Ενώ η Ελλάδα απαξιώνει
την αμυντική της βιομηχανία, η Τουρκία καταλαμβάνει θέση στη λίστα με
τις 20 μεγαλύτερες εξαγωγικές χώρες πολεμικού υλικού στον πλανήτη
Την ώρα που η καθ' υποτροπήν
Ψωροκώσταινα απαξιώνει -αντί να εξυγιαίνει και να αναπτύσσει- φιλέτα της
πολύπαθης ΕΑΒ, ο εξοπλιστικός κλάδος του εξ Ανατολών άσπονδου συμμάχου
προελαύνει στο πεδίο της διεθνούς αγοράς.
Πρόσφατα μόλις, οι «Financial Times» σημείωναν ότι «η τουρκική
αμυντική βιομηχανία είναι άφθαστη μεταξύ των αναπτυσσομένων χωρών». Οι
επαΐοντες εξακολουθούν να αμφιβάλλουν βέβαια για την οικονομική της
ευρωστία, καθώς και για το πόσο ρεαλιστική είναι η φιλοδοξία της Αγκυρας
να γίνει αυτάρκης αναφορικά με την κάλυψη των εξοπλιστικών της αναγκών.
Χαρακτηριστικά, αναλυτής του έγκριτου βρετανικού εκδοτικού-μελετητικού οργανισμού JANE'S, που παρακολουθεί, καταγράφει και ερμηνεύει τα πάντα σχετικά με τους εξοπλισμούς ανά την υφήλιο, ο Guy Anderson, δηλώνει: «Δείτε, αίφνης, τις εξαγωγές της τουρκικής αεροδιαστημικής και αμυντικής βιομηχανίας. Ιστορικά, σε ποσοστό μέχρι και 80%, συνδέονται με αντισταθμιστικά οφέλη. Αν σήμερα αφαιρούσαμε αυτά τα αντισταθμιστικά οφέλη, θα ήταν σαν να της τραβούσαμε τον αναπνευστήρα»...
Παρ' όλα αυτά, πέρυσι η Τουρκία πήρε τη θέση της ανάμεσα στους
20 μεγαλύτερους εξαγωγείς υλικού πολέμου, με εξαγωγές που ανήλθαν σε 1,2
δισ. δολάρια και ήταν κατά 35,7% αυξημένες σε σύγκριση με του 2011 και
εξαπλάσιες αυτών του 2004.
Επίσης, το 2012 ο κύκλος εργασιών της αμυντικής και αεροπορικής
βιομηχανίας συνολικά πλησίασε τα 5 δισ. δολάρια από σχεδόν 2 δισ. που
ήταν το 2006. Οι, δε, συναφείς δαπάνες για «Ερευνα & Ανάπτυξη»
(R&D), στις οποίες εμπλέκονται μεγάλες, μεσαίες και μικρές
επιχειρήσεις, πανεπιστήμια και πλήθος άλλοι ερευνητικοί οργανισμοί, το
2012 πλησίασαν τα 800 εκατ. δολάρια από κάτι παραπάνω από 300 εκατ., που
ήταν το 2007.Η τουρκική αμυντική βιομηχανία αριθμεί περίπου 200 μεγάλες επιχειρήσεις του δευτερογενούς τομέα (δημόσιες, μικτές, ιδιωτικές), αλλά και εκατοντάδες μικρομεσαίες, που όλες μαζί κατασκευάζουν, συναρμολογούν, εκσυγχρονίζουν ώς και τεθωρακισμένα -κάποιοι θεωρούν το άρμα «Altay» από τα καλύτερα της νέας γενιάς άρματα μάχης στον κόσμο-, πυροβόλα, κορβέτες με οπλισμό ανθυποβρυχιακού πολέμου, υποβρύχια, ακταιωρούς, εκπαιδευτικά και μαχητικά αεροσκάφη, ελικόπτερα, κατασκοπευτικούς δορυφόρους.
Το Στρατηγικό Σχέδιο 2012-2016 περιλαμβάνει -μεταξύ άλλων- προγράμματα για νέα μοντέλα μαχητικών αεροσκαφών, που θα ενισχύσουν το στόλο των F-35 Joint Strike Fighters της τουρκικής αεροπορίας. Ετσι, στο ενδεχόμενο οποιουδήποτε «θερμού επεισοδίου» στο Αιγαίο, ο παράγοντας «ισορροπία του τρόμου», που κάποτε χρησίμευε ακριβώς για τον εξορκισμό κάθε τρόμου, με τα Μνημόνια και τις ολέθριες συνέπειές τους, έχει παραχωρήσει τη θέση του σε μια αδιαμφισβήτητη ανισορροπία του τρόμου...
Η ανάπτυξη της τουρκικής πολεμικής βιομηχανίας σχεδιάστηκε και με γοργούς ρυθμούς προχώρησε, όταν μετά την εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο και την έξοδο της Ελλάδας από τη στρατιωτική πτέρυγα της συμμαχίας, η Ουάσιγκτον ανέστειλε τη στρατιωτική βοήθεια στη χώρα με το μεγαλύτερο -μετά τον αμερικανικό- στρατό στους κόλπους του ΝΑΤΟ. Η Αγκυρα αισθάνθηκε τότε την ανάγκη περιορισμού της εξάρτησής της από ξένες πηγές για τον ανεφοδιασμό της με όπλα.
