Νιώθω ότι ζούμε σε έναν ατελείωτο και αδυσώπητο συλλογικό
αναχρονισμό. Λες και ένας ολόκληρος λαός τρέχει, προσπαθώντας να ξεφύγει
από αυτοτροφοδοτούμενα δεδομένα, σε έναν kubrickian διάδρομο δίχως
εξόδους. Σε μια διαρκή αναψηλάφηση του παρελθόντος μας, λες και δεν
υφίσταται το τώρα.Σε κοινωνικές συναθροίσεις βρίσκομαι διαρκώς εμπρός σε σουρεαλιστικού
τύπου συζητήσεις του τύπου «Γιατί δολοφονήθηκε ο Ιωάννης
Καποδίστριας;». Μιλώ με φίλους που έχουν κολλημένο το νοητικό χρονολόγιό
τους στα Δεκεμβριανά και στον Εμφύλιο. Προσπαθούμε όλοι μας να βρούμε
μια απάντηση στα αδυσώπητα «γιατί» τού σήμερα, κοιτάζοντας μέσα στο
πηγάδι του χρόνου. Λες και έχουμε την πολυτέλεια στο ταξίδι του χρόνου,
δίχως τις συνέπειες από το φαινόμενο της Πεταλούδας.
Λες και, αν συζητήσουμε για τη δολοφονία του Καποδίστρια, θα τον σώσουμε έξω από τον Αγιο Σπυρίδωνα στο Ναύπλιο. Λες και δεν έχουμε να επιλύσουμε ζωτικά ζητήματα του παρόντος, που κρατούν αυτήν εδώ την πατρίδα στο βάθος του σπηλαίου με ευθύνη αποκλειστικά δική μας και κανενός άλλου. Καταφεύγουμε στον αναχρονισμό δηλώνοντας υποσυνείδητα ηττημένοι από το παρόν, δίχως όμως να έχουμε καν προσπαθήσει να υπερβούμε τα εμπόδια που μας κρατούν εγκλωβισμένους σε αυτοχριζόμενους μονόδρομους.
Η συμβίωσή μου με μια εξαιρετική ψυχολόγο, τη Λένα, με έχει κάνει να μπορώ να υπερβαίνω το απρόσωπο της θεωρίας, όταν πρόκειται για τον άνθρωπο, και να κοιτάζω στα μάτια τον άλλο. Τι βλέπω; Μια κοινωνία που περνά μέσα από τις στενωπούς μιας συλλογικής κατάθλιψης και που για λόγους που έχουν να κάνουν με την έντονη σύνδεσή μας με το μεταφυσικό μιας ανατολίτικης ανάλυσης περί «μοίρας» μάς κρατά με το κεφάλι καρφωμένο στο πάτωμα να μετρούμε τις ημέρες αντίστροφα. Ηττημένοι από έναν «πόλεμο» που δεν δώσαμε ποτέ, έχουμε αποδεχτεί ότι δεν υφίσταται η δυνατότητα να ανατρέψουμε δημιουργικά το σκοτεινό αύριο με την ενεργό συμμετοχή μας σε ένα πολύπλοκο σήμερα, αλλά μόνο να ξορκίσουμε τα φαντάσματα του παρελθόντος με ανούσιες συζητήσεις περί του ιστορικού γίγνεσθαι, δίχως καν να ακολουθούμε το αυστηρά μεθοδολογικό πλαίσιο που ορίζει η ιστορική μούσα.
Δεν ζούμε το σήμερα, επιδιώκοντας να δραπετεύσουμε από το αύριο κρυφοκοιτάζοντας από την κλειδαρότρυπα της Ιστορίας· συνειδητοί ριψάσπιδες, ρουφώντας τη δόξα των προγόνων μας, εθισμένοι στην αποχή και την παθητικότητα. Ιδανικοί ιδιώτες, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, περνώντας τις ημέρες μας βλέποντας τα τρένα να περνούν, όπως θα έλεγε ο Γιάννης Αγγελάκας. Δεν ζούμε το σήμερα ούτε παλεύουμε με τους πραγματικούς γίγαντες του μέλλοντος, επιλέγοντας τους ανεμόμυλους του χθες, γιατί είναι προφανές ότι πιαστήκαμε εξαπίνης στον κυκεώνα της κρίσης, περιμένοντας απλώς την εμφάνιση του από μηχανής θεού. Στο μεσοδιάστημα φιλοσοφούμε με νωθρότητα στους μεταμοντέρνους καφενέδες του «4,80 ευρώ το καπουτσίνο» εν τω μέσω κρίσης και με παύσεις αποστασιοποιημένου σουσουδισμού του τύπου «πεινά ο κόσμος».
Τρέχει η ζωή δίχως εμάς, με μοναδική πλέον μονάδα μέτρησης την επόμενη φορολογική δήλωση και με μεσοδιαστήματα τον ΦΑΠ, το ΕΕΤΗΔΕ... Αρκτικόλεξα μιας ζωής που χάνεται με περισσή ευκολία, ξεχνώντας ότι δεύτερες ευκαιρίες δεν υπάρχουν. Ο,τι ζήσαμε και ό,τι ζούμε είναι αυτό. Είναι το τώρα. Δεύτερη ζωή δεν έχει, που λέει ο αειθαλής Ελύτης. Γι' αυτό ας ζήσουμε ξανά το σήμερα. Να δημιουργήσουμε ξανά με τα χέρια μας και τη διάνοιά μας το αύριο. Αξιοι μεταξύ Ισων. Κι αν στο τέλος της ημέρας είναι να «χαθούμε», ας γίνει όχι με το χέρι απλωμένο για οίκτο, αλλά όπως αξίζει σε αυτή τη ράτσα που ρίζωσε για αιώνες στα βράχια του Αιγαίου, στα βουνά της Μακεδονίας και της Ηπείρου, στα δειλινά των Επτανήσων, στις πεδιάδες του Μοριά, στους βρυχηθμούς της Κρήτης· καμακώνοντας το Θεριό με το καμάκι του Ηλιου, που θα συμβούλευε και ο Ρίτσος από τις πολεμίστρες της Μονεμβασιάς.
