Ενα από τα ζητήματα που καλείται να
μελετήσει η κοινωνιολογία και η λαογραφία μαζί είναι η δυνατότητα και
οι τρόποι επιβίωσης ενός παραδοσιακού πολιτισμού σε συνθήκες βίαιου
εκπατρισμού. Το ζήτημα αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί η σύγχρονη
ελληνική κοινωνία διαμορφώθηκε από βίαιους εξωτερικούς παράγοντες.
Τέτοιοι παράγοντες ήταν η Μικρασιατική Καταστροφή και η
Γενοκτονία, που σηματοδότησε την Εξοδο των πολυάνθρωπων ελληνοορθόδοξων
(και ελληνοπροτεσταντικών) κοινοτήτων από την καταρρέουσα Οθωμανική
Αυτοκρατορία (1914-1922), καθώς και η δεκαετία του '40 με την ξενική
Κατοχή της χώρας και τον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε.
Στους παράγοντες
πρέπει να προσμετρηθεί η ύπαρξη ηγετικών ομάδων σ' όλο το πολιτικό
φάσμα, εξαρτημένων οικονομικά και ιδεολογικά από ξένα κέντρα, που
χαρακτηρίζονταν από αντιλήψεις μη φιλικές προς τον παραδοσιακό
πολιτισμό. Ειδικά οι ομάδες που προέκυψαν από τη Μικρασιατική Καταστροφή
είχαν επιπλέον να αντιμετωπίσουν ένα άξενο πολιτικό και κοινωνικό
περιβάλλον, που πολλαπλασίαζε τις δυσκολίες διατήρησης του πολιτισμού
τους.
Αγνοώντας το λαό
Η αντιμετώπιση του λαϊκού πολιτισμού, που προερχόταν και
εξέφραζε κυρίως τους αγροτικούς πληθυσμούς, δεν χαρακτηρίστηκε από
ιδιαίτερο σεβασμό. Τα κυρίαρχα κοινωνικά στρώματα της πόλης περιφρόνησαν
το λαϊκό πολιτισμό της υπαίθρου. Καθώς οι παλιές κοινότητες
μετασχηματίζονταν και διαλύονταν μέσα στο πλαίσιο του σύγχρονου κράτους,
ο λαϊκός πολιτισμός έχανε βαθμιαία την κοινωνική του βάση.
Οι
πολιτισμικά ετεροκαθοριζόμενες -στο πλαίσιο της πλήρους πολιτικής και
οικονομικής εξάρτησης- ελίτ του καχεκτικού νεοελληνικού κράτους, μαζί με
τους οργανικούς διανοούμενους, επιζήτησαν την κυριαρχία των δυτικών
πολιτιστικών μοντέλων, ακόμα και με διοικητικές παρεμβάσεις. Ακόμα και
οι λόγιοι που ασχολήθηκαν μ' αυτή τη μορφή πολιτισμού αντιμετώπισαν την
παράδοση μέσα από τα ιδεολογικά φίλτρα του ρομαντισμού. Περιφρονώντας
την επιτόπια εμπειρική έρευνα, προσπάθησαν να καταγράψουν τη λαϊκή
πολιτιστική έκφραση σχηματοποιώντας την και εξιδανικεύοντάς την.
Η Α.
Κυριακίδου-Νέστορος αναφέρει: «Οι επιστήμονες λαογράφοι -γιατί οι μη
επιστήμονες μας έδωσαν, ευτυχώς, μια μεγάλη σειρά από τοπικές
λαογραφικές μελέτες- ασχολούνται με θέματα λαογραφίας με σκοπό να
ερευνήσουν την ιστορική τους αρχή.
Δεν τους ενδιαφέρει η λειτουργία των
λαογραφικών φαινομένων μέσα στον πολιτισμό της κοινότητας ή της
επαρχίας, όπου το φαινόμενο παρατηρήθηκε και καταγράφηκε. (...) Την
εξετάζουν, όχι σε συνάρτηση με τον κύκλο της ζωής από τον οποίο προήλθε,
αλλά σε σχέση με ανάλογες πληροφορίες που προέρχονται από άλλους
κύκλους ζωής. (...) Μ' αυτό τον τρόπο ανυψωνόμαστε στο "πανελλήνιο"
επίπεδο. (...) Οι τοπικές γιορτές και οι εθνικοί χοροί είναι πια, τις
περισσότερες φορές, σκηνοθεσίες».Παρόμοια θέση διατυπώνει και ο Στάθης Δαμιανάκος, ο οποίος
θεωρεί ότι ο παραδοσιακός πολιτισμός αντιμετωπίστηκε από τους λαογράφους
με το «σύμπλεγμα του λογιωτατισμού».
