Κώστας Μελάς-Καθηγητής Οικονομικών, ΣυγγραφέαςΟ
μεγάλος συνασπισμός που συμφωνήθηκε στη Γερμανία δεν θα φέρει την
καταστροφή ούτε θα αναστρέψει προς το καλύτερο την υπάρχουσα κατάσταση
στην Γερμανία και στην Ευρώπη σε αντίθεση με πολλές προβλέψεις που
έκαναν οι σχολιαστές το προηγούμενο διάστημα. Με ελάχιστες παρεκκλίσεις
θα κινηθεί στις ίδιες ράγες που μέχρι τώρα κινούνταν. Οι Γερμανοί έχουν
άκαμπτη αντίληψη για την οικονομία.Στο εσωτερικό της Γερμανίας θα υπάρξει μικρή αύξηση των δημοσίων
δαπανών κυρίως υπέρ του κοινωνικού κράτους. Μετά τις μεταρρυθμίσεις
στον κοινωνικό τομέα από την κυβέρνηση Σρέντερ, μετά τη σύνταξη στα 67,
που αποφάσισε ο προηγούμενος μεγάλος συνασπισμός, μετά τη στροφή προς
τις επιχειρήσεις που έκανε η τελευταία κυβέρνηση Μέρκελ, τώρα ξεκινάει
πάλι μια πιο κοινωνική πολιτική: το 2015 έρχεται -έστω και με εξαιρέσεις
και μεταβατικές ρυθμίσεις- το κατώτατο ωρομίσθιο, βελτιώνονται οι
παροχές στο συνταξιοδοτικό και στον τομέα της φροντίδας, μπαίνει φρένο
στις αυξήσεις των ενοικίων.
Με τον τρόπο αυτό CDU και SPD διορθώνουν τα λάθη των προηγούμενων πολιτικών τους: τη μεγάλη αύξηση των χαμηλόμισθων εργαζομένων, που χρειάζονται κρατική στήριξη, την εκ των πραγμάτων μείωση των συντάξεων από τη γενική αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης. Η προβλεπόμενη αύξηση των δαπανών υπολογίζεται γύρω στα 20 δις ευρώ. Αποτελεί ικανό μέγεθος για να υποβοηθήσει την γενικότερη ανάπτυξη της ευρωζώνης; Σίγουρα όχι . Όμως αυτό υπάρχει.Παράλληλα η παραπάνω συμφωνία την οποία έξυπνα η Μέρκελ πίστωσε και στους σοσιαλδημοκράτες , της επιτρέπει να διατηρήσει την πολιτική λιτότητας που η Γερμανία κηρύττει στην υπόλοιπη Ευρώπη, ιδίως στα ασθενέστερα μέλη της Ευρωζώνης.
Οι συνέπειες της διαδικασίας των διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης ενίσχυσαν την προσέγγιση της Μέρκελ για την κρίση του ευρώ - δεν αποτελεί πλέον μόνο τη στρατηγική του κόμματός της, αλλά προσυπογράφεται και από το SPD.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να αναμένει τίποτε περισσότερο από τη νέα γερμανική κυβέρνηση εκτός από την υλοποίηση της δέσμευσης του Νοεμβρίου 2012 περί αναδιάρθρωσης του δημοσίου χρέους με την προϋπόθεση επίτευξης πρωτογενούς πλεονάσματος. Αν η αναδιάρθρωση είναι σημαντική και περιορίσει το κόστος χρηματοδότησης (από 6δις το 2014 στο ήμισυ ) ενώ συγχρόνως μειωθεί σημαντικά το απαιτούμενο εκ του προγράμματος ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος έτσι ώστε να παραμείνει το υπόλοιπο εντός του εισοδηματικού κυκλώματος, θα αποτελέσει μια ανάσα στην πληττόμενη από έλλειψη ρευστότητας ελληνική οικονομία. Θα πρέπει να υπογραμμισθεί επίσης ότι η βοήθεια από την μελλοντική αύξηση της εγχώριας ζήτησης στη Γερμανία θα έχει ασήμαντα έως μηδενικά αποτελέσματα στην ελληνική οικονομία. Ακόμη δεν προβλέπεται κανένα είδος επενδυτικής ή άλλης παρόμοιας βοήθειας με πρωτοβουλία της νέας γερμανικής κυβέρνησης.
