Οι Σοβιετικοί έπειτα από δύο αρνητικές
απαντήσεις προς το Βρετανό υπουργό των Εξωτερικών Α. Ιντεν,
συγκατατέθηκαν τελικά στη βρετανική πρόταση για «την ενότητα των Ελλήνων
ανταρτών»
Τον Αύγουστο του 1943 -λίγο μετά τη
συμφωνία του ΕΛΑΣ με το Αρχηγείο της Μέσης Ανατολής για την υπαγωγή του
σ' αυτό- διάφορες αντιπροσωπείες αντιστασιακών οργανώσεων (ΕΑΜ/ΕΛΑΣ,
ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ) έφτασαν στο Κάιρο έπειτα από πρόσκληση των Βρετανών.
Στο Κάιρο, στις 17 Αυγούστου εκδηλώθηκε μια ενωτική κίνηση των
τριών αντιστασιακών οργανώσεων που φαίνεται ότι ενόχλησε τους Βρετανούς.Οι αντιπρόσωποι των τριών αντιστασιακών οργανώσεων συνυπέγραψαν
κοινή δήλωση μαζί με τον αντιπρόσωπο των κομμάτων του «Δημοκρατικού
Συνασπισμού» Γ. Εξηντάρη και τον αρχηγό του «Ενωτικού Κόμματος» Π.
Κανελλόπουλο, σύμφωνα με την οποία χάριν «της εθνικής ενότητος»
«παρίσταται η ανάγκη να δηλωθή υπευθύνως ότι ο Βασιλεύς δεν θέλει
επανέλθει εις την Ελλάδα πριν ή ο λαός αποφανθεί επί της μορφής του
πολιτεύματος».
Ο Βρετανός αρχιστράτηγος Ουίλσον, αρχηγός των Συμμαχικών δυνάμεων της Μεσογείου, υποστήριξε ότι αυτή η κοινή δήλωση των αντιστασιακών δυνάμεων στο Κάιρο υπήρξε το κομβικό σημείο για την επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ του ΕΑΜ και της Βρετανίας, έστω και αν αυτό δεν φαινόταν ξεκάθαρα κάθε στιγμή.«Τη θερμή υποδοχή -έγραψε ο Ουίλσον- των έξι (Ελλήνων) αντιπροσώπων από τον πρεσβευτή μας (στο Κάιρο) ακολούθησε μια σύντομη ψυχρότητα μόλις έγιναν γνωστά τα πολιτικά τους αιτήματα, που χαρακτήρισαν κατά τη γνώμη μου το αποφασιστικό σημείο μεταστροφής στις σχέσεις μας με το ΕΑΜ».
Η ενότητα που διεφάνη μεταξύ των αντιστασιακών οργανώσεων το καλοκαίρι του 1943 έδειξε να ανατρέπεται μερικούς μήνες αργότερα, όταν το φθινόπωρο άρχισαν πρώτα αψιμαχίες μεταξύ ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ, οι οποίες δεν άργησαν να εξελιχθούν σε σοβαρή σύγκρουση στα τέλη του 1943.
Αρχισε να υπάρχει ο κίνδυνος υποχώρησης ή διάλυσης του ΕΔΕΣ που είχε συσταθεί με βρετανική βοήθεια και απ' τα τέλη του 1943 ή τις αρχές του 1944 να κυριαρχήσει ο ΕΛΑΣ στην κυρίως Ελλάδα, χωρίς άλλο αντίπαλο πέραν των κατακτητών.Οι Βρετανοί κινητοποιήθηκαν και σε συνεργασία με την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση, με πρωθυπουργό τον Εμμανουήλ Τσουδερό, κατέστρωσαν ένα σχέδιο για να εξουδετερώσουν τη συγκεκριμένη δράση του ΕΛΑΣ.
