Αυτό έχει δημιουργήσει μία σχεδόν μονοπρόσωπη κυβέρνηση, χωρίς αμφισβητήσεις, διαβούλευση και την αναγκαία ζύμωση. Ως εκ τούτου, φαντάζει εξαιρετικά δύσκολο οτιδήποτε μεμπτό λάμβανε χώρα να γινόταν κάτω από τη μύτη του Ερντογάν. Είναι δε χαρακτηριστικό πως ακόμη και σήμερα πολλά στελέχη της κυβέρνησης (συμπεριλαμβανομένου του πρωθυπουργού) διακατέχονται από το σύνδρομο της έπαρσης της ατιμωρησίας και της μονιμότητας. Μάλιστα, ο Ερντογάν δείχνει εδώ και καιρό να έχει πάρει διαζύγιο με τη μετριοπάθεια, προκαλώντας εντός και εκτός της χώρας (βλ. πρόσφατες δηλώσεις για Θράκη, στάση έναντι Αιγύπτου και Ισραήλ, αντιμετώπιση αντιφρονούντων), περιφρονώντας εισηγήσεις για υιοθέτηση μετριοπαθέστερων αντιλήψεων, στοιχεία που όλο και συχνότερα τον δείχνουν αποσταθεροποιημένο.
Ο Τούρκος πρωθυπουργός, κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα βγει αλώβητος από την παρούσα κρίση. Ακόμη και αν ο ίδιος δεν κηλιδωθεί, προκύπτουν εύλογα ερωτηματικά για τη θέση του έναντι της διαπλοκής, την οποία υποτίθεται ότι πασχίζει να πατάξει. Συνεπώς, κινδυνεύει σοβαρά να απεμπολήσει το ηθικό του πλεονέκτημα έναντι των μέχρι πρότινος «διεφθαρμένων» κοσμικών. Σε μία τέτοια περίπτωση δεν αποκλείεται να ενταθούν οι διεργασίες στο εσωτερικό του ΑΚΡ για την αναζήτηση της προσωπικότητας γύρω από την οποία θα μπορέσει να στοιχηθεί η πλειοψηφία που θα τους διατηρήσει στην εξουσία.
Παρ' ότι δεν πρέπει να υποτιμούμε τον Ερντογάν, θα είναι δύσκολο, αν επιβεβαιωθούν οι καταγγελίες, να «σταθεί» για πολύ ως πρωθυπουργός, πολλώ δε μάλλον να μεταπηδήσει στη θέση του προέδρου με διευρυμένες αρμοδιότητες. Επειδή, ωστόσο, τα χαρακτηριστικά της τουρκικής κοινωνίας διαφέρουν από της αντίστοιχης ευρωπαϊκής, το ενδεχόμενο να δούμε έναν ενδυναμωμένο Τούρκο πρωθυπουργό στις δημοτικές εκλογές του Μαρτίου (που μπορεί να πάρουν το χαρακτήρα δημοψηφίσματος) συγκεντρώνει, επίσης, σοβαρές πιθανότητες. Η συνωμοσιολογία, ο εντεινόμενος αντιαμερικανισμός και αντισιωνισμός, ο πολιτικός πολιτισμός τού «θα κόψω τα χέρια», η οριοθέτηση «των εχθρών του έθνους» δεν είναι ενθαρρυντικά στοιχεία για το μέλλον της γείτονος ούτε βέβαια συνιστούν σύγχρονο πολιτικό λόγο, εντούτοις μπορεί για ένα διάστημα να διατηρήσουν την υφιστάμενη κατάσταση.
Αν, λοιπόν, η τουρκική ηγεσία επιβιώσει μέχρι τον Ιούνιο, τότε το σενάριο μεταπήδησης του Ερντογάν στην προεδρία, χωρίς, πάντως, τροποποίηση του Συντάγματος (δηλαδή σε ρόλο περίπου διακοσμητικό), ίσως να καταστεί αναγκαστική επιλογή, προσφέροντάς του μάλιστα και τη «χρήσιμη» σε κάθε περίπτωση αμνηστία. Επειδή, όμως, ο πολιτικός χρόνος στη γείτονα έχει πυκνώσει, το ενδεχόμενο ο Ερντογάν να επιχειρήσει να προσεταιριστεί δυνάμεις που μέχρι σήμερα πολεμούσε λυσσαλέα δεν είναι μακρινό. Με τι ανταλλάγματα και σε ποια πεδία είναι το ερώτημα.
Εχοντας μετατρέψει την Τουρκία σε μερικώς απρόβλεπτο παράγοντα δυνητικής αποσταθεροποίησης σε μία περιοχή που «βράζει», ο Τούρκος πρωθυπουργός πιθανόν να αντιμετωπίσει σύντομα τις συνέπειες των επιλογών του και στο εξωτερικό. Πολύ περισσότερο αν αμφισβητηθούν οι προθέσεις του, χάριν των οποίων συγκεκριμένοι κύκλοι ισχυρών κρατών αγνοούσαν εξόφθαλμα λανθασμένες επιλογές. Ενώ είναι αξιοσημείωτο πως εσχάτως ο Νταβούτογλου κρατάει αποστάσεις από την επιθετική ρητορική του πρωθυπουργού, αντιλαμβανόμενος ότι αυτή όχι μόνο έχει περιορίσει τη δυναμική των προηγούμενων ετών, αλλά εξελίσσεται σε ιδιαίτερα βλαπτική για τα εθνικά συμφέροντα.
Η Αγκυρα, αντί της ηγεμονίας στο νεοοθωμανικό χώρο μέσω της πολιτικής των «μηδενικών προβλημάτων» με τους γείτονες και του ρόλου του γεφυροποιού, έχει καταστεί μέρος του προβλήματος και κομμάτι των περιφερειακών αντιθέσεων. Εξού και η εξαγωγή της εγχώριας κρίσης στο Αιγαίο ή την ανατολική Μεσόγειο δεν λογίζεται ως μία ορθολογική πολιτική επιλογή.