Του Steven Simon
Σύμφωνα με τη βρετανική εθνική οργάνωση outsourcing, το outsourcing έχει ένα πρόβλημα image. Αφού διάβασα ένα άρθρο των New York Times που εκθέτει την ισραηλινή και σαουδαραβική «δυσπεψία» για την τρέχουσα εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, είμαι διατεθειμένος να μοιραστώ αυτή την αρνητική άποψη, ιδιαίτερα όταν αφορά συμμάχους των Αμερικανών που προσπαθούν να αναθέσουν στην Ουάσιγκτον τη δουλειά που αυτοί δεν μπορούν ή δεν θέλουν να κάνουν μόνοι τους. Μερικές φορές, προφανώς, υπάρχουν σημαντικά πράγματα που πρέπει να γίνουν και που οι μικρότερες και λιγότερο ισχυρές χώρες δεν μπορούν να τα κάνουν μόνες τους.
Ακόμη και μεγάλες χώρες μπορούν κάποια στιγμή να αναθέτουν σε τρίτους, όπως στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ παρέθεταν σιγά-σιγά τις δυνάμεις τους, ανέθεσαν το βασικό έργο της καταστροφής της Wehrmacht στη Σοβιετική Ένωση. Ωστόσο, το outsourcing βασίζεται σε συνθήκες συμμαχίας, αλλά ως προϊόν, όταν τα πράγματα πάνε καλά, διαπραγμάτευσης, συναίνεσης για τις υποχρεώσεις των συμμάχων, κοινής αντίληψης για την απειλή και ισχυρής αίσθησης αμοιβαίου συμφέροντος.
Υπάρχει ένα πρόβλημα ωστόσο, όταν οι χώρες πιέζουν δημοσίως τις άλλες να κάνουν πράγματα που δεν μπορούν ή που δεν θα κάνουν χωρίς να έχουν πρώτα οικοδομήσει μια πειστική βάση για την σιωπηρή μεταβίβαση της ευθύνης-χωρίς για παράδειγμα να υπάρχει κοινό συμφέρον ή χωρίς να ληφθούν σοβαρά υπόψη οι ανησυχίες της άλλης χώρας ή απλώς επιδεικνύοντας μια απλή σχέση μεταξύ μέσων και σκοπών. Σε ό,τι αφορά την παρέμβαση των ΗΠΑ στη Συρία, οι Σαουδάραβες απλώς δεν το έθεσαν, τουλάχιστον δημοσίως, και πιθανώς ούτε και σε ιδιωτικό επίπεδο. Και δεν είναι ξεκάθαρο ότι θα το έκαναν διότι, από την οπτική του Ριάντ, αυτή η μάχη φαίνεται να είναι εκδίκηση για αυτό που θεωρεί ότι συνέβη στην περίπτωση του Ιράν, ότι «κατέλαβε» το Ιράκ η σουνιτική διακυβέρνηση. Υπάρχει κάποια ισχύ στην υποκείμενη καταγγελία ότι οι ΗΠΑ απομάκρυναν τον πιο επικίνδυνα στρατηγικό αντίπαλο από τη σκηνή, ενώ ανοίγουν την πόρτα για την ιρανική επιρροή στη Βαγδάτη. Από την οπτική της Σαουδικής Αραβίας, το Ιράκ είναι πλήρως εξαρτημένο από την επιθυμία του Ιράν για την υπεροχή στην περιφέρεια. Εάν βρίσκεται κανείς στο Ριάντ, αυτό πρέπει να του φαίνεται μπερδεμένο.
