Η πολιτική αποψίλωση του συνδικαλιστικού κινήματος τείνει να
ενισχύσει το πολιτικό χάσμα, αφήνοντας το πολιτικό παιχνίδι να
διεξάγεται μεταξύ των επαγγελματιών πολιτικών και των εμπειρογνωμόνων,
με τον λαό στην (α)γωνία»
Του Μιχάλη Βακαλούλη*
Η αναγγελία της υποψηφιότητας του Εντουάρντ Μαρτέν, ηγέτη του ρεφορμιστικού συνδικάτου CFDT στον όμιλο ArcelorMittal, ως επικεφαλής του ευρωψηφοδελτίου του γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος στην περιφέρεια της ευρύτερης Ανατολικής Γαλλίας, προκάλεσε πολλές και αντιτιθέμενες αντιδράσεις. Εμβληματική μορφή του σθεναρού αγώνα των μεταλλεργατών της Λωραίνης ενάντια στο κλείσιμο της μονάδας παραγωγής ακατέργαστου χάλυβα της Φλοράνζ, η είσοδός του στην πολιτική από τη μεγάλη πόρτα αναστατώνει και δημιουργεί ερωτήματα προς όλες τις κατευθύνσεις. Και πρώτα απ’ όλα, στην ίδια την πικραμένη εργατική βάση που δεν έχει άλλο κοινωνικό στάτους παρά αυτό του επιζώντος της αποβιομηχάνισης.
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα δεν κρύβει την ικανοποίησή του για αυτή την «εξαιρετική λεία» και, παρεμπιπτόντως, για την απήχησή της στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Η συνδικαλιστική υποψηφιότητα του επιτρέπει, ανέξοδα, να διασαφηνίσει την επιθυμία του για άνοιγμα στο «κοινωνικό κίνημα». Η απουσία κοινωνιολογικού ερείσματος στην εργατική τάξη, η ιδεολογική και προγραμματική του αποριζοσπαστικοποίηση καθιστούν ακόμα πιο αξιολύπητη αυτή τη βαρύγδουπη αποσκίρτηση.
Οταν ένας «μικρός εργάτης» είναι «μεγαλώνυμος», μπορεί να εισακουστεί ακόμα και μέσα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Το να στιγματίζεται η πολιτική μετακύλιση ενός συνδικαλιστή που κέρδισε δικαιωματικά τον σεβασμό όλων δίνοντας τον απεργιακό αγώνα μέχρι τέλους, δεν εκφράζει άραγε ένα είδος «ταξικής περιφρόνησης»;
Μερικοί ηγέτες της Δεξιάς, αντίθετα, καταδικάζουν τη μετάβαση από τη συνδικαλιστική δράση στην πολιτική σαν μια μη νομιμοποιημένη διαδικασία που προκαλεί σύγχυση ρόλων και στοχοθετήσεων. Σύμφωνα με τις δηλώσεις του πρώην πρωθυπουργού Ζαν-Πιέρ Ραφαρέν, αυτή η μετάβαση απέχει πολύ από το να συμβαίνει σε μια «ατμόσφαιρα μεγάλης ειλικρίνειας». Οι μελλοντικοί εκλογικοί αντίπαλοι του Εντουάρντ Μαρτέν τού προσάπτουν, με κακεντρεχή, σκωπτικό και απόλυτα υποκριτικό τόνο, ότι οδηγεί στην απελπισία την εργατική τάξη, και μάλιστα ότι την προδίδει. Οσο για την κοινή γνώμη, εν μέσω αλλεπάλληλων δημοσκοπήσεων, εμφανίζεται διχασμένη, σαστισμένη.