Με την ένταξη στο ΝΑΤΟ και την ένταση της πολιτικής και οικονομικής επιρροής των ΗΠΑ, είχε ουσιαστικά εγκαταλειφθεί η προσπάθεια των Κεμάλ και Ινονού για ένα σύγχρονο εξοπλιστικό κλάδο και πλέον οι σύμμαχοι, οι Αμερικανοί κυρίως, έκαναν την Τουρκία αστακό, εν μέρει επ' αμοιβή, βερεσέ συνήθως, εν μέρει δωρεάν.
Ομως, το εμπάργκο για τον Αττίλα, εφ' όσον μάλιστα η υπερδύναμη δεν ήταν έξω από το παιχνίδι (ποιος ξεσκονίζει τα κιβώτια με το φάκελο της προδοσίας της Κύπρου στα υπόγεια της Βουλής;), μοιάζει πολιτικό θέατρο: η Ουάσιγκτον παρέχει αφειδώς βοήθεια στην Αγκυρα να στήσει τη δική της πολεμική βιομηχανία. Και η βοήθεια αυτή συνεχίζεται ενεργότερη μετά το πραξικόπημα της χούντας του στρατηγού Εβρέν (12 Σεπτ. 1980).Από κράτος και ιδιωτικό τομέα, από τους ισχυρότερους επιχειρηματικούς ομίλους ώς τους φτωχότερους πολίτες, που επιβαρύνονται με τέλη σε τσιγάρα, ποτά, λαχεία, τυχερά παίγνια, ένα 5% σε βενζίνη και άλλα καύσιμα, χρηματοδοτείται το τουρκικό «στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα». Και γιγαντώνεται χέρι-χέρι με το περιώνυμο μετοχικό ταμείο αξιωματικών-υπαξιωματικών «ΟΥΑΚ», που μετατρέπεται σε κολοσσιαία holding company, με επενδύσεις σε όλους τους κλάδους της οικονομίας, μεταμορφώνοντας τα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων σε συνεταίρους του μεγάλου κεφαλαίου.
Οι Αμερικανοί δεν κρύβουν τον έρωτά τους για το αιμοσταγές καθεστώς Εβρέν. Το Δεκέμβριο του 1981, ο επισκέπτης της χούντας υπουργός Αμυνας, Caspar Weinberger, εξαίρει τη σημασία της ίδρυσης του Joint Defence Council, οργάνου που καθορίζει και την αμερικανική συμβολή στην ανάπτυξη της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας. Και τονίζει: «Η στρατιωτική κυβέρνηση ανταποκρίθηκε στις υψηλότερες προσδοκίες μας. (...) Ιδιαίτερα θαυμάζουμε τον τρόπο που αποκαταστάθηκε η έννομη τάξη στην Τουρκία».Τον ίδιο μήνα, ο διοικητής των νατοϊκών δυνάμεων στην Ευρώπη, στρατηγός Rogers, επισκέπτεται το στρατηγό Εβρέν δύο φορές. Η «Μαύρη Βίβλος για τη μιλιταριστική "δημοκρατία" στην Τουρκία», που εκδίδεται στις Βρυξέλλες το 1986, αναφέρει: «Αμεσο αποτέλεσμα των επαφών αυτών υπήρξε η άρον-άρον επιστροφή της Ελλάδας στη στρατιωτική πτέρυγα του ΝΑΤΟ»...
***
Ενας κροίσος στρατηγός
Από το χρονικό της ανάπτυξης της τουρκικής εξοπλιστικής βιομηχανίας δεν λείπουν και κρούσματα διαφθοράς που ανέδειξε ο εγχώριος και ο διεθνής Τύπος. Το καλοκαίρι του 1985 ο στρατηγός Εβρέν τοποθετεί το θεμέλιο λίθο του εργοστασίου συναρμολόγησης-συμπαραγωγής 160 μαχητικών F-16 Flying Falcon στο Εσκί Σεχίρ με κόστος 4,2 δισ. δολάρια.Το συμβόλαιο είχε υπογραφεί με τον αμερικανικό αεροναυπηγικό κολοσσό General Dynamics, που στο σχετικό διαγωνισμό επικράτησε δύο άλλων μεγαθηρίων της αμερικανικής πολεμικής βιομηχανίας, της Mc Donnell Douglas και της Northrop, που κατασκευάζουν τα αεροσκάφη F-18 και F-20 Tigershark αντίστοιχα.
Δύο εβδομάδες μετά την τελετή, ένας ελληνικής καταγωγής πρώην αντιπρόεδρος της General Dynamics, Τάκης Βελιώτης ονόματι, δίνει συνέντευξη στην εφημερίδα «Μιλιέτ» (11 Ιουλίου 1985) και δηλώνει ότι η εταιρεία του «έσκασε» σε Τούρκους «αξιωματούχους» 12,5 δισ. τουρκικές λίρες σε μίζες, για να εξασφαλίσει το συμβόλαιο.Ονόματα ο ομογενής μας δεν είπε. Ηδη, όμως, από το 1983, που η χούντα του Εβρέν είχε επιλέξει το νικητή του διαγωνισμού, η νεοϋορκέζικη επιθεώρηση «Time» έγραφε ότι ένα από τα υψηλά πρόσωπα που δωροδοκήθηκαν, ήταν ο πτέραρχος Sahincaya, που «συγκαταλεγόταν στους δέκα πλουσιότερους στρατηγούς στον κόσμο»... Φ.Γ.Χ.