Πέντε χρόνια αργότερα, το 2007, ο Γκιουλ εξελέγη στην προεδρία, παγιώνοντας την κυριαρχία του ΑΚΡ και του πολιτικού Ισλάμ στη χώρα. Τηρώντας χαμηλούς τόνους -κάτι που, άλλωστε, συνάδει με το στιλ του- δεν αμφισβήτησε ποτέ την εξουσία και την πρωτοκαθεδρία του Ερντογάν. Η συνεργασία τους ήταν αρμονική και ο Γκιουλ έμοιαζε να λειτουργεί επικουρικά και συμπληρωματικά, στην εσωτερική και την εξωτερική πολιτική. Τα δε ΜΜΕ, που αναζητούν μανιασμένα τέτοιου είδους ειδήσεις, δεν κατάφεραν ποτέ να στηρίξουν το σενάριο της ρήξης ανάμεσα στους δύο πολιτικούς -σε αντίθεση, για παράδειγμα, με ό,τι έχει συμβεί στην περίπτωση του Βλαντιμίρ Πούτιν και του Ντμίτρι Μεντβέντεφ.
Διάσταση απόψεων Η πρώτη φορά που υπήρξε... υποψία διάστασης απόψεων ανάμεσα στους δύο ήταν πέρυσι, με αφορμή τα επεισόδια γύρω από το Πάρκο Γκεζί. Τότε, σε μια στιγμή που ο Ερντογάν έκανε λόγο για περιθωριακούς και τρομοκράτες, καταγγέλλοντας συνωμοσία παρακράτους και ξένων μυστικών υπηρεσιών, ο Γκιουλ είχε εμφανιστεί με σαφώς πιο ήπια γραμμή απέναντι στους αντικυβερνητικούς διαδηλωτές, υπερασπιζόμενος το δικαίωμά τους να διαμαρτύρονται και επικρίνοντας, εμμέσως πλην σαφώς, τη στάση της αστυνομίας.
Όσον αφορά τον Γκιουλ, μετά από μια σχετικά μακρά περίοδο σιωπής, αποφάσισε να παρέμβει. Όπως και στην προηγούμενη κρίση, η στάση του είναι ήπια και συμβιβαστική. Είναι ενδεικτικό ότι απέφυγε να υιοθετήσει τους χαρακτηρισμούς του Ερντογάν για την αστυνομία και κυρίως τους δικαστικούς, ενώ έχει πάρει αποστάσεις από την τροπολογία που έχει φέρει στη Βουλή το ΑΚΡ και επιβάλει ασφυκτικό πολιτικό έλεγχο στη Δικαιοσύνη -μάλιστα, ορισμένοι διαρρέουν ότι δεν αποκλείεται να θέσει βέτο. Ακόμη κι έτσι, κανείς δεν μπορεί να κάνει ακόμη λόγο για ρήγμα ανάμεσα στον πρόεδρο και τον πρωθυπουργό. Απόδειξη το γεγονός ότι η συμβιβαστική πρόταση που έκανε ο Γκιουλ -να ξεπεραστεί η κρίση με συνταγματική μεταρρύθμιση- έγινε αμέσως δεκτή από τον Ερντογάν, ενώ απορρίφθηκε από την αντιπολίτευση. Ωστόσο, η κρίση στην Τουρκία είναι πολύπλευρη και βαθιά για να αντιμετωπίζεται ες αεί με παρόμοιους περίτεχνους χειρισμούς. Και ο Γκιουλ θα κληθεί να επιλέξει, αργά ή γρήγορα, εάν θα γίνει ο σωτήρας του Ερντογάν ή ο δήμιός του.
Η «βουτιά» της λίρας βάζει φωτιές στην Αγκυρα -Η πολιτική κρίση ίσως αποτελέσει το φιτίλι που θα προκαλέσει τη (μοιραία) έκρηξη
Αποκαλυπτικό για την κατάσταση που βιώνουν οι τουρκικές αγορές και η πραγματική οικονομία ήταν το πρώτο θέμα στο χθεσινό φύλλο της εφημερίδας Wall Street Journal. «Πριν από δύο χρόνια -σημειώνουν οι συντάκτες του- καθώς η τουρκική οικονομία έτρεχε με σχεδόν διψήφια ποσοστά, ο πρωθυπουργός Ερντογάν είχε χαρακτηρίσει τη λίρα ως ένα από τα πιο σταθερά νομίσματα παγκοσμίως (...). Σήμερα, η λίρα είναι το νόμισμα που υποτιμάται με τη μεγαλύτερη ταχύτητα ανάμεσα σε όλα των αναδυόμενων αγορών, έχοντας χάσει το 21% της αξίας του έναντι του δολαρίου μέσα στους τελευταίους δώδεκα μήνες».
Σύμφωνα δε με οικονομολόγους και αναλυτές, η υποχώρηση είναι πολύ πιθανό να συνεχιστεί -ενώ «οι Τούρκοι επιστρέφουν στις παλιές τους συνήθειες, πουλώντας λίρες για να αγοράσουν ξένα νομίσματα και χρυσό, προκειμένου να προστατευτούν από το ενδεχόμενο περαιτέρω διολίσθησης».
Η κατάσταση μοιάζει άκρως ανησυχητική, καθώς συνδυάζει τουλάχιστον τρεις απειλές: Πρώτον, το σταδιακό περιορισμό των δολαρίων που τυπώνει η αμερικανική Fed, με αποτέλεσμα να κλείνει και η κάνουλα των εισροών στις αναδυόμενες αγορές. Δεύτερον, τη «φούσκα» που έχει δημιουργηθεί όλα αυτά τα χρόνια στην τουρκική οικονομία, που έχει μεγαλώσει υπέρμετρα. Και τρίτον, την πολιτική κρίση, η οποία μπορεί να αποτελέσει το φιτίλι που θα οδηγήσει στη μοιραία έκρηξη. Η πραγματική απειλή για τον Ερντογάν και το ΑΚΡ (αλλά και για τους γείτονες της Τουρκίας) βρίσκεται εκεί...