του Μάριου Ευρυβιάδη*
Η ρευστότητα στη Μέση Ανατολή τρέχει με τέτοια ταχύτητα που είναι σχεδόν αδύνατο να παρακολουθεί κανείς επισταμένα τις εξελίξεις. Και όμως πρέπει, διότι μεταπολεμικά είναι οι εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, η οποία για στρατηγικούς σχεδιασμούς συμπεριελάμβανε πάντοτε την Μεσόγειο (σίγουρα την Ανατολική της λεκάνη) που διαδραμάτισαν καταλυτικό ρόλο στην «πορεία» του Κυπριακού και των ελληνοτουρκικών σχέσεων, με ορατά τα αρνητικά αποτελέσματα, και οι οποίες φαίνεται και πάλι να αλλάζουν άρδην και ταυτόχρονα να περιπλέκονται.
Με τα σημερινά δεδομένα, κυρίως την άθλια οικονομική κατάσταση Ελλάδας και Κύπρου, δεν πιστεύω ότι τα δυο αυτά κράτη μπορούν να πράξουν κάτι περισσότερο από το να αμύνονται, προς το παρών, ώστε να αποφύγουν τα χειρότερα. Ωστόσο, κατά το ελάχιστο θα πρέπει να γνωρίζουν τι συμβαίνει γύρω τους ώστε η άμυνά τους να είναι αποτελεσματική. Και μέσω μιας αποτελεσματικής άμυνας ίσως να ανακτηθούν η αυτοπεποίθηση, η αξιοπρέπεια και η αξιοπιστία, απαραίτητα εργαλεία για την εξυπηρέτηση εθνικών σκοπών και στόχων και την ισότιμη συμμετοχή στα διεθνή δρώμενα.
Μια φαινομενικά δραματική εξέλιξη των τελευταίων 2-3 μηνών στον ευρύτερο χώρο της Μέσης Ανατολής, που πρέπει Αθήνα και Λευκωσία να παρακολουθούν και να μελετούν για να μαθαίνουν πως παίζεται το "παιχνίδι των εθνών"(the game of nations) και πως εξυπηρετούνται εθνικά συμφέροντα χωρίς κραυγές, τυμπανοκρουσίες, σωβινισμούς και διεθνιστικές κορώνες, είναι η προσέγγιση μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ισραήλ.
Το «δραματικό» της προσέγγισης αυτής είναι ότι φαίνεται να λαμβάνει χώρα μέσα σε ένα πλαίσιο «αντιπαράθεσης» με τις Ηνωμένες Πολιτείες που, σε τελική ανάλυση είναι το κράτος που άτυπα μεν αλλά ουσιαστικά παρέχει σε Ιερουσαλήμ και Ριάντ εγγυήσεις για την ασφάλειά τους εδώ και δεκαετίες.
Στην περίπτωση της Σαουδικής Αραβίας οι εγγυήσεις υφίστανται από το 1945 με την συνάντηση του Προέδρου Ρούσβελτ και του ιδρυτή της δυναστείας των Σαούντ και πρώτου βασιλιά της «Σαουδικής» πλέον Αραβίας, Αμπντούλ Αζίζ Σαούντ. Τότε, με αντάλλαγμα την πρόσβαση στα πετρέλαια του Σαούντ, ο Ρούσβελτ (άτυπα, δηλαδή χωρίς υπογραφή συνθήκης) προσέφερε Αμερικανική ομπρέλα ασφαλείας προς τη δυναστεία των Σαούντ, που συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας. Στην περίπτωση του Ισραήλ, οι Αμερικανικές εγγυήσεις άρχισαν με την Τριμερή Συμφωνία του 1950, όπου ΗΠΑ, Βρετανία και Γαλλία αποδέχθηκαν τα «σύνορα» μεταξύ Ισραηλινών και Αράβων μετά τον πόλεμο του 1948 . Οι εγγυήσεις αυτές στην περίπτωση του Ισραήλ συνεχίσθηκαν από τότε με την ανάπτυξη διμερών στρατηγικών σχέσεων, κυρίως επί προεδρίας Ρέηγκαν. Ωστόσο, και στην περίπτωση του Ισραήλ οι αμερικανικές εγγυήσεις είναι ντε φάκτο και χωρίς θεσμικές δεσμεύσεις.