Από την άλλη μεριά η ακολουθούμενη δημοσιονομική πολιτική δεν πρόκειται να χαλαρώσει και η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει από μόνη της να βρει λύσεις σε όλα τα υπόλοιπα καυτά θέματα ,και αν περιοριστούμε στα οικονομικά , στο σκέλος της μεγέθυνσης της οικονομίας η οποία φαντάζει το μόνο δικό μας που μας έχει απομείνει. Εδώ τα προβλήματα είναι πολλαπλής δυσκολίας διότι ο σχεδιασθείς ως βασικός επενδυτικός μοχλός, οι ιδιωτικοποιήσεις, δεν μπορεί να φέρει σε πέρας αυτή την αποστολή. Το ίδιο παρατηρείται και για τις εξαγωγές. Επομένως κάτι άλλο θα πρέπει να σχεδιάσει η κυβέρνηση.
Με τον τρόπο αυτό CDU και SPD διορθώνουν τα λάθη των προηγούμενων πολιτικών τους: τη μεγάλη αύξηση των χαμηλόμισθων εργαζομένων, που χρειάζονται κρατική στήριξη, την εκ των πραγμάτων μείωση των συντάξεων από τη γενική αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης. Η προβλεπόμενη αύξηση των δαπανών υπολογίζεται γύρω στα 20 δις ευρώ. Αποτελεί ικανό μέγεθος για να υποβοηθήσει την γενικότερη ανάπτυξη της ευρωζώνης; Σίγουρα όχι . Όμως αυτό υπάρχει.Παράλληλα η παραπάνω συμφωνία την οποία έξυπνα η Μέρκελ πίστωσε και στους σοσιαλδημοκράτες , της επιτρέπει να διατηρήσει την πολιτική λιτότητας που η Γερμανία κηρύττει στην υπόλοιπη Ευρώπη, ιδίως στα ασθενέστερα μέλη της Ευρωζώνης.
Οι συνέπειες της διαδικασίας των διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης ενίσχυσαν την προσέγγιση της Μέρκελ για την κρίση του ευρώ - δεν αποτελεί πλέον μόνο τη στρατηγική του κόμματός της, αλλά προσυπογράφεται και από το SPD.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να αναμένει τίποτε περισσότερο από τη νέα γερμανική κυβέρνηση εκτός από την υλοποίηση της δέσμευσης του Νοεμβρίου 2012 περί αναδιάρθρωσης του δημοσίου χρέους με την προϋπόθεση επίτευξης πρωτογενούς πλεονάσματος. Αν η αναδιάρθρωση είναι σημαντική και περιορίσει το κόστος χρηματοδότησης (από 6δις το 2014 στο ήμισυ ) ενώ συγχρόνως μειωθεί σημαντικά το απαιτούμενο εκ του προγράμματος ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος έτσι ώστε να παραμείνει το υπόλοιπο εντός του εισοδηματικού κυκλώματος, θα αποτελέσει μια ανάσα στην πληττόμενη από έλλειψη ρευστότητας ελληνική οικονομία. Θα πρέπει να υπογραμμισθεί επίσης ότι η βοήθεια από την μελλοντική αύξηση της εγχώριας ζήτησης στη Γερμανία θα έχει ασήμαντα έως μηδενικά αποτελέσματα στην ελληνική οικονομία. Ακόμη δεν προβλέπεται κανένα είδος επενδυτικής ή άλλης παρόμοιας βοήθειας με πρωτοβουλία της νέας γερμανικής κυβέρνησης.
Από την άλλη μεριά η ακολουθούμενη δημοσιονομική πολιτική δεν πρόκειται να χαλαρώσει και η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει από μόνη της να βρει λύσεις σε όλα τα υπόλοιπα καυτά θέματα ,και αν περιοριστούμε στα οικονομικά , στο σκέλος της μεγέθυνσης της οικονομίας η οποία φαντάζει το μόνο δικό μας που μας έχει απομείνει. Εδώ τα προβλήματα είναι πολλαπλής δυσκολίας διότι ο σχεδιασθείς ως βασικός επενδυτικός μοχλός, οι ιδιωτικοποιήσεις, δεν μπορεί να φέρει σε πέρας αυτή την αποστολή. Το ίδιο παρατηρείται και για τις εξαγωγές. Επομένως κάτι άλλο θα πρέπει να σχεδιάσει η κυβέρνηση.