Η Συρία, από την άποψη αυτή, αντιπροσωπεύει την ευκαιρία για το λεγόμενο rollback, αν και κάποιοι υψηλόβαθμοι Σαουδάραβες, όπως ο πρίγκιπας Turki al-Faisal, είναι αναμφισβήτητα ειλικρινής όταν εκφράζει ανησυχίες για τον πολιορκούμενο λαό της Συρίας. Τώρα, είμαι οπαδός του rollback, τουλάχιστον στο λιβανέζικο πλαίσιο, επομένως μέχρι ενός σημείου αποδέχονται το επιχείρημα των Σαουδαράβων. Ωστόσο, αυτό που δεν ήταν σε θέση να υποστηρίξουν –αυτό που προφανώς δεν προσπάθησαν καν να υποστηρίξουν- είναι πώς το σχέδιο δράσης τους θα φέρει την επιθυμητή έκβαση και όχι απλώς να κάνει την κατάσταση στη Συρία ακόμη πιο αιματηρή και περισσότερο αποσταθεροποιητική από ό,τι είναι. Το ερώτημα που δεν τέθηκε, το οποίο παραδέχεται κανείς ότι ούτε η Ουάσιγκτον θέτει από καιρό σε καιρό, συνήθως με τρομερά αποτελέσματα, είναι «τι γίνεται μετά;».
Εάν οι ΗΠΑ χρησιμοποιήσουν την στρατιωτική τους ισχύ για να ανατρέψουν το συριακό καθεστώς, να υποβαθμίσουν τα όργανα ελέγχου του καθεστώτος, εάν αποδυναμώσουν το στρατό του καθεστώτος και τις παραστρατιωτικές μονάδες στον τομέα μέσω διαρκείς, συντονισμένες αεροπορικές επιθέσεις και χτίσει μια τεράστια δομή πληροφοριών εντός της Συρίας, που είναι απαραίτητη για την εκπαίδευση και τον εξοπλισμό του στρατού της αντιπολίτευσης, οι Σαουδάραβες θα παρέμβουν προσφέροντας το τεράστιο ποσό χρημάτων που χρειάζονται για την ανοικοδόμηση της χώρας; Θα παρέχουν στήριξη στην αστική κοινωνία, στη διακυβέρνηση και στην παροχή των υπηρεσιών που είναι αναγκαίες για να διατηρήσουν τη νέα κυβέρνηση εν ζωή; Ποια θεωρούν πως θα είναι η επόμενη κυβέρνηση εάν οι ΗΠΑ ανατρέψουν στον Assad; Θεωρούν ότι ο πόλεμος θα τελειώσει σε εκείνο το σημείο και τι θα κάνουν εάν δεν τελειώσει; Πόσο σκληρά έχουν εργαστεί οι Σαουδάραβες για να μεταλαμπαδεύσουν το πνεύμα της συμμετοχικότητας που χρειάζεται για να καθησυχάσει τις μειονότητες των Αλεβιτών και των Χριστιανών για την ασφαλή τους θέση στην μετά τον Assad Συρία; Εν ολίγοις, θα αναλάβουν την ευθύνη οι Σαουδάραβες για τη Συρία εάν οι ΗΠΑ καταστρέψουν το καθεστώς και εάν το κάνουν, θα είναι οπωσδήποτε μια Συρία που επιθυμούν να δουν οι Αμερικανοί ή οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους; Η επιλογή των Σαουδαράβων για τους αποδέκτες των όπλων μέχρι στιγμής δεν είναι καθόλου καθησυχαστική. Ούτε είναι η απουσία, τουλάχιστον δημοσίως, οποιασδήποτε σοβαρής συζήτησης για αυτά τα θέματα.
Υπάρχει μεγαλύτερο πρόβλημα εδώ, το οποίο είναι ότι οι αμερικανό-σαουδαραβικές σχέσεις, όσο κοντά κι αν είναι με πολλούς τρόπους, δεν είναι συμμαχία. Οι επίσημες συνθήκες συμμαχιών παρέχουν ένα πλαίσιο για να επιλύονται τα απρόβλεπτα ζητήματα που αναπόφευκτα προκύπτουν, με στόχο κάποιου είδους συναίνεση ή έλλειψη συναίνεσης, μια συμφωνία για όταν διαφωνούν και η επίλυση των διαφορών για να διατηρεί η συμμαχία την αξιοπιστία. Αυτό το πλαίσιο απουσιάζει από τη σχέση ΗΠΑ-Σαουδικής Αραβίας. Ο πολύ μικρός αριθμός των φορέων χάραξης πολιτικής της Σαουδικής Αραβίας και η απουσία μιας θεσμοθετημένης αναλυτικής στήριξης για τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, δυσκολεύει περαιτέρω τις προσπάθειες για διμερή συντονισμό της πολιτικής.