Ομως, το επίμαχο ζήτημα που χρειάζεται να συζητηθεί σε βάθος δεν είναι η εκμαυλιστική πρόσκληση της πολιτικής, ούτε η προσωπική επιλογή ενός συνδικαλιστή να αναμετρηθεί με το καθολικό δικαίωμα ψήφου. Το τυφλό σημείο είναι η προφανής ασυνέπεια ενός συνδικαλιστή ο οποίος, ενώ είχε καταγγείλει, κατ’ εξακολούθησιν, τη «συνένοχη δειλία» και «την οπορτουνιστική ψευδολογία» των πολιτικών σχηματισμών, δεξιών και αριστερών, απέναντι στη βιομηχανική καταστροφή της Φλοράνζ, συμμαχεί, χωρίς να αναιρεί στο παραμικρό τις προηγούμενες αγωνιστικές του παρακαταθήκες, με εκείνους που κατηγορούσε χθες για «προδοσία». Τον Νοέμβριο του 2012, ο Εντουάρντ Μαρτέν έλεγε ακόμη ότι ήθελε να γίνει «ο χειρότερος εφιάλτης της σοσιαλιστικής κυβέρνησης». Σήμερα, κάνει σχεδόν να ονειρεύεται το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Η αντίθεση γίνεται ακόμη πιο εμφανής, εάν λάβει κανείς υπόψη ότι το «πολιτικό αποκρυστάλλωμα» βρίσκεται σε σχέση απόλυτης διχοτόμησης με τη συνδικαλιστική ένταξη.
Εδώ είναι το θέμα που «πονάει». Παραδόξως, το εργατικό κίνημα στη Γαλλία αναφέρεται στα πολιτικά διακυβεύματα περισσότερο παρά ποτέ. Με τη διαφορά ότι οι σχέσεις μεταξύ πολιτικών σχηματισμών και συνδικάτων, που σε μερικές χώρες της Ευρώπης βρίσκονται σε κατάσταση κομματικής χειραγώγησης και επικυριαρχίας, παραμένουν αποστασιοποιημένες. Υπάρχουν μεν, αλλά είναι περιστασιακές, ανεκδοτολογικές, αποσπασματικές. Και κυρίως, υπόγειες, «ντροπαλές», ανομολόγητες. Εάν η συνάντηση με την πολιτική είναι αναπόφευκτη, πρόκειται σίγουρα για μια ενοχλητική συνάντηση.
Οι πολιτικοί, που παραγνωρίζουν το πεδίο δράσης και τις ιδιαιτερότητες του συνδικαλιστικού κινήματος, δυσκολεύονται να σχηματίσουν μια σαφή, και κυρίως, μια πειστική αντίληψη για τον νέο τύπο σχέσεων που πρέπει να οικοδομηθούν εκατέρωθεν. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι τα αριστερά κόμματα ταλαντεύονται, ανάλογα με τις περιστάσεις, μεταξύ μιας στάσης αφομοίωσης-ενσωμάτωσης και μια στάσης κατηγορηματικής απόρριψης των συνδικάτων. Είτε είναι στην αντιπολίτευση είτε στην κυβέρνηση, η γραμμή πλεύσης τους είναι αβέβαιη και αντιφατική.
Οι συνδικαλιστές, που φοβούνται την εργαλειοποίηση και την κομματική εκμετάλλευση, τείνουν συχνά να υποστείλουν την πολιτική διάσταση της δράσης τους. Η αδυναμία των κυβερνητικών κομμάτων να προβαίνουν σε στρατηγικές επιλογές που θα έρχονταν σε ρήξη με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές λιτότητας επιτείνει την τάση των συνδικάτων να εγκαταλείψουν τη θεσμική πολιτική με την οποία έχουν παύσει προ πολλού να αναγνωρίζονται, γιατί τους ζητάει επιπλέον «θυσίες» αντί να τους προσφέρει κοινωνικά ανταλλάγματα.
Αυτό οδηγεί στην πολιτική αποστελέχωση των συνδικαλιστών οργάνων, και συγκεκριμένα, στο τέλος της «διπλής ένταξης», συνδικαλιστικής και κομματικής. Από εδώ προκύπτουν δύο αντίρροπες κατευθύνσεις. Η πρώτη παρακάμπτει το πολιτικό πεδίο, εστιάζοντας αποκλειστικά στην επαγγελματική διεκδίκηση με την αυστηρή έννοια του όρου. Η δεύτερη κατεύθυνση συνίσταται στην υποκατάσταση των πολιτικών κομμάτων, εν είδει αναρχο-συνδικαλισμού. Χωρίς όμως παράλληλη ανάληψη ευθύνης, με μικρές πινελιές, σχεδόν ανεπαίσθητα. Ο κίνδυνος που ελλοχεύει εδώ είναι να επιλεγεί ένας λάθος χώρος συζήτησης, στη προσπάθεια να κλείσει, με ένα παράτολμο «αποτέλεσμα υποκατάστασης», η «μαύρη τρύπα» της θεσμικής πολιτικής.
