σε όλους τους καθαρά παραγωγικούς κλάδους (τράπεζες, ασφάλειες, βιομηχανία κ.λπ.).
Οι φιλελεύθερες ιδέες άρχισαν να κυριαρχούν από τις αρχές της δεκαετίας του '80 πρώτα στη Βρετανία (Θάτσερ) και στη συνέχεια στις ΗΠΑ (Ρίγκαν) και στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο. Οι «υπερβολές του κρατισμού» με την υψηλή φορολογία για τη χρηματοδότηση «μη παραγωγικών» κοινωνικών δημόσιων δαπανών και με τις ρυθμίσεις υπέρ των μισθωτών, άρχισαν να υποχωρούν προκειμένου να «απελευθερωθεί» ο ιδιωτικός τομέας και να γίνει περισσότερο παραγωγικός και κερδοφόρος.
Αρχισαν να κυριαρχούν τα, φιλελεύθερης έμπνευσης, «οικονομικά της προσφοράς», με έμφαση στη διευκόλυνση των ιδιωτικών επιχειρήσεων να παράγουν (προσφέρουν) διεθνώς ανταγωνιστικά προϊόντα, ώστε να γίνεται καλύτερη κατανομή των πόρων μέσα σε μια απελευθερωμένη από εθνικούς περιορισμούς παγκόσμια αγορά. Τα, κεϊνσιανής έμπνευσης, «οικονομικά της ζήτησης» με έμφαση στην αύξηση της ζήτησης (δημόσιας και ιδιωτικής) προκειμένου να εξασφαλίζεται η οικονομική ανάπτυξη και η πλήρης απασχόληση, υποχώρησαν, καθώς θεωρήθηκε ότι περιορίζουν τον ιδιωτικό τομέα με την υπερβολική φορολογία και τις υπερβολικές ρυθμίσεις.
Μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, από τις αρχές της δεκαετίας του '90 η διάχυση των νεοφιλελεύθερων ιδεών διευκολύνθηκε. Στη δεκαετία του 2000, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές ιδέες κυριάρχησαν παντού, διείσδυσαν ακόμη και στην πολιτική των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, σ' όλες, σχεδόν, τις χώρες του δυτικού κόσμου και θεωρούνται από πολλούς υπεύθυνες για τη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων. Σήμερα, παρά τη βαθιά οικονομική κρίση, οι νεοφιλελεύθερες ιδέες κυριαρχούν στην Ευρώπη, αλλά βρίσκονται σε υποχώρηση στις ΗΠΑ, καθώς η εκλογή Ομπάμα δημιούργησε ρήγμα στην κυριαρχία των «οικονομικών της προσφοράς» και αναζωογόνησε τις κεϊνσιανής προέλευσης ιδέες.
Η «διαμάχη» για την έκταση του κράτους ή της αγοράς, του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα, συνεχίζεται ανάλογα με το συσχετισμό των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Προφανώς, δεν υπάρχει επιστημονική απάντησ
η. Το ζήτημα είναι εξόχως πολιτικό, χάνει όμως, συχνά, τη μεγάλη σημασία του στις λιγότερο αναπτυγμένες και κυρίως στις αναδυόμενες χώρες του κόσμου, όπου η διαπλοκή και η διαφθορά στις σχέσεις μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα φαίνεται να ενδιαφέρει περισσότερο από το σχετικό μέγεθος και την αποτελεσματικότητα των δύο τομέων.
Παράλληλα, με τη δημοσιονομική πολιτική (δαπάνες και έσοδα), το κράτος στο δυτικό κόσμο είχε φθάσει να ελέγχει περισσότερο από το μισό παραγόμενο ετησίως προϊόν και, συνεπώς, να έχει πρωτεύοντα αναπτυξιακό και αναδιανεμητικό ρόλο στην οικονομία και στην κοινωνία. Η έννοια της «μικτής οικονομίας» (ούτε οικονομία της αγοράς ούτε οικονομία κρατικού σχεδιασμού) είχε κυριαρχήσει. Το κράτος είχε αναλάβει πολλαπλούς ρόλους στο πλαίσιο του ονομαζόμενου κράτους πρόνοιας.
