18 Ιανουαρίου 2014

Παλαιά και νέα τζάκια του Ερντογάν

Η σύγκρουση που ερμηνεύει τις εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας στην Τουρκία-Από τον Κώστα Ράπτη

Η ολομέτωπη σύγκρουση που εκτυλίσσεται ανοιχτά από τις 17 Δεκεμβρίου στους κόλπους του τουρκικού πολιτικού ισλάμ δεν είναι μόνο ένα δικαστικό-κοινοβουλευτικό θρίλερ. Είναι και μια ευκαιρία να γίνει ευρύτερα γνωστό το ένοχο «κοινό μυστικό» της γείτονος σχετικά με τη διαπλοκή της οικονομικής με την πολιτική εξουσία.Οι αποκαλύψεις των τελευταίων ημερών συνιστούν την ανακεφαλαίωση της ιστορίας μιας δεκαετίας η οποία σημαδεύτηκε από θεαματικούς ρυθμούς ανάπτυξης (πλην σε σαθρά θεμέλια), από την επικράτηση των «ισλαμο-δημοκρατών» επί του στρατο-γραφειοκρατικού κεμαλικού κατεστημένου και από τη ραγδαία ανάδυση μιας νέας γενιάς επιχειρηματιών, συνδεόμενων (έως και οικογενειακά...) με το κυβερνών κόμμα. Πρόκειται για τρεις διαδικασίες αξεχώριστες και αλληλοτροφοδοτούμενες, που περιγράφουν τόσο την άνοδο όσο και την επαπειλούμενη, πλέον, πτώση του Ταγίπ Ερντογάν, δίνοντας το στίγμα μιας εποχής έντονου κοινωνικού και πολιτικού μετασχηματισμού, που, όμως, άφησε απαράλλακτη τη λογική της εξουσίας, όσο και αν άλλαξαν οι φορείς της.


Η πρόσβαση στο «δοβλέτι» παραμένει το κλειδί του «επιχειρείν» στην Τουρκία, όπου η σύγκρουση ανάμεσα σε παλαιά και νέα «τζάκια» αποτελεί το κυριότερο ερμηνευτικό εργαλείο της «εποχής Ερντογάν».Ήδη από την εποχή του Τουργκούτ Οζάλ κυοφορούνταν η νέα ελίτ, που βρήκε την έκφραση και το στήριγμά της στο Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης και είχε ως βάση της τους «Τίγρεις της Ανατολίας», ήτοι τις προσανατολισμένες προς τις εξαγωγές οικογενειακές επιχειρήσεις, που ανέδειξε η έλευση της εποχής της «παγκοσμιοποίησης» .

Απέναντί τους οι λεγόμενοι «Μαύροι Τούρκοι» της ενδοχώρας (για τους οποίους το ισλάμ αποτέλεσε το δικό τους αντίστοιχο του «προτεσταντικού ήθους του καπιταλισμού») είχαν την κατεστημένη και εν πολλοίς κρατικοδίαιτη αστική τάξη των «Λευκών Τούρκων» της Κωνσταντινούπολης, με τους οποίους αντιπαρατέθηκαν σε επίπεδο οικονομικό, πολιτικό και πολιτιστικό. Ωστόσο, δεν αποδείχτηκαν λιγότερο επιρρεπείς στη διαπλοκή: Για την ακρίβεια, η κυβέρνηση Ερντογάν ξεπέρασε κάθε προηγούμενο στο έργο της δημιουργίας νέων, φίλιων «τζακιών» - δρέποντας και τα αντίστοιχα ανταλλάγματα.

Στο φόντο ενός εξαιρετικά ισχνού ρυθμιστικού πλαισίου (λ.χ., το πόθεν έσχες των πολιτικών δεν είναι δημοσιεύσιμο) και με πολιτικό «όπλο» το φίμωμα κάθε καταγγελίας ως προερχόμενης από τους «νοσταλγούς του παρελθόντος», οι κυβερνώντες διαχειρίστηκαν τις ιδιωτικοποιήσεις των αρχών του αιώνα και τροφοδότησαν την κατασκευαστική φρενίτιδα που ακολούθησε κατά τρόπο ώστε να εκτοπίσουν τον στρατό από το οικονομικό παιχνίδι, να ενδυναμωθούν εκλογικά από την «αίσθηση πλούτου» που διαχύθηκε στον πληθυσμό, να αναβαθμίσουν την εικόνα της χώρας τους, να στηρίξουν τα νέα τζάκια (ιδίως σε ό,τι αφορά τον έλεγχο των μέσων ενημέρωσης) και, προφανώς, να προσποριστούν το αντίστοιχο μαύρο χρήμα.Όσο για τους «παλαιούς», παρότι επωφελήθηκαν και αυτοί των ευκαιριών της νέας εποχής, συχνά είδαν την πολιτική εξουσία να τους εξαπολύει τον πόλεμο, όπως στις περιπτώσεις Ντογάν και Κοτς.

Η κίνηση αυτή, που στηρίχθηκε σε μη εμπορεύσιμους κλάδους και αύξησε το ΑΕΠ, αλλά όχι το κατά κεφαλήν προϊόν, συναντά στις μέρες μας τα όριά της, οικονομικά και πολιτικά: η εκροή ξένων κεφαλαίων υπογραμμίζει το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, η υπερχρέωση των νοικοκυριών αρχίζει και γίνεται αισθητή, η υστέρηση στην καινοτομία και στο ανθρώπινο κεφάλαιο φρενάρει τις αναπτυξιακές δυνατότητες, ενώ η διατήρηση των ανισοτήτων και η ανάδειξη θεμάτων ποιότητας ζωής γίνεται ο πυροδότης, όπως είδαμε και στο Πάρκο Γκεζί, της δυσφορίας του πληθυσμού.