Σύμφωνα με το σχέδιο που είχε υποβάλει ο Τσουδερός και είχε εγκριθεί με τροποποιήσεις από την πλευρά των Βρετανών, θα έπρεπε, μεταξύ των άλλων, «η ελληνική (εξόριστη) κυβέρνηση να απευθύνει μια έκκληση» προς τους αρχηγούς του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ «να υπογράψουν ανακωχή». Προηγουμένως θα έπρεπε να θέσει τις προτάσεις της προς τις κυβερνήσεις της Βρετανίας, των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ενωσης που ηγούνταν των Συμμάχων κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο «και να ζητήσει την έγκρισή τους», ώστε να αναφέρει τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις ως υποστηρίκτριες της δήλωσης του Τσουδερού προς τον ΕΛΑΣ και τον ΕΔΕΣ.Κατά το σχέδιο, αφού θ' αναφέρονταν «οι τρεις συμμαχικές κυβερνήσεις» θα γινόταν «πρακτικά αδύνατο στον ΕΛΑΣ να αρνηθεί» την ανακωχή.
Ενώ πλησίαζαν τα Χριστούγεννα του 1943 το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ανακοίνωσε ότι συμφωνεί με τη σχεδιαζόμενη δήλωση του Τσουδερού.
Αντίθετα οι Σοβιετικοί, στην πρώτη προσέγγιση του Ελληνα πρεσβευτή στη Μόσχα για μια κοινή δήλωση υπέρ της ενότητας των Ελλήνων ανταρτών, απάντησαν αρνητικά, δηλώνοντας ότι δεν έχουν καλή πληροφόρηση για όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα και ως εκ τούτου δεν θα ήταν κατάλληλο για τη σοβιετική κυβέρνηση να αναμειχθεί στις ελληνικές υποθέσεις. Μετά την αποτυχία του Ελληνα πρέσβη στη Μόσχα, οι Βρετανοί υποχρεώθηκαν να εμφανιστούν στο προσκήνιο και ζήτησαν παράλληλα τη βοήθεια των Αμερικανών για να πείσουν τη σοβιετική κυβέρνηση.
Αρχισε έτσι μια συντονισμένη διπλωματική πίεση προς την ΕΣΣΔ από τη Βρετανία, τις ΗΠΑ, όπως και από την κυβέρνηση Τσουδερού.
Το γεγονός αυτό επιβεβαίωνε τη σημασία που απέδιδε η Βρετανία στην παρέμβαση της Σοβιετικής Ενωσης, ώστε να επηρεάσει τις ελληνικές εξελίξεις προς μια κατεύθυνση όχι αντίθετη προς τα βρετανικά συμφέροντα.
Οι Σοβιετικοί, έπειτα από δύο αρνητικές απαντήσεις προς το Βρετανό υπουργό των Εξωτερικών Α. Ιντεν, συγκατατέθηκαν τελικά στη βρετανική πρόταση για «την ενότητα των Ελλήνων ανταρτών».Η δήλωση όμως της σοβιετικής κυβέρνησης υπέρ της ενότητας των Ελλήνων ανταρτών δεν έγινε από κοινού με τους Βρετανούς και τους Αμερικανούς και αυτό το γεγονός είχε τη σημασία του.Συμφώνησε μεν με τους Συμμάχους της η Σοβιετική Ενωση, αλλά έδειξε και την ανεξαρτησία της.Η στάση της σοβιετικής κυβέρνησης φάνηκε να αποτελεί προειδοποίηση προς τη Μεγάλη Βρετανία ότι η μελλοντική καλή της συμπεριφορά σχετικά με το ελληνικό πρόβλημα θα εξαρτηθεί από την αντίστοιχη καλή συμπεριφορά του Τσόρτσιλ σε άλλες χώρες, για τις οποίες εκδήλωνε ενδιαφέρον η ΕΣΣΔ.