Ο πολιτισμός των προσφύγων του '22
Οι πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής υπήρξαν φυσικοί
φορείς ενός πολύμορφου λαϊκού πολιτισμού, που διαμορφώθηκε στις χαμένες
τους πατρίδες μέσα από αργές και πολύχρονες ιστορικές διεργασίες. Η
απώλεια του τόπου εντός του οποίου γεννήθηκαν αυτές οι πολιτισμικές
μορφές, οι δυσκολίες της αποκατάστασης και η υποτίμησή τους από τους
γηγενείς, οδήγησαν σε απαξίωση του πολιτισμού των προσφύγων.
Η αρνητική αντιμετώπιση διευρύνθηκε εξαιτίας της κοινωνικής
αντιπαράθεσης που οφειλόταν σε ζητήματα όπως η διεκδίκηση της
προσφυγικής γης (ανταλλάξιμη περιουσία) και η προσπάθεια συμμετοχής στην
οικονομία των πόλεων. Την απαξίωση του προσφυγικού πολιτισμού από την
πλευρά του κράτους, των υπηρεσιών και των «μορφωμένων» ενίσχυσε η αρχική
φιλελεύθερη πολιτική ένταξη και η μετατόπιση μεγάλου μέρους των αστικών
προσφυγικών πληθυσμών στην Αριστερά κατά τη δεκαετία του '40. Επίσης,
ιδεολογικό αλλά και συναισθηματικό εμπόδιο έθετε το γεγονός ότι ένα
τμήμα του λαϊκού αυτού πολιτισμού προερχόταν από τον τουρκόφωνο
ελληνισμό της Μικράς Ασίας (κυρίως Καππαδοκίας και Δυτικού Πόντου). Για
να αναιρέσουν τα αρνητικά στερεότυπα, οι λόγιοι των προσφύγων θα
αρχίζουν να διατυπώνουν στη νέα πατρίδα κάποια σχήματα περί
«τρισχιλιόχρονης συνέχειας και καθαρότητας».
Σε πιο απλοϊκή μορφή θα εμφανιστούν επιχειρήματα του τύπου
«είμες τραντέλλενοι» (είμαστε τριάντα φορές Ελληνες). Η προσπάθεια
δημιουργίας μιας εξιδανικευτικής εικόνας, συμβατής με την επικρατούσα
αντίληψη, εξέφραζε την πραγματική ανάγκη για αποδοχή των προσφύγων από
τους αφιλόξενους γηγενείς. Στα πολλά προβλήματα που είχε να
αντιμετωπίσει ο προσφυγικός χώρος προστέθηκε και η τάση πολλών προσφύγων
διανοουμένων να εγκαταλείψουν την υποστήριξη των παραδοσιακών μορφών
και να υιοθετήσουν το κυρίαρχο μοντέλο.
* Διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας, μαθηματικός,
ttps://kars1918.wordpress.com
*** Η περίπτωση του Πόντου
Μία από τι πλέον χαρακτηριστικές εκδοχές του προσφυγικού
πολιτισμού υπήρξε αυτός που διαμορφώθηκε στα βόρεια παράλια της Μικρά
Ασίας, στον ιστορικό Πόντο, απ' όπου έφτασαν στην Ελλάδα διάφορες μορφές
εθίμων, σκοπών, ιδιωμάτων και χορών. Ο ποντιακός πολιτισμός (στην
ελληνόφωνη και τουρκόφωνη εκδοχή του) θα υποχωρήσει δραματικά έως και τη
δεκαετία του '80 στα αστικά κέντρα, ενώ θα παραμείνει σχετικά αλώβητος
και ανεπηρέαστος μόνο στις αγροτικές περιοχές.