Από τις αρχές της δεκαετίας του '70, η μεγάλη οικονομική κρίση του '73 με πυρήνα την άνοδο του κόστους του πετρελαίου, προκάλεσε σημαντικές αλλαγές σ' αυτό το «μοντέλο» της μικτής οικονομίας. Η μείωση των μισθών και των κερδών, λόγω της αύξησης του κόστους, που προκλήθηκε από την απότομη άνοδο της τιμής της ενέργειας, προκάλεσε μείωση των δημοσίων εσόδων (και συνεπώς αύξηση των ελλειμμάτων) και οδήγησε σταδιακά στην απεμπλοκή του κράτους από πολλούς τομείς. Ταυτόχρονα, η αναποτελεσματικότητα και η υποτιθέμενη ή πραγματική διαφθορά της δημόσιας διαχείρισης σε εποχή κρίσης, πίεζαν προς την κατεύθυνση διεύρυνσης του ιδιωτικού τομέα, τουλάχιστον σε όλους τους καθαρά παραγωγικούς κλάδους (τράπεζες, ασφάλειες, βιομηχανία κ.λπ.).
Οι φιλελεύθερες ιδέες άρχισαν να κυριαρχούν από τις αρχές της δεκαετίας του '80 πρώτα στη Βρετανία (Θάτσερ) και στη συνέχεια στις ΗΠΑ (Ρίγκαν) και στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο. Οι «υπερβολές του κρατισμού» με την υψηλή φορολογία για τη χρηματοδότηση «μη παραγωγικών» κοινωνικών δημόσιων δαπανών και με τις ρυθμίσεις υπέρ των μισθωτών, άρχισαν να υποχωρούν προκειμένου να «απελευθερωθεί» ο ιδιωτικός τομέας και να γίνει περισσότερο παραγωγικός και κερδοφόρος.
Αρχισαν να κυριαρχούν τα, φιλελεύθερης έμπνευσης, «οικονομικά της προσφοράς», με έμφαση στη διευκόλυνση των ιδιωτικών επιχειρήσεων να παράγουν (προσφέρουν) διεθνώς ανταγωνιστικά προϊόντα, ώστε να γίνεται καλύτερη κατανομή των πόρων μέσα σε μια απελευθερωμένη από εθνικούς περιορισμούς παγκόσμια αγορά. Τα, κεϊνσιανής έμπνευσης, «οικονομικά της ζήτησης» με έμφαση στην αύξηση της ζήτησης (δημόσιας και ιδιωτικής) προκειμένου να εξασφαλίζεται η οικονομική ανάπτυξη και η πλήρης απασχόληση, υποχώρησαν, καθώς θεωρήθηκε ότι περιορίζουν τον ιδιωτικό τομέα με την υπερβολική φορολογία και τις υπερβολικές ρυθμίσεις.
Μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, από τις αρχές της δεκαετίας του '90 η διάχυση των νεοφιλελεύθερων ιδεών διευκολύνθηκε. Στη δεκαετία του 2000, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές ιδέες κυριάρχησαν παντού, διείσδυσαν ακόμη και στην πολιτική των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, σ' όλες, σχεδόν, τις χώρες του δυτικού κόσμου και θεωρούνται από πολλούς υπεύθυνες για τη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων. Σήμερα, παρά τη βαθιά οικονομική κρίση, οι νεοφιλελεύθερες ιδέες κυριαρχούν στην Ευρώπη, αλλά βρίσκονται σε υποχώρηση στις ΗΠΑ, καθώς η εκλογή Ομπάμα δημιούργησε ρήγμα στην κυριαρχία των «οικονομικών της προσφοράς» και αναζωογόνησε τις κεϊνσιανής προέλευσης ιδέες.
Η «διαμάχη» για την έκταση του κράτους ή της αγοράς, του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα, συνεχίζεται ανάλογα με το συσχετισμό των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Προφανώς, δεν υπάρχει επιστημονική απάντησ
η. Το ζήτημα είναι εξόχως πολιτικό, χάνει όμως, συχνά, τη μεγάλη σημασία του στις λιγότερο αναπτυγμένες και κυρίως στις αναδυόμενες χώρες του κόσμου, όπου η διαπλοκή και η διαφθορά στις σχέσεις μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα φαίνεται να ενδιαφέρει περισσότερο από το σχετικό μέγεθος και την αποτελεσματικότητα των δύο τομέων.