Η συγκεκριμένη βρετανική πρόταση προς τη σοβιετική κυβέρνηση στα τέλη Δεκεμβρίου 1943 αποτέλεσε την πρώτη αναγνώριση από τον Τσόρτσιλ της βαρύτητας και παρουσίας της ΕΣΣΔ στις ελληνικές εξελίξεις. Οι διαβουλεύσεις περί της δήλωσης για την ενότητα των Ελλήνων ανταρτών αποτέλεσαν και την πρώτη μεγάλη διπλωματική μάχη των τριών Συμμάχων στη διάρκεια του Πολέμου και ιδιαίτερα της Βρετανίας και της Σοβιετικής Ενωσης για την Ελλάδα. Εδειξε επίσης την αδυναμία της Βρετανίας να επιβληθεί μόνη της στα ελληνικά πράγματα.Ενα ισχυρό αντιστασιακό αριστερό κίνημα στην Ελλάδα, με την υποστήριξη των άλλων βαλκανικών αντιστασιακών κινημάτων και τη συμπαράσταση της Σοβιετικής Ενωσης, θα μπορούσε να αποτελέσει σοβαρό αντίπαλο και να ανατρέψει τα βρετανικά σχέδια για μεταπολεμική επιρροή στην Ελλάδα.
Ο Βρετανός αρχιστράτηγος Ουίλσον, αρχηγός των Συμμαχικών δυνάμεων της Μεσογείου, υποστήριξε ότι αυτή η κοινή δήλωση των αντιστασιακών δυνάμεων στο Κάιρο υπήρξε το κομβικό σημείο για την επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ του ΕΑΜ και της Βρετανίας, έστω και αν αυτό δεν φαινόταν ξεκάθαρα κάθε στιγμή.«Τη θερμή υποδοχή -έγραψε ο Ουίλσον- των έξι (Ελλήνων) αντιπροσώπων από τον πρεσβευτή μας (στο Κάιρο) ακολούθησε μια σύντομη ψυχρότητα μόλις έγιναν γνωστά τα πολιτικά τους αιτήματα, που χαρακτήρισαν κατά τη γνώμη μου το αποφασιστικό σημείο μεταστροφής στις σχέσεις μας με το ΕΑΜ».
Η ενότητα που διεφάνη μεταξύ των αντιστασιακών οργανώσεων το καλοκαίρι του 1943 έδειξε να ανατρέπεται μερικούς μήνες αργότερα, όταν το φθινόπωρο άρχισαν πρώτα αψιμαχίες μεταξύ ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ, οι οποίες δεν άργησαν να εξελιχθούν σε σοβαρή σύγκρουση στα τέλη του 1943.
Αρχισε να υπάρχει ο κίνδυνος υποχώρησης ή διάλυσης του ΕΔΕΣ που είχε συσταθεί με βρετανική βοήθεια και απ' τα τέλη του 1943 ή τις αρχές του 1944 να κυριαρχήσει ο ΕΛΑΣ στην κυρίως Ελλάδα, χωρίς άλλο αντίπαλο πέραν των κατακτητών.Οι Βρετανοί κινητοποιήθηκαν και σε συνεργασία με την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση, με πρωθυπουργό τον Εμμανουήλ Τσουδερό, κατέστρωσαν ένα σχέδιο για να εξουδετερώσουν τη συγκεκριμένη δράση του ΕΛΑΣ.
Σύμφωνα με το σχέδιο που είχε υποβάλει ο Τσουδερός και είχε εγκριθεί με τροποποιήσεις από την πλευρά των Βρετανών, θα έπρεπε, μεταξύ των άλλων, «η ελληνική (εξόριστη) κυβέρνηση να απευθύνει μια έκκληση» προς τους αρχηγούς του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ «να υπογράψουν ανακωχή». Προηγουμένως θα έπρεπε να θέσει τις προτάσεις της προς τις κυβερνήσεις της Βρετανίας, των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ενωσης που ηγούνταν των Συμμάχων κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο «και να ζητήσει την έγκρισή τους», ώστε να αναφέρει τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις ως υποστηρίκτριες της δήλωσης του Τσουδερού προς τον ΕΛΑΣ και τον ΕΔΕΣ.Κατά το σχέδιο, αφού θ' αναφέρονταν «οι τρεις συμμαχικές κυβερνήσεις» θα γινόταν «πρακτικά αδύνατο στον ΕΛΑΣ να αρνηθεί» την ανακωχή.