Παρ' ότι είχε μεγάλη εσωτερική ποικιλία και ιδιαίτερο λαογραφικό
και γλωσσολογικό ενδιαφέρον, εντούτοις ουδέποτε αποτέλεσε αντικείμενο
μελέτης από την ακαδημαϊκή κοινότητα, έως ότου οι λόγιοι αυτού του χώρου
άρχισαν να μελετούν πλευρές του πολιτιστικού προσφυγικού φαινομένου
(Ανθ. Παπαδόπουλος, Γ. Σουμελίδης, Ελ. Κούσης, Δ. Η. Οικονομίδης, Δ.
Κουτσογιαννόπουλος, Γ. Κανδηλάπτης, Ι. Βαλαβάνης, Στ.
Χριστοφορίδης-Σάρπογλης, καθώς και οι μεταγενέστεροι Χρ. Σαμουηλίδης,
Στ. Ευσταθιάδης, Γ. Πραντζίδης, Ελ. Γαλανίδου-Μπαλφούσια, Χρ.
Συμεωνίδου-Χείλαρη κ.ά.).
Σημαντικό μέρος του ποντιακού πολιτισμού καταλαμβάνουν ο χορός
και η μουσική. Το φαινόμενο αυτό, ελάχιστα μελετημένο, έχει ιδιαίτερη
σημασία και στο θέμα της μελέτης των σύγχρονων ταυτοτήτων εφ' όσον η
διατήρηση του μικρασιατικού αυτού πολιτισμού στη βαλκανική του προσφυγιά
ευνόησε -ίσως και να επηρέασε καθοριστικά- την εθνικοτοπική ταυτότητα
των ελληνικών πληθυσμών που προέρχονται από τον ιστορικό Πόντο. Ο Νίκος
Ζουρνατζίδης, που συμμετέχει στο σημερινό αφιέρωμα, είναι ένας από τους
σημαντικότερους μελετητές του φαινομένου αυτού, προερχόμενος από μια νέα
γενιά ερευνητών, απαλλαγμένη από την τάση δημιουργίας ενός
μυθοπλαστικού ρομαντικού πλαισίου, αρνούμενη το λογιωτατισμό, βασιζόμενη
στην επιτόπια έρευνα και στην κοινή βίωση των πολιτισμικών
συμπεριφορών.
ρευνώντας τον ποντιακό χορό
Του ΝΙΚΟΥ ΖΟΥΡΝΑΤΖΙΔΗ *
Η πρώτη αναφορά στους
ποντιακούς χορούς γίνεται από τον Ξενοφώντα στην «Κάθοδο των Μυρίων»
(5ος αι. π.Χ.), όπου περιγράφεται ο χορός των μαχαιριών
Ο πολιτισμός στον οποίο
εντάσσεται και ο χορός δεν είναι μια στατική έννοια. Είναι το σύνολο
του τρόπου ζωής ενός λαού. Οσον αφορά το λαϊκό χορό, θα μπορούσαμε να
τον χαρακτηρίσουμε επικοινωνιακό κώδικα που όχι απλά ψυχαγωγεί, αλλά
επιπλέον συνέχει τα μέλη της κοινότητας και μεταφερόμενος από γενιά σε
γενιά λαμβάνει παραδοσιακό χαρακτήρα.
Μελετώντας κανείς τις προσπάθειες των ανθρώπων να ορίσουν την
έννοια του χορού, συνειδητοποιεί ότι είναι τόσο μεγάλη η γοητεία που
ασκεί το χορευτικό φαινόμενο στους λαούς ώστε θα μπορούσε να γραφτεί
ολόκληρο βιβλίο γύρω από τον ορισμό και την επεξήγηση αυτού του τόσο
σπουδαίου πολιτιστικού προϊόντος.