Θα δούμε κάποιο παρόμοιο παιχνίδι και με τις συνομιλίες για τα πυρηνικά του Ιράν. Σε αυτό το βασίλειο ωστόσο, οι Σαουδάραβες θα μοιάζουν περισσότερο με τους παραδοσιακούς Ευρωπαίους συμμάχους της Αμερικής στο ζενίθ του Ψυχρού Πολέμου. Εκείνες τις ημέρες, όταν υπήρχε μια αίσθηση αμερικανό-σοβιετικής προσέγγισης, υπήρχε από την άλλη πλευρά ένας πανικός των συμμάχων για το ενδεχόμενο η Ουάσιγκτον και η Μόσχα να συνάψουν μια συμφωνία σε βάρος της Ευρώπης και μια τεράστια ανησυχία για την αξιοπιστία της εκτεταμένης ανατροπής. Αλλά μόλις το ΝΑΤΟ αποφάσισε να αναπτύξει το θέατρο των πυρηνικών δυνάμεων στην Ευρώπη, ξέσπασε κόλαση καθώς οι λαοί και τα κοινοβούλια αποκήρυξαν αυτή την κίνηση ως πρόκληση και απειλή για την ασφάλειά τους. Προκαλεί σχεδόν ανακούφιση να βλέπουμε ότι η απάντηση της Ριάντ στις πρωτοβουλίες της αμερικανικής πολιτικής απέναντι στο Ιράν με παρόμοιο τρόπο.
Το Ισραήλ είναι και αυτό σε outsourcing διάθεση- επιδιώκοντας την διαβεβαίωση από τις ΗΠΑ ότι θα αντιμετωπίσει και εάν χρειαστεί θα καταστρέψει το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Αλλά όπως και η Σαουδική Αραβία, το Ισραήλ δεν ήταν σε θέση να απαντήσει αυτού του είδους τα ερωτήματα που τείνει να απευθύνει η Ουάσιγκτον για τη στρατιωτική δράση: δηλαδή, θα παράσχει ένα πιο ανθεκτικό «φρένο» στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν από τις ενοχλητικές επιθεωρήσεις και μια διαπραγμάτευση για το σύνολο των ορίων της δραστηριότητας πυρηνικού εμπλουτισμού; Η απάντηση στο ερώτημα «τι γίνεται μετά;» τείνει να είναι «θα ανησυχήσουμε για αυτό όταν έρθει η ώρα».
Υπάρχει ωστόσο ένας βαθμός σύγκλισης ή ίσως, αμοιβαίας επιρροής. Οι ΗΠΑ έχουν δηλώσει ότι θα αποτρέψουν το Ιράν από το να αποκτήσει πυρηνικά όπλα, με τη βία εάν χρειαστεί, και έχουν αναπτύξει τα μέσα για να φέρουν εις πέρας αυτή την υπόσχεση. Με κάποιες εξαιρέσεις, το Ισράηλ έχει αποφύγει τις απειλές για μονομερή χρήση βίας. Μια εντατική, αναλυτική, υψηλού επιπέδου συμβουλευτική διαδικασία έχει συμβάλει σε αυτή την ίσως άβολη ευθυγράμμιση. (αυτή η διαδικασία είναι αυτό που πραγματικά χρειαζόμαστε με το Ριάντ). Αλλά όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Σαουδικής Αραβίας και της αμερικανικής παρέμβασης στη Συρία, το outsourcing είναι δύσκολο να επιτευχθεί εάν δεν μπορεί κανείς να πείσει στα αλήθεια την άλλη πλευρά ότι ο βομβαρδισμός θα έχει αποτελέσματα και ότι δεν θα τεθούν σε κίνδυνο τα παγκόσμια συμφέροντα του εταίρου ακόμη και εάν αυτό εξασφαλίζει τα τοπικά συμφέρονται του ενός. Οι ΗΠΑ και το Ισράηλ ίσως να μην πείσουν ποτέ ο ένας τον άλλον για τις αρετές των αντίστοιχων στρατηγικών τους, αλλά τουλάχιστον υπάρχει μια δίοδος στην οποία μπορούν να προσπαθήσουν.