Επί του προκειμένου, λόγω (α) της άρνησης της κυβέρνησης Ομπάμα να χρησιμοποιήσει αμερικανικές δυνάμεις για να ανατρέψει τον Άσσαντ και (β) αλλά κυρίως λόγω του πρόσφατου ανοίγματος της Ουάσιγκτον προς την Τεχεράνη, Σαουδάραβες και Ισραηλινοί «διαπιστώνουν» ότι η Ουάσιγκτον όχι μόνο δεν τους είναι «αλληλέγγυα» αλλά την κατηγορούν για «αναξιοπιστία». Οι μεν Σαουδάραβες κατηγορούν τις ΗΠΑ ευθέως, ενώ οι Ισραηλινοί έμμεσα μεν αλλά χωρίς αυτό να μην γίνεται κατανοητό από την Ουάσιγκτον.
Και εδώ αρχίζει το «παιχνίδι των εθνών» στο οποίο προαναφέρθηκα.
Για μια σειρά από λόγους αλλά κυρίως διότι οι Αμερικάνοι συνειδητοποίησαν ότι το «αντάρτικο» κατά του καθεστώτος Άσσαντ δεν οδηγεί πουθενά και πιθανόν, λόγω του ισλαμοφασιστικού του χαρακτήρα να οδηγήσει σε «αφγανοποίηση» της Συρίας, η Ουάσιγκτον αποφάσισε ότι δεν θα χρησιμοποιήσει τη δύναμή της για να ανατρέψει τον Άσσαντ.
Η απόφαση αυτή, ως δηλωτική της «βούλησης" των ΗΠΑ για μη εμπλοκή, ενοχλεί Ισραηλινούς και Σαουδάραβες. Περισσότερο όμως τους δεύτερους που έχουν επενδύσει λεφτά και την αξιοπιστία τους για την ανατροπή του Άσσαντ.
Στην περίπτωση του Ιράν ενοχλούνται εξίσου Ισραηλινοί και Σαουδάραβες αλλά άμεσα οι Ισραηλινοί. Οι τελευταίοι θεωρούν το Ιράν, στη συγκεκριμένη συγκυρία, ως τη μεγαλύτερη για αυτούς απειλή λόγω της πιθανότητας να αποκτήσει πυρηνικά όπλα. Η Σαουδική Αραβία φοβάται εξίσου το Ιράν αλλά μακροπρόθεσμα διότι (α) οι Ιρανοί είναι μεν μουσουλμάνοι αλλά όχι Άραβες και (β) κυρίως όμως διότι
ως Σιίτες μουσουλμάνοι αμφισβητούν γενικά το Σουννιτική δόγμα του Ισλαμ και κατ´επέκταση τη νομιμότητα της κατοχής των Ιερών Τόπων (Μέκκα και Μεδίνα) από τη Σουννιτική σφετεριστική δυναστεία των Σαούντ.
Ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνω, Ιερουσαλήμ και Ριάντ έχουν αρχίσει ένα εργαλειακό «φλέρτ» με στόχο μια κοινή συμμαχία κατά των σιιτών του Ιράν και βέβαια του σημαντικού συμμάχου του Ιράν που είναι η Συρία του Άσσαντ. Και όπως προανέφερα η συμμαχία αυτή εξελίσσεται ανταγωνιστικά με την Ουάσιγκτον. Η ανίερη αυτή συμμαχία μπορεί να καταλήξει και σε μια στρατιωτική Ισραηλινή επιχείρηση κατά του Ιράν, μέσω Σαουδικής Αραβίας που γεωγραφικά προσφέρει την καλύτερη πρόσβαση στους Ισραηλινούς.
Εδώ έχουμε δυο κράτη που δεν έχουν τίποτα το κοινό μεταξύ τους και που κατά καιρούς συγκρούονται πολυεπίπεδα αλλά που έχουν τώρα μεγαλύτερο κοινό εχθρό το σιιτικό Ισλάμ (και τον σύμμαχο του, Άσσαντ), να συνασπίζονται για να εξυπηρετήσουν μεσοπρόθεσμα συμφέροντά τους. Ο εχθρός του εχθρού γίνεται φίλος και μελλοντικά έχουν...Ιεχωβάς και Αλλαχ.
