Η σκληρή κριτική του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ στη Γερμανία δεν
εκπλήττει κανέναν στον βαθμό που δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να
συμπυκνώνει τις γνωστές αιτιάσεις της Ουάσιγκτον προς το Βερολίνο. Η
αμερικανική τοποθέτηση έρχεται σε μια δυσμενή για τις ΗΠΑ στιγμή, όταν η
πλειοψηφία των εταίρων τους εντός και εκτός Ευρώπης βάλλουν με αφορμή
την ηλεκτρονική κατασκοπεία χωρίς σύνορα της NSA κατά της Ουάσιγκτον.
Εδώ και τρία χρόνια οι σχέσεις ΗΠΑ - Γερμανίας είναι δίχως υπερβολή μια σύγκρουση σε αναμονή: Πότε η σκληρή γλώσσα Σόιμπλε μπροστά στον τότε Αμερικανό ομόλογό του Γκάιτνερ, πότε η αποχή της Γερμανίας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ στη συζήτηση την άνοιξη του 2011 για τη Λιβύη, και με πιο πρόσφατο παράδειγμα το σχέδιο του υπουργού Αμυνας Ντε Μεζιέρ για διαίρεση του NATO σε πόλους με επικεφαλής ισχυρούς εταίρους. Αν η σύγκρουση δεν προχωρά πέραν της καταγραφής των αποκλίσεων, αυτό οφείλεται σε δύο λόγους:
Πρώτον, μια περαιτέρω κλιμάκωση της αντιπαράθεσης θα ήταν επιζήμια για την εμπιστοσύνη των αγορών και προς τις δύο πλευρές.
Δεύτερον, η υποταγή του Νότου και της Γαλλίας αλλά και της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης στο Βερολίνο είναι μια σκληρή πραγματικότητα που δεν επιτρέπει στην Ουάσιγκτον να ελιχθεί στις εσωτερικές ισορροπίες και συσχετισμούς της Ευρωζώνης και της ΕΕ.
Να προσθέσουμε και έναν τρίτο λόγο της διστακτικότητας των ΗΠΑ, που δεν είναι άλλος από την με υπαιτιότητα του Κάμερον περιθωριοποίηση της Βρετανίας στην Ε.Ε.
Πέραν του ότι το Βερολίνο με τις επιλογές του παρενοχλεί και αυξάνει το κόστος της οικονομικής πολιτικής του Ομπάμα, υπάρχει και η πάγια αρχή αιώνων της γεωπολιτικής: Η κυρίαρχη θαλάσσια δύναμη -στο παρελθόν η Βρετανία, σήμερα οι ΗΠΑ- δεν μπορεί να αποδεχθεί την πλήρη κυριαρχίας μιας μεγάλης δύναμης στην ηπειρωτική Ευρώπη.
Ομως αν οι ΗΠΑ επενέβησαν δύο φορές στην Ευρώπη τον 20ό αιώνα στηρίχθηκαν στο υπαρκτό, έστω και συγκυριακά, ηττημένο στρατόπεδο των αντιπάλων της Γερμανίας. Χωρίς αυτή την προϋπόθεση η αμερικανική δυσαρέσκεια δύσκολα θα γίνει κάτι παραπάνω από επικριτικός σχολιασμός.ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΟΠΟΥΛΟΣ-kapopoulos@pegasus.gr
Εδώ και τρία χρόνια οι σχέσεις ΗΠΑ - Γερμανίας είναι δίχως υπερβολή μια σύγκρουση σε αναμονή: Πότε η σκληρή γλώσσα Σόιμπλε μπροστά στον τότε Αμερικανό ομόλογό του Γκάιτνερ, πότε η αποχή της Γερμανίας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ στη συζήτηση την άνοιξη του 2011 για τη Λιβύη, και με πιο πρόσφατο παράδειγμα το σχέδιο του υπουργού Αμυνας Ντε Μεζιέρ για διαίρεση του NATO σε πόλους με επικεφαλής ισχυρούς εταίρους. Αν η σύγκρουση δεν προχωρά πέραν της καταγραφής των αποκλίσεων, αυτό οφείλεται σε δύο λόγους:
Πρώτον, μια περαιτέρω κλιμάκωση της αντιπαράθεσης θα ήταν επιζήμια για την εμπιστοσύνη των αγορών και προς τις δύο πλευρές.
Δεύτερον, η υποταγή του Νότου και της Γαλλίας αλλά και της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης στο Βερολίνο είναι μια σκληρή πραγματικότητα που δεν επιτρέπει στην Ουάσιγκτον να ελιχθεί στις εσωτερικές ισορροπίες και συσχετισμούς της Ευρωζώνης και της ΕΕ.
Να προσθέσουμε και έναν τρίτο λόγο της διστακτικότητας των ΗΠΑ, που δεν είναι άλλος από την με υπαιτιότητα του Κάμερον περιθωριοποίηση της Βρετανίας στην Ε.Ε.
Πέραν του ότι το Βερολίνο με τις επιλογές του παρενοχλεί και αυξάνει το κόστος της οικονομικής πολιτικής του Ομπάμα, υπάρχει και η πάγια αρχή αιώνων της γεωπολιτικής: Η κυρίαρχη θαλάσσια δύναμη -στο παρελθόν η Βρετανία, σήμερα οι ΗΠΑ- δεν μπορεί να αποδεχθεί την πλήρη κυριαρχίας μιας μεγάλης δύναμης στην ηπειρωτική Ευρώπη.
Ομως αν οι ΗΠΑ επενέβησαν δύο φορές στην Ευρώπη τον 20ό αιώνα στηρίχθηκαν στο υπαρκτό, έστω και συγκυριακά, ηττημένο στρατόπεδο των αντιπάλων της Γερμανίας. Χωρίς αυτή την προϋπόθεση η αμερικανική δυσαρέσκεια δύσκολα θα γίνει κάτι παραπάνω από επικριτικός σχολιασμός.ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΟΠΟΥΛΟΣ-kapopoulos@pegasus.gr