Το ίδιο κείμενο των New York Times περιλαμβάνει και ένα απόσπασμα δηλώσεων από έναν πρώην αξιωματούχο της κυβέρνησης Bush που συμπυκνώνει αυτό που βρήκα περισσότερο ανησυχητικό από όλο το επιχείρημα: «υπάρχει επίσης ευρεία ανησυχία σε όλη τη Μέση Ανατολή, την οποία συμμερίζονται πολλοί Αμερικανοί σύμμαχοι, ότι οι βασικοί στόχοι των ΗΠΑ όταν πρόκειται για το Ιράν, την Αίγυπτο ή τη Συρία, είναι να αποφευχθεί η σοβαρή αντιπαράθεση». Είναι σαν η «σοβαρή αντιπαράθεση» να απορρίπτεται ως μια απόλυτη αρετή και αυτοσκοπός, χωρίς να σχετίζεται με το πλαίσιο, το σκοπό ή ακόμη και την αληθοφάνεια. Αυτή είναι η αλληγορία που καθοδήγησε την αμερικανική εξωτερική πολιτική στην πρώτη δεκαετία της χιλιετίας, και δεν έχει δουλέψει πολύ καλά μέχρι τώρα.
Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ: http://www.iiss.org/en/politics%20and%20strategy/blogsections/2013-98d0/october-5e39/the-problem-with-outsourcing-f76a
Σύμφωνα με τη βρετανική εθνική οργάνωση outsourcing, το outsourcing έχει ένα πρόβλημα image. Αφού διάβασα ένα άρθρο των New York Times που εκθέτει την ισραηλινή και σαουδαραβική «δυσπεψία» για την τρέχουσα εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, είμαι διατεθειμένος να μοιραστώ αυτή την αρνητική άποψη, ιδιαίτερα όταν αφορά συμμάχους των Αμερικανών που προσπαθούν να αναθέσουν στην Ουάσιγκτον τη δουλειά που αυτοί δεν μπορούν ή δεν θέλουν να κάνουν μόνοι τους. Μερικές φορές, προφανώς, υπάρχουν σημαντικά πράγματα που πρέπει να γίνουν και που οι μικρότερες και λιγότερο ισχυρές χώρες δεν μπορούν να τα κάνουν μόνες τους.
Ακόμη και μεγάλες χώρες μπορούν κάποια στιγμή να αναθέτουν σε τρίτους, όπως στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ παρέθεταν σιγά-σιγά τις δυνάμεις τους, ανέθεσαν το βασικό έργο της καταστροφής της Wehrmacht στη Σοβιετική Ένωση. Ωστόσο, το outsourcing βασίζεται σε συνθήκες συμμαχίας, αλλά ως προϊόν, όταν τα πράγματα πάνε καλά, διαπραγμάτευσης, συναίνεσης για τις υποχρεώσεις των συμμάχων, κοινής αντίληψης για την απειλή και ισχυρής αίσθησης αμοιβαίου συμφέροντος.
