Η πολιτική ως κοινωνική λειτουργία,
όπως διαμορφώθηκε και παρουσιάζεται από τη Μεταπολίτευση και μέχρι
σήμερα μέσα από τα κόμματα, φαίνεται να έχει κλείσει τον κύκλο της στη
σημερινή ελληνική πραγματικότητα.
Αυτό το αποδεικνύουν πολλαπλά σοβαρά γεγονότα διαχρονικής
δομικής δυσλειτουργίας τόσο των πολιτικών κομμάτων όσο και των πολιτικών
προσώπων ως αποτέλεσμα «σήψης» των εσωτερικών αναπαραγωγικών μηχανισμών
τους. Διαπλοκή, διαφθορά, κατάχρηση εξουσίας, χρηματισμός, νεποτισμός,
ατιμωρησία και πολλά άλλα αρνητικά παράγωγα της καθημερινής πολιτικής
πραγματικότητας αποτελούν πλέον καθημερινές ειδήσεις.
Πώς έφτασε μετά σαράντα χρόνια μεταπολιτευτικής δημοκρατικής λειτουργίας η πολιτική σε τέτοιο επίπεδο είναι κάτι που θα πρέπει να απασχολήσει πολιτικούς επιστήμονες, ειδικούς αναλυτές, αλλά κυρίως τους κοινωνιολόγους ως άμεσους μελετητές της ελληνικής κοινωνίας.
Μια πρώτη ερμηνευτική προσέγγιση μπορεί να θεωρηθεί η προηγηθείσα τεχνητή ευμάρεια των μεσαίων και χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων, που εγκλωβισμένα στην επίτευξη της γρήγορης και χωρίς όρια κοινωνικής κινητικότητας ενέδωσαν στη μανία της υλικής κατανάλωσης. Αυτό συνετέλεσε στην αποκοπή τους από τους παραδοσιακούς ηθικούς - αξιακούς κώδικες οι οποίοι λειτουργούσαν ως ανασταλτικές ασφαλιστικές δικλίδες ατομικού ελέγχου.
Μια δεύτερη ερμηνεία είναι η χαλάρωση των άυλων συλλογικών πολιτισμικών κανόνων που η παράβασή τους στο παρελθόν θεωρούνταν «ύβρις», με άμεση συνέπεια την επιβολή της «νέμεσης», κάτι που στη σημερινή πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα δεν υπάρχει. Τα παραπάνω επέδρασαν ωσμωτικά στους πολιτικούς αφού, ως μέλη της ίδιας κοινωνίας και των νέων μεταπολιτευτικών στρωμάτων της κινητικότητας, λειτούργησαν αναλογικά των αντίστοιχων πολιτών - ομάδων που εκλέχτηκαν για να εκπροσωπήσουν.
Δεν είναι τυχαίο ότι εισήλθαν στην πολιτική πρόσωπα που αντιπροσώπευαν τα λαϊκά στρώματα με ίδια χαρακτηριστικά κουλτούρας που αναφερόταν στα «κεκτημένα δικαιώματα» μιας στρεβλής κοινωνικής κινητικότητας χωρίς αναγνώριση κανόνων, υποχρεώσεων και ισονομίας. Ανάλογα και τα πολιτικά κόμματα ως δομημένοι κοινωνικοί μηχανισμοί, όχι μόνο δεν προσπάθησαν να ανακόψουν αυτή την εξέλιξη, αλλά προσαρμόστηκαν αναπαράγοντας στο εσωτερικό τους την ίδια κατάσταση. Αυτό τελικά είχε ως αποτέλεσμα κόμματα και πολιτικοί να συμπεριφέρονται ως κατευθυνόμενοι εκπρόσωποι μιας λανθάνουσας κοινωνικής πραγματικότητας στην οποία τα συμβαίνοντα καθόριζαν τις επιλογές τους.Για κάποιους πολιτικούς - κόμματα, πολιτική είναι η διαχείριση και η νομή της εξουσίας, άρα και ο υπέρτατος στόχος.
Για άλλους, πολιτική είναι η με κάθε τρόπο σωτηρία και παραμονή τους στην υπάρχουσα κατάσταση και για τους τρίτους, πολιτική είναι η αναμονή του «ώριμου φρούτου», αφού κάποια στιγμή ο λαός θα τους ανταμείψει με την εξουσία. Ετσι βιώνουμε μια πολιτική του φόβου και των συνεπειών ανατροπής κεκτημένων καταχρηστικών καταστάσεων, αφού όλοι ελπίζουν ότι η διατήρηση και η αναπαραγωγή της θα τους εξιλεώσει ανεξάρτητα της κομματικής, ιδεολογικής και πολιτικής ταυτότητας που θα επιλέξουν.
Οι σπασμωδικές κινήσεις πολιτικής ανασυγκρότησης παραμένουν ως τεχνητά προτεινόμενα μορφώματα των «παράκεντρων εξουσίας» που φοβούνται ότι μπορούν να χάσουν τον έλεγχο της αντιδημοκρατικής παρέμβασης που τους επιτρέπεται να έχουν. Επίσης τα ΜΜΕ, που λειτουργούν ως παράλληλος μηχανισμός πολιτικής συνδιαμόρφωσης της «κοινής γνώμης», δημιουργούν εσφαλμένες προσδοκίες για παραμονή και έλεγχο της σημερινής πολιτικής πραγματικότητας.Οι πολίτες, βιώνοντας τις συνέπειες αυτής της πολιτικής με κυρίαρχο πρόβλημα την οικονομική τους εξαθλίωση, παραμένουν σιωπηλοί παρατηρητές και μόνο οι δημοσκοπήσεις προσομοιωτικά ομιλούν για αυτούς χωρίς τα «νούμερα» να είναι σίγουρα αληθή. Η ελπίδα για αλλαγή της πολιτικής πραγματικότητας μπορεί να γίνει μόνο με ειρηνική ανατροπή από «ακομμάτιστη» μαζική κινητοποίηση των πολιτών, με νέους εμπνευσμένους λαϊκούς ηγήτορες - συλλογικότητες που θα αναλάβουν να συγκροτήσουν διαδικασίες άμεσης δημοκρατίας.