Ισραήλ και Σαουδική Αραβία κατηγορούν τις ΗΠΑ για … "αναξιοπιστία" εναντίον τους (και μαζί τους εδώ είναι και η Τουρκία που θέλει και αυτή το κεφάλι του ηγέτη της Συρίας ) διότι η Ουάσιγκτον, εκτιμώντας το δικό της συμφέρον, αρνείται να ανοίξει πολεμικά μέτωπα σε Συρία και Ιράν ώστε να εξυπηρετηθούν … Ισραήλ και Σαουδική Αραβία.
Το «παιχνίδι των εθνών» είναι ριψοκίνδυνο. Ισραήλ και Σαουδική Αραβία ριψοκινδυνεύουν πολλά εάν τελικά αψηφίσουν τις ΗΠΑ και υλοποιήσουν πολιτικές που να υποσκάπτουν τα Αμερικανικά συμφέροντα . Μπορεί όμως και να το πράξουν διότι έτσι στάθμησαν τα πράγματα και τα συμφέροντα τους. Συνειδητοποιώντας δηλαδή οτι κινδυνεύουν να χάσουν περισσότερα εάν αφήσουν την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους σε τρίτους.
Έτσι είναι που παίζεται το "παιχνίδι των εθνών". Και κατά το ελάχιστο, κάθε κράτος πρέπει να το γνωρίζει . Και κυρίως οτι χωρίς αμοιβαιότητα κανένας στο παιγνίδι αυτό, που έχει εγγενείς κινδύνους, δεν λειτουργεί βασιλικότερα του βασιλέα. Αλλιώς το παιγνίδι θα παίζεται συνεχώς σε βάρος του. Μέχρι που μια μέρα θα πάψει να υφίσταται ως αυτεξούσιο και θα μετατραπεί σε σατραπεία.
* Ο Μάριος Ευρυβιάδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Η ρευστότητα στη Μέση Ανατολή τρέχει με τέτοια ταχύτητα που είναι σχεδόν αδύνατο να παρακολουθεί κανείς επισταμένα τις εξελίξεις. Και όμως πρέπει, διότι μεταπολεμικά είναι οι εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, η οποία για στρατηγικούς σχεδιασμούς συμπεριελάμβανε πάντοτε την Μεσόγειο (σίγουρα την Ανατολική της λεκάνη) που διαδραμάτισαν καταλυτικό ρόλο στην «πορεία» του Κυπριακού και των ελληνοτουρκικών σχέσεων, με ορατά τα αρνητικά αποτελέσματα, και οι οποίες φαίνεται και πάλι να αλλάζουν άρδην και ταυτόχρονα να περιπλέκονται.
Με τα σημερινά δεδομένα, κυρίως την άθλια οικονομική κατάσταση Ελλάδας και Κύπρου, δεν πιστεύω ότι τα δυο αυτά κράτη μπορούν να πράξουν κάτι περισσότερο από το να αμύνονται, προς το παρών, ώστε να αποφύγουν τα χειρότερα. Ωστόσο, κατά το ελάχιστο θα πρέπει να γνωρίζουν τι συμβαίνει γύρω τους ώστε η άμυνά τους να είναι αποτελεσματική. Και μέσω μιας αποτελεσματικής άμυνας ίσως να ανακτηθούν η αυτοπεποίθηση, η αξιοπρέπεια και η αξιοπιστία, απαραίτητα εργαλεία για την εξυπηρέτηση εθνικών σκοπών και στόχων και την ισότιμη συμμετοχή στα διεθνή δρώμενα.
Μια φαινομενικά δραματική εξέλιξη των τελευταίων 2-3 μηνών στον ευρύτερο χώρο της Μέσης Ανατολής, που πρέπει Αθήνα και Λευκωσία να παρακολουθούν και να μελετούν για να μαθαίνουν πως παίζεται το "παιχνίδι των εθνών"(the game of nations) και πως εξυπηρετούνται εθνικά συμφέροντα χωρίς κραυγές, τυμπανοκρουσίες, σωβινισμούς και διεθνιστικές κορώνες, είναι η προσέγγιση μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ισραήλ.