Υπάρχει ένα πρόβλημα ωστόσο, όταν οι χώρες πιέζουν δημοσίως τις άλλες να κάνουν πράγματα που δεν μπορούν ή που δεν θα κάνουν χωρίς να έχουν πρώτα οικοδομήσει μια πειστική βάση για την σιωπηρή μεταβίβαση της ευθύνης-χωρίς για παράδειγμα να υπάρχει κοινό συμφέρον ή χωρίς να ληφθούν σοβαρά υπόψη οι ανησυχίες της άλλης χώρας ή απλώς επιδεικνύοντας μια απλή σχέση μεταξύ μέσων και σκοπών. Σε ό,τι αφορά την παρέμβαση των ΗΠΑ στη Συρία, οι Σαουδάραβες απλώς δεν το έθεσαν, τουλάχιστον δημοσίως, και πιθανώς ούτε και σε ιδιωτικό επίπεδο. Και δεν είναι ξεκάθαρο ότι θα το έκαναν διότι, από την οπτική του Ριάντ, αυτή η μάχη φαίνεται να είναι εκδίκηση για αυτό που θεωρεί ότι συνέβη στην περίπτωση του Ιράν, ότι «κατέλαβε» το Ιράκ η σουνιτική διακυβέρνηση. Υπάρχει κάποια ισχύ στην υποκείμενη καταγγελία ότι οι ΗΠΑ απομάκρυναν τον πιο επικίνδυνα στρατηγικό αντίπαλο από τη σκηνή, ενώ ανοίγουν την πόρτα για την ιρανική επιρροή στη Βαγδάτη. Από την οπτική της Σαουδικής Αραβίας, το Ιράκ είναι πλήρως εξαρτημένο από την επιθυμία του Ιράν για την υπεροχή στην περιφέρεια. Εάν βρίσκεται κανείς στο Ριάντ, αυτό πρέπει να του φαίνεται μπερδεμένο.
Η Συρία, από την άποψη αυτή, αντιπροσωπεύει την ευκαιρία για το λεγόμενο rollback, αν και κάποιοι υψηλόβαθμοι Σαουδάραβες, όπως ο πρίγκιπας Turki al-Faisal, είναι αναμφισβήτητα ειλικρινής όταν εκφράζει ανησυχίες για τον πολιορκούμενο λαό της Συρίας. Τώρα, είμαι οπαδός του rollback, τουλάχιστον στο λιβανέζικο πλαίσιο, επομένως μέχρι ενός σημείου αποδέχονται το επιχείρημα των Σαουδαράβων. Ωστόσο, αυτό που δεν ήταν σε θέση να υποστηρίξουν –αυτό που προφανώς δεν προσπάθησαν καν να υποστηρίξουν- είναι πώς το σχέδιο δράσης τους θα φέρει την επιθυμητή έκβαση και όχι απλώς να κάνει την κατάσταση στη Συρία ακόμη πιο αιματηρή και περισσότερο αποσταθεροποιητική από ό,τι είναι. Το ερώτημα που δεν τέθηκε, το οποίο παραδέχεται κανείς ότι ούτε η Ουάσιγκτον θέτει από καιρό σε καιρό, συνήθως με τρομερά αποτελέσματα, είναι «τι γίνεται μετά;».