Σπύρος Ν. Λίτσας
Λες και, αν συζητήσουμε για τη δολοφονία του Καποδίστρια, θα τον σώσουμε έξω από τον Αγιο Σπυρίδωνα στο Ναύπλιο. Λες και δεν έχουμε να επιλύσουμε ζωτικά ζητήματα του παρόντος, που κρατούν αυτήν εδώ την πατρίδα στο βάθος του σπηλαίου με ευθύνη αποκλειστικά δική μας και κανενός άλλου. Καταφεύγουμε στον αναχρονισμό δηλώνοντας υποσυνείδητα ηττημένοι από το παρόν, δίχως όμως να έχουμε καν προσπαθήσει να υπερβούμε τα εμπόδια που μας κρατούν εγκλωβισμένους σε αυτοχριζόμενους μονόδρομους.
Η συμβίωσή μου με μια εξαιρετική ψυχολόγο, τη Λένα, με έχει κάνει να μπορώ να υπερβαίνω το απρόσωπο της θεωρίας, όταν πρόκειται για τον άνθρωπο, και να κοιτάζω στα μάτια τον άλλο. Τι βλέπω; Μια κοινωνία που περνά μέσα από τις στενωπούς μιας συλλογικής κατάθλιψης και που για λόγους που έχουν να κάνουν με την έντονη σύνδεσή μας με το μεταφυσικό μιας ανατολίτικης ανάλυσης περί «μοίρας» μάς κρατά με το κεφάλι καρφωμένο στο πάτωμα να μετρούμε τις ημέρες αντίστροφα. Ηττημένοι από έναν «πόλεμο» που δεν δώσαμε ποτέ, έχουμε αποδεχτεί ότι δεν υφίσταται η δυνατότητα να ανατρέψουμε δημιουργικά το σκοτεινό αύριο με την ενεργό συμμετοχή μας σε ένα πολύπλοκο σήμερα, αλλά μόνο να ξορκίσουμε τα φαντάσματα του παρελθόντος με ανούσιες συζητήσεις περί του ιστορικού γίγνεσθαι, δίχως καν να ακολουθούμε το αυστηρά μεθοδολογικό πλαίσιο που ορίζει η ιστορική μούσα.
Δεν ζούμε το σήμερα, επιδιώκοντας να δραπετεύσουμε από το αύριο κρυφοκοιτάζοντας από την κλειδαρότρυπα της Ιστορίας· συνειδητοί ριψάσπιδες, ρουφώντας τη δόξα των προγόνων μας, εθισμένοι στην αποχή και την παθητικότητα. Ιδανικοί ιδιώτες, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, περνώντας τις ημέρες μας βλέποντας τα τρένα να περνούν, όπως θα έλεγε ο Γιάννης Αγγελάκας. Δεν ζούμε το σήμερα ούτε παλεύουμε με τους πραγματικούς γίγαντες του μέλλοντος, επιλέγοντας τους ανεμόμυλους του χθες, γιατί είναι προφανές ότι πιαστήκαμε εξαπίνης στον κυκεώνα της κρίσης, περιμένοντας απλώς την εμφάνιση του από μηχανής θεού. Στο μεσοδιάστημα φιλοσοφούμε με νωθρότητα στους μεταμοντέρνους καφενέδες του «4,80 ευρώ το καπουτσίνο» εν τω μέσω κρίσης και με παύσεις αποστασιοποιημένου σουσουδισμού του τύπου «πεινά ο κόσμος».
Τρέχει η ζωή δίχως εμάς, με μοναδική πλέον μονάδα μέτρησης την επόμενη φορολογική δήλωση και με μεσοδιαστήματα τον ΦΑΠ, το ΕΕΤΗΔΕ... Αρκτικόλεξα μιας ζωής που χάνεται με περισσή ευκολία, ξεχνώντας ότι δεύτερες ευκαιρίες δεν υπάρχουν. Ο,τι ζήσαμε και ό,τι ζούμε είναι αυτό. Είναι το τώρα. Δεύτερη ζωή δεν έχει, που λέει ο αειθαλής Ελύτης. Γι' αυτό ας ζήσουμε ξανά το σήμερα. Να δημιουργήσουμε ξανά με τα χέρια μας και τη διάνοιά μας το αύριο. Αξιοι μεταξύ Ισων. Κι αν στο τέλος της ημέρας είναι να «χαθούμε», ας γίνει όχι με το χέρι απλωμένο για οίκτο, αλλά όπως αξίζει σε αυτή τη ράτσα που ρίζωσε για αιώνες στα βράχια του Αιγαίου, στα βουνά της Μακεδονίας και της Ηπείρου, στα δειλινά των Επτανήσων, στις πεδιάδες του Μοριά, στους βρυχηθμούς της Κρήτης· καμακώνοντας το Θεριό με το καμάκι του Ηλιου, που θα συμβούλευε και ο Ρίτσος από τις πολεμίστρες της Μονεμβασιάς.
Σπύρος Ν. Λίτσας