Το βασικό ερώτημα που προκύπτει σε σχέση με το μέλλον της ΕΕ δεν
είναι ότι χρειάζεται η πολιτική ενοποίηση αλλά πρώτον αν μπορεί να
πραγματοποιηθεί. Ας επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε το ερώτημα
αναδεικνύοντας τις δυσκολίες οι οποίες εγγενώς υφίστανται. Η νεώτερη ιστορία της Ευρώπης είναι υπό μιαν έννοια ταυτισμένη με την
εμφάνιση και τη συγκρότηση των σύγχρονων εθνικών κρατών. Από το 16ο
μέχρι και τον 20ο αιώνα η Ευρώπη γίνεται η γεωγραφική περιοχή στην οποία
λαμβάνει χώρα η δημιουργία ενός μοναδικού πολιτειακού φαινομένου στη
νεώτερη ιστορία της ανθρωπότητας ,του έθνους κράτους , το οποίο
εξακολουθεί μέχρι και τις μέρες μας να συνιστά το βασικό θεσμικό
υποκείμενο των διεθνών σχέσεων. Η ευρωπαϊκή νεωτερικότητα είναι
δημιουργός χώρος της ανάδυσης του νεότερου κυρίαρχου κράτους. Στη βάση
της νεωτερικότητας θεωρίας της κυριαρχίας υπάρχει ένα περιεχόμενο που
πληρώνει και τρέφει τη μορφή της κυρίαρχης εξουσίας: η
κεφαλαιοκρατική ανάπτυξη και επικύρωση της αγοράς ως θεμελίου των αξιών
της κοινωνικής αναπαραγωγής. Χωρίς αυτό το περιεχόμενο , που εργάζεται
αενάως στο εσωτερικό του μηχανισμού κυριαρχίας , αυτή (η μορφή
κυριαρχίας) δεν θα είχε καταφέρει να καταλάβει ηγεμονική θέση σε
παγκόσμια κλίμακα. Ο ευρωκεντρισμός διαφοροποιήθηκε από τους υπόλοιπους
εθνοκεντρισμούς (όπως τον σινοκεντρισμό) και απέκτησε παγκόσμια περιωπή ,
κυρίως επειδή υποστηρίχθηκε από τις δυνάμεις του κεφαλαίου. Η ευρωπαϊκή
νεωτερικότητα είναι αδιαχώριστη από την κεφαλαιοκρατία. Είναι μια
κεφαλαιοκρατική κυριαρχία, μια μορφή προστάγματος το οποίο υπερκαθορίζει
τη σχέση μεταξύ ατομικότητας και καθολικότητας ως λειτουργία της
ανάπτυξης του κεφαλαίου.
Η Ευρώπη είναι ο κλασικός ιστορικός χώρος μιας πολυμορφίας που βρίσκει
έκφραση στην ευρωπαϊκή πολυκρατικότητα. Οι ευρωπαϊκοί λαοί είναι
συνειδησιακά ταυτισμένοι με το κράτος ως θεσμική κατοχύρωση και έκφραση
της «πατρίδος τους» της γλώσσας τους, της ιστορίας τους, των παραδόσεών
τους , σε πολλές περιπτώσεις του θρησκευτικού δόγματος που επικρατεί,
ακόμα δε της εθνικής τους φυσιογνωμίας.
Η αστική διατύπωση της έννοιας της εθνικής κυριαρχίας έχει υπερβεί κατά
πολύ κάθε προγενέστερη διατύπωση της νεωτερικής έννοιας της κυριαρχίας.
Η εθνική ιδιαιτερότητα είναι μια κραταιά καθολικότητα. Όλα τα νήματα
μιας μακριάς εξέλιξης κατέληξαν στην Ταυτότητα , δηλαδή την πνευματική
ουσία, του λαού και του έθνους υπάρχει ένα έδαφος εμπλουτισμένο με
πολιτισμικές σημασίες., με μια κοινή ιστορία και μια γλωσσική κοινότητα.
Υπάρχει όμως επιπλέον η εδραίωση μιας ταξικής νίκης, μιας σταθερής
αγοράς, η δυνατότητα οικονομικής επέκτασης και νέοι χώροι για επενδύσεις
και εκπολιτισμό. Η κατασκευή της εθνικής ταυτότητας εγγυάται μια
διαρκώς ενισχυόμενη νομιμοποίηση και το δικαίωμα και την εξουσία μιας
ιερής και απαραβίαστης , ακαταπολέμητης ενότητας.