Εάν οι ΗΠΑ χρησιμοποιήσουν την στρατιωτική τους ισχύ για να ανατρέψουν το συριακό καθεστώς, να υποβαθμίσουν τα όργανα ελέγχου του καθεστώτος, εάν αποδυναμώσουν το στρατό του καθεστώτος και τις παραστρατιωτικές μονάδες στον τομέα μέσω διαρκείς, συντονισμένες αεροπορικές επιθέσεις και χτίσει μια τεράστια δομή πληροφοριών εντός της Συρίας, που είναι απαραίτητη για την εκπαίδευση και τον εξοπλισμό του στρατού της αντιπολίτευσης, οι Σαουδάραβες θα παρέμβουν προσφέροντας το τεράστιο ποσό χρημάτων που χρειάζονται για την ανοικοδόμηση της χώρας; Θα παρέχουν στήριξη στην αστική κοινωνία, στη διακυβέρνηση και στην παροχή των υπηρεσιών που είναι αναγκαίες για να διατηρήσουν τη νέα κυβέρνηση εν ζωή; Ποια θεωρούν πως θα είναι η επόμενη κυβέρνηση εάν οι ΗΠΑ ανατρέψουν στον Assad; Θεωρούν ότι ο πόλεμος θα τελειώσει σε εκείνο το σημείο και τι θα κάνουν εάν δεν τελειώσει; Πόσο σκληρά έχουν εργαστεί οι Σαουδάραβες για να μεταλαμπαδεύσουν το πνεύμα της συμμετοχικότητας που χρειάζεται για να καθησυχάσει τις μειονότητες των Αλεβιτών και των Χριστιανών για την ασφαλή τους θέση στην μετά τον Assad Συρία; Εν ολίγοις, θα αναλάβουν την ευθύνη οι Σαουδάραβες για τη Συρία εάν οι ΗΠΑ καταστρέψουν το καθεστώς και εάν το κάνουν, θα είναι οπωσδήποτε μια Συρία που επιθυμούν να δουν οι Αμερικανοί ή οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους; Η επιλογή των Σαουδαράβων για τους αποδέκτες των όπλων μέχρι στιγμής δεν είναι καθόλου καθησυχαστική. Ούτε είναι η απουσία, τουλάχιστον δημοσίως, οποιασδήποτε σοβαρής συζήτησης για αυτά τα θέματα.
Υπάρχει μεγαλύτερο πρόβλημα εδώ, το οποίο είναι ότι οι αμερικανό-σαουδαραβικές σχέσεις, όσο κοντά κι αν είναι με πολλούς τρόπους, δεν είναι συμμαχία. Οι επίσημες συνθήκες συμμαχιών παρέχουν ένα πλαίσιο για να επιλύονται τα απρόβλεπτα ζητήματα που αναπόφευκτα προκύπτουν, με στόχο κάποιου είδους συναίνεση ή έλλειψη συναίνεσης, μια συμφωνία για όταν διαφωνούν και η επίλυση των διαφορών για να διατηρεί η συμμαχία την αξιοπιστία. Αυτό το πλαίσιο απουσιάζει από τη σχέση ΗΠΑ-Σαουδικής Αραβίας. Ο πολύ μικρός αριθμός των φορέων χάραξης πολιτικής της Σαουδικής Αραβίας και η απουσία μιας θεσμοθετημένης αναλυτικής στήριξης για τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, δυσκολεύει περαιτέρω τις προσπάθειες για διμερή συντονισμό της πολιτικής.
Θα δούμε κάποιο παρόμοιο παιχνίδι και με τις συνομιλίες για τα πυρηνικά του Ιράν. Σε αυτό το βασίλειο ωστόσο, οι Σαουδάραβες θα μοιάζουν περισσότερο με τους παραδοσιακούς Ευρωπαίους συμμάχους της Αμερικής στο ζενίθ του Ψυχρού Πολέμου. Εκείνες τις ημέρες, όταν υπήρχε μια αίσθηση αμερικανό-σοβιετικής προσέγγισης, υπήρχε από την άλλη πλευρά ένας πανικός των συμμάχων για το ενδεχόμενο η Ουάσιγκτον και η Μόσχα να συνάψουν μια συμφωνία σε βάρος της Ευρώπης και μια τεράστια ανησυχία για την αξιοπιστία της εκτεταμένης ανατροπής. Αλλά μόλις το ΝΑΤΟ αποφάσισε να αναπτύξει το θέατρο των πυρηνικών δυνάμεων στην Ευρώπη, ξέσπασε κόλαση καθώς οι λαοί και τα κοινοβούλια αποκήρυξαν αυτή την κίνηση ως πρόκληση και απειλή για την ασφάλειά τους. Προκαλεί σχεδόν ανακούφιση να βλέπουμε ότι η απάντηση της Ριάντ στις πρωτοβουλίες της αμερικανικής πολιτικής απέναντι στο Ιράν με παρόμοιο τρόπο.