Ενώ πλησίαζαν τα Χριστούγεννα του 1943 το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ανακοίνωσε ότι συμφωνεί με τη σχεδιαζόμενη δήλωση του Τσουδερού.
Αντίθετα οι Σοβιετικοί, στην πρώτη προσέγγιση του Ελληνα πρεσβευτή στη Μόσχα για μια κοινή δήλωση υπέρ της ενότητας των Ελλήνων ανταρτών, απάντησαν αρνητικά, δηλώνοντας ότι δεν έχουν καλή πληροφόρηση για όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα και ως εκ τούτου δεν θα ήταν κατάλληλο για τη σοβιετική κυβέρνηση να αναμειχθεί στις ελληνικές υποθέσεις. Μετά την αποτυχία του Ελληνα πρέσβη στη Μόσχα, οι Βρετανοί υποχρεώθηκαν να εμφανιστούν στο προσκήνιο και ζήτησαν παράλληλα τη βοήθεια των Αμερικανών για να πείσουν τη σοβιετική κυβέρνηση.
Αρχισε έτσι μια συντονισμένη διπλωματική πίεση προς την ΕΣΣΔ από τη Βρετανία, τις ΗΠΑ, όπως και από την κυβέρνηση Τσουδερού.
Το γεγονός αυτό επιβεβαίωνε τη σημασία που απέδιδε η Βρετανία στην παρέμβαση της Σοβιετικής Ενωσης, ώστε να επηρεάσει τις ελληνικές εξελίξεις προς μια κατεύθυνση όχι αντίθετη προς τα βρετανικά συμφέροντα.
Οι Σοβιετικοί, έπειτα από δύο αρνητικές απαντήσεις προς το Βρετανό υπουργό των Εξωτερικών Α. Ιντεν, συγκατατέθηκαν τελικά στη βρετανική πρόταση για «την ενότητα των Ελλήνων ανταρτών».Η δήλωση όμως της σοβιετικής κυβέρνησης υπέρ της ενότητας των Ελλήνων ανταρτών δεν έγινε από κοινού με τους Βρετανούς και τους Αμερικανούς και αυτό το γεγονός είχε τη σημασία του.Συμφώνησε μεν με τους Συμμάχους της η Σοβιετική Ενωση, αλλά έδειξε και την ανεξαρτησία της.Η στάση της σοβιετικής κυβέρνησης φάνηκε να αποτελεί προειδοποίηση προς τη Μεγάλη Βρετανία ότι η μελλοντική καλή της συμπεριφορά σχετικά με το ελληνικό πρόβλημα θα εξαρτηθεί από την αντίστοιχη καλή συμπεριφορά του Τσόρτσιλ σε άλλες χώρες, για τις οποίες εκδήλωνε ενδιαφέρον η ΕΣΣΔ.
Η συγκεκριμένη βρετανική πρόταση προς τη σοβιετική κυβέρνηση στα τέλη Δεκεμβρίου 1943 αποτέλεσε την πρώτη αναγνώριση από τον Τσόρτσιλ της βαρύτητας και παρουσίας της ΕΣΣΔ στις ελληνικές εξελίξεις. Οι διαβουλεύσεις περί της δήλωσης για την ενότητα των Ελλήνων ανταρτών αποτέλεσαν και την πρώτη μεγάλη διπλωματική μάχη των τριών Συμμάχων στη διάρκεια του Πολέμου και ιδιαίτερα της Βρετανίας και της Σοβιετικής Ενωσης για την Ελλάδα. Εδειξε επίσης την αδυναμία της Βρετανίας να επιβληθεί μόνη της στα ελληνικά πράγματα.Ενα ισχυρό αντιστασιακό αριστερό κίνημα στην Ελλάδα, με την υποστήριξη των άλλων βαλκανικών αντιστασιακών κινημάτων και τη συμπαράσταση της Σοβιετικής Ενωσης, θα μπορούσε να αποτελέσει σοβαρό αντίπαλο και να ανατρέψει τα βρετανικά σχέδια για μεταπολεμική επιρροή στην Ελλάδα.