Ωστόσο, η πολιτική αποψίλωση του συνδικαλιστικού κινήματος τείνει να ενισχύσει το πολιτικό χάσμα, αφήνοντας το πολιτικό παιχνίδι να διεξάγεται μεταξύ των επαγγελματιών πολιτικών και των εμπειρογνωμόνων, με τον λαό στην (α)γωνία. Η υπερβολική αποστασιοποίηση από την πολιτική μπορεί να αποδειχτεί εξίσου επιβλαβής όσο και η υποταγή στο κομματικό σύστημα. Στην πραγματικότητα, είναι αδύνατον να οικοδομήσουμε τη συνδικαλιστική ανεξαρτησία πάνω στα ερείπια της κομματικής αξιοπιστίας.
Η λογική τού «όλα σάπια» απονευρώνει τελικά οποιαδήποτε μορφή συλλογικής δράσης. Είναι όμως αδήριτη ανάγκη η θεσμική πολιτική να σταματήσει να συνθηκολογεί με την οικονομική εξουσία και να εκπληρώσει τα καθήκοντά της ως πεδίου δημοκρατικών στοχοθετήσεων, αναδεικνύοντας μοχλούς για τον κοινωνικό μετασχηματισμό όπου το τι θα κάνουμε, με ποιον και πώς αποτελούν αλληλένδετη ενότητα. Μόνο κάτω από αυτές τις συνθήκες το πέρασμα από τον συνδικαλισμό στη πολιτική δεν είναι αλλαγή στοιχείου ή αναστροφή κατάστασης αλλά μια γενική δέσμευση ενεργών πολιτών για να θέσουν προ των ευθυνών της τη πολιτική σκηνή τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ευρώπη.
* Είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας και καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Παρίσι 8. Το κείμενο αναδημοσιεύεται από τη σημερινή «Libération» (2 Ιανουαρίου 2014) σε ελεύθερη απόδοση του συγγραφέα. Προσωπική ιστοσελίδα: http://vakaloulis.wordpress.com
Του Μιχάλη Βακαλούλη*
Η αναγγελία της υποψηφιότητας του Εντουάρντ Μαρτέν, ηγέτη του ρεφορμιστικού συνδικάτου CFDT στον όμιλο ArcelorMittal, ως επικεφαλής του ευρωψηφοδελτίου του γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος στην περιφέρεια της ευρύτερης Ανατολικής Γαλλίας, προκάλεσε πολλές και αντιτιθέμενες αντιδράσεις. Εμβληματική μορφή του σθεναρού αγώνα των μεταλλεργατών της Λωραίνης ενάντια στο κλείσιμο της μονάδας παραγωγής ακατέργαστου χάλυβα της Φλοράνζ, η είσοδός του στην πολιτική από τη μεγάλη πόρτα αναστατώνει και δημιουργεί ερωτήματα προς όλες τις κατευθύνσεις. Και πρώτα απ’ όλα, στην ίδια την πικραμένη εργατική βάση που δεν έχει άλλο κοινωνικό στάτους παρά αυτό του επιζώντος της αποβιομηχάνισης.
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα δεν κρύβει την ικανοποίησή του για αυτή την «εξαιρετική λεία» και, παρεμπιπτόντως, για την απήχησή της στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Η συνδικαλιστική υποψηφιότητα του επιτρέπει, ανέξοδα, να διασαφηνίσει την επιθυμία του για άνοιγμα στο «κοινωνικό κίνημα». Η απουσία κοινωνιολογικού ερείσματος στην εργατική τάξη, η ιδεολογική και προγραμματική του αποριζοσπαστικοποίηση καθιστούν ακόμα πιο αξιολύπητη αυτή τη βαρύγδουπη αποσκίρτηση.