Το Ισραήλ είναι και αυτό σε outsourcing διάθεση- επιδιώκοντας την διαβεβαίωση από τις ΗΠΑ ότι θα αντιμετωπίσει και εάν χρειαστεί θα καταστρέψει το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Αλλά όπως και η Σαουδική Αραβία, το Ισραήλ δεν ήταν σε θέση να απαντήσει αυτού του είδους τα ερωτήματα που τείνει να απευθύνει η Ουάσιγκτον για τη στρατιωτική δράση: δηλαδή, θα παράσχει ένα πιο ανθεκτικό «φρένο» στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν από τις ενοχλητικές επιθεωρήσεις και μια διαπραγμάτευση για το σύνολο των ορίων της δραστηριότητας πυρηνικού εμπλουτισμού; Η απάντηση στο ερώτημα «τι γίνεται μετά;» τείνει να είναι «θα ανησυχήσουμε για αυτό όταν έρθει η ώρα».
Υπάρχει ωστόσο ένας βαθμός σύγκλισης ή ίσως, αμοιβαίας επιρροής. Οι ΗΠΑ έχουν δηλώσει ότι θα αποτρέψουν το Ιράν από το να αποκτήσει πυρηνικά όπλα, με τη βία εάν χρειαστεί, και έχουν αναπτύξει τα μέσα για να φέρουν εις πέρας αυτή την υπόσχεση. Με κάποιες εξαιρέσεις, το Ισράηλ έχει αποφύγει τις απειλές για μονομερή χρήση βίας. Μια εντατική, αναλυτική, υψηλού επιπέδου συμβουλευτική διαδικασία έχει συμβάλει σε αυτή την ίσως άβολη ευθυγράμμιση. (αυτή η διαδικασία είναι αυτό που πραγματικά χρειαζόμαστε με το Ριάντ). Αλλά όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Σαουδικής Αραβίας και της αμερικανικής παρέμβασης στη Συρία, το outsourcing είναι δύσκολο να επιτευχθεί εάν δεν μπορεί κανείς να πείσει στα αλήθεια την άλλη πλευρά ότι ο βομβαρδισμός θα έχει αποτελέσματα και ότι δεν θα τεθούν σε κίνδυνο τα παγκόσμια συμφέροντα του εταίρου ακόμη και εάν αυτό εξασφαλίζει τα τοπικά συμφέρονται του ενός. Οι ΗΠΑ και το Ισράηλ ίσως να μην πείσουν ποτέ ο ένας τον άλλον για τις αρετές των αντίστοιχων στρατηγικών τους, αλλά τουλάχιστον υπάρχει μια δίοδος στην οποία μπορούν να προσπαθήσουν.
Το ίδιο κείμενο των New York Times περιλαμβάνει και ένα απόσπασμα δηλώσεων από έναν πρώην αξιωματούχο της κυβέρνησης Bush που συμπυκνώνει αυτό που βρήκα περισσότερο ανησυχητικό από όλο το επιχείρημα: «υπάρχει επίσης ευρεία ανησυχία σε όλη τη Μέση Ανατολή, την οποία συμμερίζονται πολλοί Αμερικανοί σύμμαχοι, ότι οι βασικοί στόχοι των ΗΠΑ όταν πρόκειται για το Ιράν, την Αίγυπτο ή τη Συρία, είναι να αποφευχθεί η σοβαρή αντιπαράθεση». Είναι σαν η «σοβαρή αντιπαράθεση» να απορρίπτεται ως μια απόλυτη αρετή και αυτοσκοπός, χωρίς να σχετίζεται με το πλαίσιο, το σκοπό ή ακόμη και την αληθοφάνεια. Αυτή είναι η αλληγορία που καθοδήγησε την αμερικανική εξωτερική πολιτική στην πρώτη δεκαετία της χιλιετίας, και δεν έχει δουλέψει πολύ καλά μέχρι τώρα.
Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ: http://www.iiss.org/en/politics%20and%20strategy/blogsections/2013-98d0/october-5e39/the-problem-with-outsourcing-f76a