Το «δραματικό» της προσέγγισης αυτής είναι ότι φαίνεται να λαμβάνει χώρα μέσα σε ένα πλαίσιο «αντιπαράθεσης» με τις Ηνωμένες Πολιτείες που, σε τελική ανάλυση είναι το κράτος που άτυπα μεν αλλά ουσιαστικά παρέχει σε Ιερουσαλήμ και Ριάντ εγγυήσεις για την ασφάλειά τους εδώ και δεκαετίες.
Στην περίπτωση της Σαουδικής Αραβίας οι εγγυήσεις υφίστανται από το 1945 με την συνάντηση του Προέδρου Ρούσβελτ και του ιδρυτή της δυναστείας των Σαούντ και πρώτου βασιλιά της «Σαουδικής» πλέον Αραβίας, Αμπντούλ Αζίζ Σαούντ. Τότε, με αντάλλαγμα την πρόσβαση στα πετρέλαια του Σαούντ, ο Ρούσβελτ (άτυπα, δηλαδή χωρίς υπογραφή συνθήκης) προσέφερε Αμερικανική ομπρέλα ασφαλείας προς τη δυναστεία των Σαούντ, που συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας. Στην περίπτωση του Ισραήλ, οι Αμερικανικές εγγυήσεις άρχισαν με την Τριμερή Συμφωνία του 1950, όπου ΗΠΑ, Βρετανία και Γαλλία αποδέχθηκαν τα «σύνορα» μεταξύ Ισραηλινών και Αράβων μετά τον πόλεμο του 1948 . Οι εγγυήσεις αυτές στην περίπτωση του Ισραήλ συνεχίσθηκαν από τότε με την ανάπτυξη διμερών στρατηγικών σχέσεων, κυρίως επί προεδρίας Ρέηγκαν. Ωστόσο, και στην περίπτωση του Ισραήλ οι αμερικανικές εγγυήσεις είναι ντε φάκτο και χωρίς θεσμικές δεσμεύσεις.
Επί του προκειμένου, λόγω (α) της άρνησης της κυβέρνησης Ομπάμα να χρησιμοποιήσει αμερικανικές δυνάμεις για να ανατρέψει τον Άσσαντ και (β) αλλά κυρίως λόγω του πρόσφατου ανοίγματος της Ουάσιγκτον προς την Τεχεράνη, Σαουδάραβες και Ισραηλινοί «διαπιστώνουν» ότι η Ουάσιγκτον όχι μόνο δεν τους είναι «αλληλέγγυα» αλλά την κατηγορούν για «αναξιοπιστία». Οι μεν Σαουδάραβες κατηγορούν τις ΗΠΑ ευθέως, ενώ οι Ισραηλινοί έμμεσα μεν αλλά χωρίς αυτό να μην γίνεται κατανοητό από την Ουάσιγκτον.
Και εδώ αρχίζει το «παιχνίδι των εθνών» στο οποίο προαναφέρθηκα.
Για μια σειρά από λόγους αλλά κυρίως διότι οι Αμερικάνοι συνειδητοποίησαν ότι το «αντάρτικο» κατά του καθεστώτος Άσσαντ δεν οδηγεί πουθενά και πιθανόν, λόγω του ισλαμοφασιστικού του χαρακτήρα να οδηγήσει σε «αφγανοποίηση» της Συρίας, η Ουάσιγκτον αποφάσισε ότι δεν θα χρησιμοποιήσει τη δύναμή της για να ανατρέψει τον Άσσαντ.
Η απόφαση αυτή, ως δηλωτική της «βούλησης" των ΗΠΑ για μη εμπλοκή, ενοχλεί Ισραηλινούς και Σαουδάραβες. Περισσότερο όμως τους δεύτερους που έχουν επενδύσει λεφτά και την αξιοπιστία τους για την ανατροπή του Άσσαντ.