Οταν ένας «μικρός εργάτης» είναι «μεγαλώνυμος», μπορεί να εισακουστεί ακόμα και μέσα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Το να στιγματίζεται η πολιτική μετακύλιση ενός συνδικαλιστή που κέρδισε δικαιωματικά τον σεβασμό όλων δίνοντας τον απεργιακό αγώνα μέχρι τέλους, δεν εκφράζει άραγε ένα είδος «ταξικής περιφρόνησης»;
Μερικοί ηγέτες της Δεξιάς, αντίθετα, καταδικάζουν τη μετάβαση από τη συνδικαλιστική δράση στην πολιτική σαν μια μη νομιμοποιημένη διαδικασία που προκαλεί σύγχυση ρόλων και στοχοθετήσεων. Σύμφωνα με τις δηλώσεις του πρώην πρωθυπουργού Ζαν-Πιέρ Ραφαρέν, αυτή η μετάβαση απέχει πολύ από το να συμβαίνει σε μια «ατμόσφαιρα μεγάλης ειλικρίνειας». Οι μελλοντικοί εκλογικοί αντίπαλοι του Εντουάρντ Μαρτέν τού προσάπτουν, με κακεντρεχή, σκωπτικό και απόλυτα υποκριτικό τόνο, ότι οδηγεί στην απελπισία την εργατική τάξη, και μάλιστα ότι την προδίδει. Οσο για την κοινή γνώμη, εν μέσω αλλεπάλληλων δημοσκοπήσεων, εμφανίζεται διχασμένη, σαστισμένη.
Ομως, το επίμαχο ζήτημα που χρειάζεται να συζητηθεί σε βάθος δεν είναι η εκμαυλιστική πρόσκληση της πολιτικής, ούτε η προσωπική επιλογή ενός συνδικαλιστή να αναμετρηθεί με το καθολικό δικαίωμα ψήφου. Το τυφλό σημείο είναι η προφανής ασυνέπεια ενός συνδικαλιστή ο οποίος, ενώ είχε καταγγείλει, κατ’ εξακολούθησιν, τη «συνένοχη δειλία» και «την οπορτουνιστική ψευδολογία» των πολιτικών σχηματισμών, δεξιών και αριστερών, απέναντι στη βιομηχανική καταστροφή της Φλοράνζ, συμμαχεί, χωρίς να αναιρεί στο παραμικρό τις προηγούμενες αγωνιστικές του παρακαταθήκες, με εκείνους που κατηγορούσε χθες για «προδοσία». Τον Νοέμβριο του 2012, ο Εντουάρντ Μαρτέν έλεγε ακόμη ότι ήθελε να γίνει «ο χειρότερος εφιάλτης της σοσιαλιστικής κυβέρνησης». Σήμερα, κάνει σχεδόν να ονειρεύεται το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Η αντίθεση γίνεται ακόμη πιο εμφανής, εάν λάβει κανείς υπόψη ότι το «πολιτικό αποκρυστάλλωμα» βρίσκεται σε σχέση απόλυτης διχοτόμησης με τη συνδικαλιστική ένταξη.
Εδώ είναι το θέμα που «πονάει». Παραδόξως, το εργατικό κίνημα στη Γαλλία αναφέρεται στα πολιτικά διακυβεύματα περισσότερο παρά ποτέ. Με τη διαφορά ότι οι σχέσεις μεταξύ πολιτικών σχηματισμών και συνδικάτων, που σε μερικές χώρες της Ευρώπης βρίσκονται σε κατάσταση κομματικής χειραγώγησης και επικυριαρχίας, παραμένουν αποστασιοποιημένες. Υπάρχουν μεν, αλλά είναι περιστασιακές, ανεκδοτολογικές, αποσπασματικές. Και κυρίως, υπόγειες, «ντροπαλές», ανομολόγητες. Εάν η συνάντηση με την πολιτική είναι αναπόφευκτη, πρόκειται σίγουρα για μια ενοχλητική συνάντηση.
Οι πολιτικοί, που παραγνωρίζουν το πεδίο δράσης και τις ιδιαιτερότητες του συνδικαλιστικού κινήματος, δυσκολεύονται να σχηματίσουν μια σαφή, και κυρίως, μια πειστική αντίληψη για τον νέο τύπο σχέσεων που πρέπει να οικοδομηθούν εκατέρωθεν. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι τα αριστερά κόμματα ταλαντεύονται, ανάλογα με τις περιστάσεις, μεταξύ μιας στάσης αφομοίωσης-ενσωμάτωσης και μια στάσης κατηγορηματικής απόρριψης των συνδικάτων. Είτε είναι στην αντιπολίτευση είτε στην κυβέρνηση, η γραμμή πλεύσης τους είναι αβέβαιη και αντιφατική.