Αλληλεπίδραση
Σε ό,τι σχετίζεται με τους ποντιακούς λαϊκούς χορούς, αυτό που
πρέπει να εξεταστεί πρωταρχικά είναι οι επιρροές που δέχθηκαν και η
ελληνικότητα κάποιων, η οποία αποδεικνύεται σε μερικούς πρώτα απ' όλα
από τις αναφορές και μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων, όπως ο Ξενοφών, ο
Λουκιανός, ο Πλάτων κ.ά. και, δεύτερον, από το ρυθμό τους. [Ενώ ο ρυθμός
6/8 δεν υπάρχει στον Πόντο, σήμερα χορεύουμε με αυτόν το ρυθμό, σαν
ποντιακούς, χορούς όπως: Λετσίνα, Τρία τη Κότσαρη, Τούρι, Τσοκμέ
(Σαρίκουζ Μαντιλή), Τας κ.λπ.] Επίσης πρέπει να μελετηθούν και οι χοροί
των άλλων κοινωνικών ομάδων οι οποίες ζούσαν στη συγκεκριμένη περιοχή,
για να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα. Στην παράδοση κάτι δίνεις, κάτι
παίρνεις, και από αυτήν την ανταλλαγή βγαίνει μια καινούργια συνισταμένη
η οποία εάν εκφράζει ένα λαό, είναι η παράδοσή του.
Ολοι αυτοί οι λαοί που ζούσαν στον Πόντο, δηλαδή Ελληνες,
Αρμένιοι, Ασσύριοι, Γεωργιανοί, Εβραίοι, Κούρδοι, Λαζοί, Τούρκοι κ.λπ., ο
καθένας με τις γλωσσικές, πολιτιστικές και θρησκευτικές του
ιδιαιτερότητες συνέβαλε στη δημιουργία του μικρασιατικού πολιτιστικού
ψηφιδωτού. Είναι γεγονός πως οι αλληλεπιδράσεις που δέχτηκαν οι χοροί
είχαν αποτέλεσμα σε βάθος χρόνου να δημιουργηθούν νέες μορφές χορού.
Πολλά είναι τα κοινά σημεία στις κινήσεις, στις ονομασίες και στις
μελωδίες των χορών της περιοχής με αυτά των άλλων λαών που ζούσαν εκεί.
Κατά την προσωπική μου άποψη, οι χοροί που έφερε από τον Πόντο η πρώτη
γενιά είναι όλοι ποντιακοί, άσχετα σε ποιους ανήκει η αρχική τους
δημιουργία, γιατί προσαρμόστηκαν στα χορευτικά δεδομένα των Ποντίων. Ο
τρόπος με τον οποίον χορεύονται σήμερα είναι καθαρόαιμος ποντιακός. Οταν
ένας λαός αγαπάει κάτι και εκφράζεται μέσα από αυτό, τότε είναι και
δικό του, ασχέτως ποιος είναι ο δημιουργός του.
Οπως για όλους τους Ελληνες λοιπόν, έτσι και για τους Ελληνες
του Πόντου ο χορός είναι μια ζωοποιός διαδικασία που συνοδεύει όλες τις
εκφάνσεις του λαϊκού τους βίου. Το συγκινησιακό φορτίο του ποντιακού
χορευτικού κώδικα είναι μάλιστα τόσο ισχυρό, που ακόμα και σήμερα οι
Πόντιοι 4ης γενιάς, οι οποίοι γεννήθηκαν και μεγάλωσαν μακριά από τα
χώματα των προγόνων τους, αισθάνονται το ιερό χρέος να μυηθούν ευλαβικά
στα παραδεδομένα χορευτικά πρότυπα και να τα μεταφέρουν αναλλοίωτα στο
μέλλον. Απόδειξη αποτελεί το γεγονός πως ενώ πολλοί νέοι δεν γνωρίζουν
την ποντιακή διάλεκτο, γνωρίζουν οπωσδήποτε να χορεύουν τους χορούς.
Ο Ξενοφών και ο χορός των μαχαιριών
Η πρώτη αναφορά στους ποντιακούς χορούς γίνεται από τον
Ξενοφώντα στην «Κάθοδο των Μυρίων» (5ος αι. π.Χ.), όπου περιγράφεται ο
χορός των μαχαιριών. Επίσης ο Λουκιανός στο κείμενό του «Περί ορχήσεως»,
στα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ., έγραψε για τον ποντιακό χορό: «Και σε ό,τι
αφορά τους βακχικούς χορούς, που έχουν διαδοθεί στην Ιωνία και
ξεχωριστά στον Πόντο. (...) Τόσο πολύ κυρίεψε τους ανθρώπους που ζουν
στον Πόντο ο χορός, ώστε όπου γίνονταν χορευτικές παραστάσεις, για
ολόκληρες μέρες ξεχνούσαν όλα τ' άλλα και παρατηρούσαν μόνο τους
χορευτές, που παρίσταναν πότε τους κορύβαντες, πότε τους σατύρους και
πότε τους βοσκούς. Τους χορούς αυτούς τους χόρευαν άνθρωποι από
ευγενικές οικογένειες, οι πρώτοι σε κάθε πόλη, χωρίς να ντρέπονται για
τις επιδόσεις τους, αλλά υπερηφανεύονταν μάλλον γι' αυτό, παρά για την
ένδοξη καταγωγή και τ' αξιώματα των προγόνων τους» (Λουκιανός, «Περί
ορχήσεως»)
Οι ποντιακοί χοροί δέχθηκαν επιδράσεις και επειδή με το κλείσιμο
των μεταλλείων της Αργυρούπολης υπήρξαν εσωτερικές μεταναστεύσεις και
γιατί ζούσαν μέσα σε ένα πολυεθνικό κράτος (η Τουρκία αναγνωρίζει 24
εθνότητες στην επικράτειά της, ενώ ένα από τα πανεπιστήμια της Γερμανίας
-Tubingen- 47), και συμβίωναν, ιδίως στα αστικά κέντρα, με αλλογενή
φύλλα. Και βέβαια τα αστικά κέντρα δεν είναι αυτά που κράτησαν την
παραδοσιακή μορφή των χορών και της ενδυμασίας, γιατί όπως παρατηρούμε
και από το φωτογραφικό υλικό το οποίο υπάρχει πριν από την ανταλλαγή του
1922-1923, ειδικά οι άνδρες της άρχουσας τάξης ήταν έντονα επηρεασμένοι
από τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Εάν λειτουργήσουμε με τη φιλοσοφία ότι η χορευτική μας παράδοση
είναι αυτή που έφερε η πρώτη γενιά από τον Πόντο και την κρατήσουμε
αυτούσια, τότε νομίζω πως δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Εάν όμως
προσπαθήσει ο καθένας να την ερμηνεύσει κατά το δοκούν και σύμφωνα με τη
δική του αισθητική, τότε είναι σίγουρο ότι θα έχουμε τεράστια
προβλήματα και θα δημιουργήσουμε σύγχυση στις επόμενες γενιές, οι οποίες
δεν είχαν την τύχη να γνωρίσουν την πρώτη γενιά, ώστε να έχουν σαφή
εικόνα της παραδοσιακής μορφής των χορών. Πρέπει λοιπόν να κατανοήσουμε
ότι ποντιακοί θεωρούνται όλοι οι χοροί που χόρεψαν οι πρόγονοί μας σε
όλες τις περιοχές του Πόντου, ανεξάρτητα σε ποια εθνότητα ανήκε η αρχική
δημιουργία τους, αφού έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχουν οι ανάλογες
καταγραφές για το ποια εθνότητα δημιούργησε την αρχική μορφή του χορού
και ο χορός προσαρμόζεται στα χορευτικά δεδομένα του κάθε λαού, οπότε
αλλάζει και ύφος. Αλλωστε κανένας δεν μπορεί να επιβάλει σε κανέναν να
χορέψει κάτι που δεν του αρέσει.
Το ίδιο ισχύει και για το τραγούδι. Σου αρέσει κάτι μουσικά και
χορευτικά; Το τραγουδάς, το χορεύεις και το κάνεις δικό σου. Δεν σου
αρέσει; Το προσπερνάς. Αυτός ο λαός έφερε μαζί του ένα γνήσιο λαϊκό
πολιτισμό και μια ιστορία τεράστιας αξίας. Αυτόν τον πολιτισμό, τον πιο
γνήσιο λαϊκό, την έκφραση μέσω του χορού αλλά και του τραγουδιού, έχουμε
το καθήκον να διασώσουμε και να διατηρήσουμε όσο το δυνατόν στην
παραδοσιακή του μορφή.
* Ερευνητής, εξέδωσε δύο βιβλία: «Χορευτικές διαδικασίες και
χοροί του Πόντου», εκδ. Θέατρο Ελληνικοί Χοροί Δώρα Στράτου - Χορευτικός
Ομιλος Ποντίων Σέρρα, Αθήνα, 2000 και «Συμβολή στην έρυνα των χορών του
Πόντου», εκδ. Ψωμιάδειον, Αθήνα, 2013,
http://www.serra.gr/