Πώς έφτασε μετά σαράντα χρόνια μεταπολιτευτικής δημοκρατικής λειτουργίας η πολιτική σε τέτοιο επίπεδο είναι κάτι που θα πρέπει να απασχολήσει πολιτικούς επιστήμονες, ειδικούς αναλυτές, αλλά κυρίως τους κοινωνιολόγους ως άμεσους μελετητές της ελληνικής κοινωνίας.
Μια πρώτη ερμηνευτική προσέγγιση μπορεί να θεωρηθεί η προηγηθείσα τεχνητή ευμάρεια των μεσαίων και χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων, που εγκλωβισμένα στην επίτευξη της γρήγορης και χωρίς όρια κοινωνικής κινητικότητας ενέδωσαν στη μανία της υλικής κατανάλωσης. Αυτό συνετέλεσε στην αποκοπή τους από τους παραδοσιακούς ηθικούς - αξιακούς κώδικες οι οποίοι λειτουργούσαν ως ανασταλτικές ασφαλιστικές δικλίδες ατομικού ελέγχου.
Μια δεύτερη ερμηνεία είναι η χαλάρωση των άυλων συλλογικών πολιτισμικών κανόνων που η παράβασή τους στο παρελθόν θεωρούνταν «ύβρις», με άμεση συνέπεια την επιβολή της «νέμεσης», κάτι που στη σημερινή πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα δεν υπάρχει. Τα παραπάνω επέδρασαν ωσμωτικά στους πολιτικούς αφού, ως μέλη της ίδιας κοινωνίας και των νέων μεταπολιτευτικών στρωμάτων της κινητικότητας, λειτούργησαν αναλογικά των αντίστοιχων πολιτών - ομάδων που εκλέχτηκαν για να εκπροσωπήσουν.
Δεν είναι τυχαίο ότι εισήλθαν στην πολιτική πρόσωπα που αντιπροσώπευαν τα λαϊκά στρώματα με ίδια χαρακτηριστικά κουλτούρας που αναφερόταν στα «κεκτημένα δικαιώματα» μιας στρεβλής κοινωνικής κινητικότητας χωρίς αναγνώριση κανόνων, υποχρεώσεων και ισονομίας. Ανάλογα και τα πολιτικά κόμματα ως δομημένοι κοινωνικοί μηχανισμοί, όχι μόνο δεν προσπάθησαν να ανακόψουν αυτή την εξέλιξη, αλλά προσαρμόστηκαν αναπαράγοντας στο εσωτερικό τους την ίδια κατάσταση. Αυτό τελικά είχε ως αποτέλεσμα κόμματα και πολιτικοί να συμπεριφέρονται ως κατευθυνόμενοι εκπρόσωποι μιας λανθάνουσας κοινωνικής πραγματικότητας στην οποία τα συμβαίνοντα καθόριζαν τις επιλογές τους.Για κάποιους πολιτικούς - κόμματα, πολιτική είναι η διαχείριση και η νομή της εξουσίας, άρα και ο υπέρτατος στόχος.
Για άλλους, πολιτική είναι η με κάθε τρόπο σωτηρία και παραμονή τους στην υπάρχουσα κατάσταση και για τους τρίτους, πολιτική είναι η αναμονή του «ώριμου φρούτου», αφού κάποια στιγμή ο λαός θα τους ανταμείψει με την εξουσία. Ετσι βιώνουμε μια πολιτική του φόβου και των συνεπειών ανατροπής κεκτημένων καταχρηστικών καταστάσεων, αφού όλοι ελπίζουν ότι η διατήρηση και η αναπαραγωγή της θα τους εξιλεώσει ανεξάρτητα της κομματικής, ιδεολογικής και πολιτικής ταυτότητας που θα επιλέξουν.
Οι σπασμωδικές κινήσεις πολιτικής ανασυγκρότησης παραμένουν ως τεχνητά προτεινόμενα μορφώματα των «παράκεντρων εξουσίας» που φοβούνται ότι μπορούν να χάσουν τον έλεγχο της αντιδημοκρατικής παρέμβασης που τους επιτρέπεται να έχουν. Επίσης τα ΜΜΕ, που λειτουργούν ως παράλληλος μηχανισμός πολιτικής συνδιαμόρφωσης της «κοινής γνώμης», δημιουργούν εσφαλμένες προσδοκίες για παραμονή και έλεγχο της σημερινής πολιτικής πραγματικότητας.Οι πολίτες, βιώνοντας τις συνέπειες αυτής της πολιτικής με κυρίαρχο πρόβλημα την οικονομική τους εξαθλίωση, παραμένουν σιωπηλοί παρατηρητές και μόνο οι δημοσκοπήσεις προσομοιωτικά ομιλούν για αυτούς χωρίς τα «νούμερα» να είναι σίγουρα αληθή. Η ελπίδα για αλλαγή της πολιτικής πραγματικότητας μπορεί να γίνει μόνο με ειρηνική ανατροπή από «ακομμάτιστη» μαζική κινητοποίηση των πολιτών, με νέους εμπνευσμένους λαϊκούς ηγήτορες - συλλογικότητες που θα αναλάβουν να συγκροτήσουν διαδικασίες άμεσης δημοκρατίας.