Οι συνδικαλιστές, που φοβούνται την εργαλειοποίηση και την κομματική εκμετάλλευση, τείνουν συχνά να υποστείλουν την πολιτική διάσταση της δράσης τους. Η αδυναμία των κυβερνητικών κομμάτων να προβαίνουν σε στρατηγικές επιλογές που θα έρχονταν σε ρήξη με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές λιτότητας επιτείνει την τάση των συνδικάτων να εγκαταλείψουν τη θεσμική πολιτική με την οποία έχουν παύσει προ πολλού να αναγνωρίζονται, γιατί τους ζητάει επιπλέον «θυσίες» αντί να τους προσφέρει κοινωνικά ανταλλάγματα.
Αυτό οδηγεί στην πολιτική αποστελέχωση των συνδικαλιστών οργάνων, και συγκεκριμένα, στο τέλος της «διπλής ένταξης», συνδικαλιστικής και κομματικής. Από εδώ προκύπτουν δύο αντίρροπες κατευθύνσεις. Η πρώτη παρακάμπτει το πολιτικό πεδίο, εστιάζοντας αποκλειστικά στην επαγγελματική διεκδίκηση με την αυστηρή έννοια του όρου. Η δεύτερη κατεύθυνση συνίσταται στην υποκατάσταση των πολιτικών κομμάτων, εν είδει αναρχο-συνδικαλισμού. Χωρίς όμως παράλληλη ανάληψη ευθύνης, με μικρές πινελιές, σχεδόν ανεπαίσθητα. Ο κίνδυνος που ελλοχεύει εδώ είναι να επιλεγεί ένας λάθος χώρος συζήτησης, στη προσπάθεια να κλείσει, με ένα παράτολμο «αποτέλεσμα υποκατάστασης», η «μαύρη τρύπα» της θεσμικής πολιτικής.
Ωστόσο, η πολιτική αποψίλωση του συνδικαλιστικού κινήματος τείνει να ενισχύσει το πολιτικό χάσμα, αφήνοντας το πολιτικό παιχνίδι να διεξάγεται μεταξύ των επαγγελματιών πολιτικών και των εμπειρογνωμόνων, με τον λαό στην (α)γωνία. Η υπερβολική αποστασιοποίηση από την πολιτική μπορεί να αποδειχτεί εξίσου επιβλαβής όσο και η υποταγή στο κομματικό σύστημα. Στην πραγματικότητα, είναι αδύνατον να οικοδομήσουμε τη συνδικαλιστική ανεξαρτησία πάνω στα ερείπια της κομματικής αξιοπιστίας.
Η λογική τού «όλα σάπια» απονευρώνει τελικά οποιαδήποτε μορφή συλλογικής δράσης. Είναι όμως αδήριτη ανάγκη η θεσμική πολιτική να σταματήσει να συνθηκολογεί με την οικονομική εξουσία και να εκπληρώσει τα καθήκοντά της ως πεδίου δημοκρατικών στοχοθετήσεων, αναδεικνύοντας μοχλούς για τον κοινωνικό μετασχηματισμό όπου το τι θα κάνουμε, με ποιον και πώς αποτελούν αλληλένδετη ενότητα. Μόνο κάτω από αυτές τις συνθήκες το πέρασμα από τον συνδικαλισμό στη πολιτική δεν είναι αλλαγή στοιχείου ή αναστροφή κατάστασης αλλά μια γενική δέσμευση ενεργών πολιτών για να θέσουν προ των ευθυνών της τη πολιτική σκηνή τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ευρώπη.
* Είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας και καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Παρίσι 8. Το κείμενο αναδημοσιεύεται από τη σημερινή «Libération» (2 Ιανουαρίου 2014) σε ελεύθερη απόδοση του συγγραφέα. Προσωπική ιστοσελίδα: http://vakaloulis.wordpress.com