Είναι πολύ δύσκολο να εγκαταλείψουν τη «σιγουριά της γνώριμης και
οικείας εστίας τους» και να συναινέσουν σε κάτι που είναι απόμακρο ,
άγνωστο , μη οικείο, γραφειοκρατικό τεχνοκρατικό και απροσπέλαστο. Οι
θεσμοί των Βρυξελλών θεωρούνται απόμακροι και νεφελώδεις.
Σε αντίθεση με τα κρατικά Κοινοβούλια, τα πολιτικά κόμματα, τις
συνδικαλιστικές οργανώσεις και όλες τις συνιστώσες του έθνους-κράτους, η
Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει καταφέρει καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορικής
της διαδρομής να δημιουργήσει οποιοδήποτε δεσμό με τον Ευρωπαίο πολίτη.
Για παράδειγμα, ακόμη και ο πιο ενημερωμένος κεντροδεξιός ή
κεντροαριστερός Ευρωπαίος ελάχιστα κόπτεται για τις τύχες του Ευρωπαϊκού
Λαϊκού ή Σοσιαλιστικού Κόμματος, το οποίο υποτίθεται ότι εκπροσωπεί
τις ιδέες του στο Ευρωκοινοβούλιο. Φαίνεται ότι στην περίπτωση αυτή
είναι προτιμητέα «η τυραννία της οικειότητας» από το φόβο του απόμακρου
και μη οικείου υπερκράτους.
Η αντίθεση των ευρωπαϊκών λαών φυσικά δεν είναι ομοιόμορφη μεταξύ των
κρατών –μελών αλλά και υπό μίαν άποψη δεν είναι ούτε εντελώς μετρήσιμη
διότι βασίζεται σε ορισμένες εκφάνσεις του «φαντασιακού» κάθε λαού που
καμιά «συνολο-ταυτιστική» ή «ορθολογική» μέθοδος δεν δύναται να την
καταγράψει. Εκφράζεται όμως σε σημαντικές καμπές της ιστορίας και αυτό
είναι εμφανές και στα δημοψηφίσματα για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα ή την
Ευρωπαϊκή Συνθήκη αλλά όχι μόνο σε αυτά.
.6 Παρά τη θεσμική ανάπτυξη του
ευρωπαϊκού οικοδομήματος, το έθνος-κράτος παραμένει ο κύριος εκφραστής
της πολιτικής και στρατιωτικής ισχύος, ο αποδέκτης κοινωνικών αιτημάτων,
αλλά και το βασικό σημείο αναφοράς στην οργάνωση των κοινωνιών. Εν
ολίγοις, η αποτυχία ή ο εξευτελισμός της Ευρώπης δεν φαίνεται να βαρύνει
ουδόλως στις συνειδήσεις των πολιτών της, όπως θα συνέβαινε με την
πατρίδα τους. Επιπλέον, η απόρριψη μιας συνθήκης δεν έχει κάποιο άμεσο
και εμφανές αντίκτυπο στην καθημερινότητα των Ευρωπαίων, εκτός ίσως από
τον προβληματισμό που δημιουργεί στους πολιτικούς τους ηγέτες, κάτι που
ελάχιστα συγκινεί. Είναι νομίζω η απόδειξη ότι «κανείς δεν ερωτεύεται
έννοιες όπως η κοινή αγορά». Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ευνόητα μπορεί να
υποστηριχθεί ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι σχεδόν αδύνατη, ελλείψει
ενός «ευρωπαϊκού πατριωτισμού».
Παράλληλα η παρούσα οικονομική και κοινωνική κατάσταση που επικρατεί
σήμερα στην Ευρώπη, με πρωτοβουλίες κυρίως της γερμανικής κυβέρνησης,
συμβάλλει καταλυτικά στην αποδόμηση οποιασδήποτε έστω και συμβολικής
εικόνας της Ενιαίας Ευρώπης. Η άνοδος των ακροδεξιών δυνάμεων είναι
χαρακτηριστική. Όμως συνοδεύεται και από την άνοδο του σκεπτικισμού για
το ευρωπαϊκό οικοδόμημα πολλών τμημάτων του πληθυσμού τα οποία
εμφορούνται καθόλα από δημοκρατικές ιδέες και μέχρι τώρα ήταν φίλα
προσκείμενες στο όραμα της Ενωμένης Ευρώπης.
Ο μόνος συνδετικός κρίκος ο οποίος παραμένει σήμερα φαίνεται ότι είναι ο
φόβος της διάλυσης και αυτό που θα επακολουθήσει. Όμως δεν είναι τόσο
ισχυρός ώστε να διατηρήσει ενωμένη την … Ενωμένη Ευρώπη.