Στην περίπτωση του Ιράν ενοχλούνται εξίσου Ισραηλινοί και Σαουδάραβες αλλά άμεσα οι Ισραηλινοί. Οι τελευταίοι θεωρούν το Ιράν, στη συγκεκριμένη συγκυρία, ως τη μεγαλύτερη για αυτούς απειλή λόγω της πιθανότητας να αποκτήσει πυρηνικά όπλα. Η Σαουδική Αραβία φοβάται εξίσου το Ιράν αλλά μακροπρόθεσμα διότι (α) οι Ιρανοί είναι μεν μουσουλμάνοι αλλά όχι Άραβες και (β) κυρίως όμως διότι
ως Σιίτες μουσουλμάνοι αμφισβητούν γενικά το Σουννιτική δόγμα του Ισλαμ και κατ´επέκταση τη νομιμότητα της κατοχής των Ιερών Τόπων (Μέκκα και Μεδίνα) από τη Σουννιτική σφετεριστική δυναστεία των Σαούντ.
Ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνω, Ιερουσαλήμ και Ριάντ έχουν αρχίσει ένα εργαλειακό «φλέρτ» με στόχο μια κοινή συμμαχία κατά των σιιτών του Ιράν και βέβαια του σημαντικού συμμάχου του Ιράν που είναι η Συρία του Άσσαντ. Και όπως προανέφερα η συμμαχία αυτή εξελίσσεται ανταγωνιστικά με την Ουάσιγκτον. Η ανίερη αυτή συμμαχία μπορεί να καταλήξει και σε μια στρατιωτική Ισραηλινή επιχείρηση κατά του Ιράν, μέσω Σαουδικής Αραβίας που γεωγραφικά προσφέρει την καλύτερη πρόσβαση στους Ισραηλινούς.
Εδώ έχουμε δυο κράτη που δεν έχουν τίποτα το κοινό μεταξύ τους και που κατά καιρούς συγκρούονται πολυεπίπεδα αλλά που έχουν τώρα μεγαλύτερο κοινό εχθρό το σιιτικό Ισλάμ (και τον σύμμαχο του, Άσσαντ), να συνασπίζονται για να εξυπηρετήσουν μεσοπρόθεσμα συμφέροντά τους. Ο εχθρός του εχθρού γίνεται φίλος και μελλοντικά έχουν...Ιεχωβάς και Αλλαχ.
Ισραήλ και Σαουδική Αραβία κατηγορούν τις ΗΠΑ για … "αναξιοπιστία" εναντίον τους (και μαζί τους εδώ είναι και η Τουρκία που θέλει και αυτή το κεφάλι του ηγέτη της Συρίας ) διότι η Ουάσιγκτον, εκτιμώντας το δικό της συμφέρον, αρνείται να ανοίξει πολεμικά μέτωπα σε Συρία και Ιράν ώστε να εξυπηρετηθούν … Ισραήλ και Σαουδική Αραβία.
Το «παιχνίδι των εθνών» είναι ριψοκίνδυνο. Ισραήλ και Σαουδική Αραβία ριψοκινδυνεύουν πολλά εάν τελικά αψηφίσουν τις ΗΠΑ και υλοποιήσουν πολιτικές που να υποσκάπτουν τα Αμερικανικά συμφέροντα . Μπορεί όμως και να το πράξουν διότι έτσι στάθμησαν τα πράγματα και τα συμφέροντα τους. Συνειδητοποιώντας δηλαδή οτι κινδυνεύουν να χάσουν περισσότερα εάν αφήσουν την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους σε τρίτους.
Έτσι είναι που παίζεται το "παιχνίδι των εθνών". Και κατά το ελάχιστο, κάθε κράτος πρέπει να το γνωρίζει . Και κυρίως οτι χωρίς αμοιβαιότητα κανένας στο παιγνίδι αυτό, που έχει εγγενείς κινδύνους, δεν λειτουργεί βασιλικότερα του βασιλέα. Αλλιώς το παιγνίδι θα παίζεται συνεχώς σε βάρος του. Μέχρι που μια μέρα θα πάψει να υφίσταται ως αυτεξούσιο και θα μετατραπεί σε σατραπεία.
* Ο Μάριος Ευρυβιάδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο