«Πάντως, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, ένα τέτοιο κόμμα
[Χρυσή Αυγή] θα έβρισκε απέναντί του τη δικαιοσύνη, ενώ δεν θα μπορούσε
να ασκεί ανεξέλεγκτα τη βία του...θα την αντιμετώπιζαν τα αρμόδια κρατικά όργανα – ακόμη κι αν
χρειαζόταν βέβαια πρώτα να αντιδράσει η κοινωνία των πολιτών», αναφέρει
σε συνέντευξή του στην Ιωάννα Μεϊτάνη για λογαριασμό του online
περιοδικού ιδεών, πολιτικής και πολιτισμού chronosmag.eu, ο Φάμπιαν
Βίρχοου, καθηγητής Πολιτικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Εφαρμοσμένων
Επιστημών του Ντύσσελντορφ, επικεφαλής της Ομάδας Μελέτης του Ακροδεξιού
Εξτρεμισμού.
Συγκεκριμένα, αναφέρει στην συνέντευξη:
— Τι μας δείχνει η γερμανική εμπειρία με τα νεοναζιστικά κόμματα και μορφώματα; Ποια αντιμετώπιση (από το κίνημα, το κράτος, τη δικαιοσύνη, τα Μ.Μ.Ε., τα δημοκρατικά πολιτικά κόμματα) ήταν πετυχημένη και ποια ήταν άστοχη;
Πολύ σύντομα μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και τη στρατιωτική σύνθλιψη του γερμανικού φασισμού, οι παλιοί ναζί άρχισαν να οργανώνονται ξανά. Παράλληλα, δεν έλειψαν ποτέ οι διαμαρτυρίες και οι αντιστάσεις – ακόμη κι αν προέρχονταν από μια κοινωνική μειοψηφία, στην οποία σημαντικό ρόλο έπαιζαν τα συνδικάτα. Οι ακροδεξιοί δυσκολεύτηκαν έτσι να προωθούν δημόσια την ιδεολογία τους και να οργανώνονται ανενόχλητοι. Ειδικά τα τελευταία χρόνια, οι αντιφασιστικές ενέργειες αποκτούν όλο και μεγαλύτερη νομιμοποίηση· αμφισβητούν, λόγου χάρη, τη χρήση του δημόσιου χώρου από τους νεοναζί, στήνοντας οργανωμένους αποκλεισμούς ως απάντηση σε ακροδεξιές συγκεντρώσεις, πορείες και εκδηλώσεις. Αυτό το θεωρώ μεγάλη και σημαντική αλλαγή.
Από την πλευρά του κράτους, τώρα. Αφενός βλέπουμε τόσο σε ομοσπονδιακό όσο και σε επίπεδο κρατιδίων μια υποτίμηση της σημασίας της ναζιστικής δράσης. Αφετέρου όμως υπάρχει μια συνεχιζόμενη πολιτική απαγορεύσεων, η οποία μπορεί να μην έχει επιφέρει σημαντικά αποτελέσματα σε ορισμένες περιπτώσεις, ωστόσο έχει συμβάλει αισθητά στην περιθωριοποίηση των οργανωμένων ακροδεξιών.
Κατά τη γνώμη μου, η πιο ηχηρή ήττα του αντιφασιστικού κινήματος στη Γερμανία ήταν η αδυναμία του το 1992 να παρέμβει αποτελεσματικά κατά τη διάρκεια των πολυήμερων πογκρόμ στο Ρόστοκ. Η μεγαλύτερη πρόκληση για το κίνημα ήταν, και παραμένει, η καταπολέμηση του ευρέως διαδεδομένου καθημερινού ρατσισμού και ο αγώνας για την εξασφάλιση ίσων δικαιωμάτων για όλους τους ανθρώπους που ζουν στη Γερμανία.
— Είναι γνωστή, και τις τελευταίες μέρες αναδεικνύεται ακόμα περισσότερο, η διείσδυση της Χρυσής Αυγής στην ελληνική αστυνομία. Ταυτόχρονα, όλο το προηγούμενο διάστημα παρακολουθήσαμε την αδράνεια, αν μη τι άλλο, της δικαιοσύνης. Υπάρχει ανάλογη εμπειρία στη Γερμανία; Ποιο ρόλο έπαιξαν τα ναζιστικά «σταγονίδια» στον γερμανικό κρατικό μηχανισμό μετά τον πόλεμο;
Μετά το 1945, στη Γερμανία η κριτική –και η ποινική, στην περίπτωση της δικαιοσύνης– αντιπαράθεση με τα εγκλήματα των ναζί και τη συνέργεια πολλών Γερμανών σε αυτά, έγινε με πολύ αργόσυρτους ρυθμούς. Αυτό οφείλεται κατά μεγάλο βαθμό στις συνέχειες, σε επίπεδο προσώπων, σε πολλές κοινωνικές ομάδες και κρατικές δομές. Λόγου χάρη, δικαστές που πριν από το 1945 εφάρμοζαν το εθνικοσοσιαλιστικό «δίκαιο» και συνέχισαν, χωρίς διακοπή, να κάνουν καριέρα στα ομοσπονδιακά γερμανικά δικαστήρια, πολύ σπάνια συνέβαλαν στην ποινική δίωξη συναδέλφων τους. Με την πάροδο του χρόνου βέβαια καθιερώνεται ένα πολύ πιο σοβαρό ενδιαφέρον για τη δίωξη των εγκλημάτων του εθνικοσοσιαλισμού.
Όσον αφορά βαριές αξιόποινες πράξεις εκ μέρους ρατσιστών και νεοναζί, η δικαιοσύνη σε ομοσπονδιακό επίπεδο δεν παρέμεινε ανεπηρέαστη από τις πολιτικές αντιπαραθέσεις. Λόγου χάρη, στην αρχή της δεκαετίας του '90, μαζί με μια γενικευμένη στροφή του δημόσιου λόγου προς τον ρατσισμό, παρατηρήθηκε και ένα κύμα ρατσιστικής βίας σε ολόκληρη τη Γερμανία. Σε αυτή τη συνθήκη, οι εμπρησμοί σε σπίτια και καταφύγια προσφύγων δεν επέσυραν και κατηγορίες για δολοφονία εκ προθέσεως και προμελέτης παρά μόνο αφότου βρήκαν έτσι τον θάνατο πολλοί άνθρωποι.
Σήμερα, στη Γερμανία, σε περιπτώσεις όπου εξετάζεται η άσκηση βαριάς μορφής βίας με πολιτικά κίνητρα εκ μέρους ακροδεξιών, πιστεύω πως η δικαιοσύνη, σε γενικές γραμμές, αντιλαμβάνεται σε ικανοποιητικό βαθμό το καθήκον της.
— Βλέπετε στην Ευρώπη περιστατικά που μπορούν να συγκριθούν ευθέως με τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, κυρίως όσον αφορά την αντιμετώπισή τους εκ μέρους του κράτους;
Υπάρχουν διάφορες δολοφονίες αντιφασιστών ακτιβιστών, όπως του συνδικαλιστή Μπγερν Σέντερμπεργκ στη Σουηδία πριν από πολλά χρόνια. Ωστόσο εκεί η αντίδραση της κυβέρνησης και των κοινωνικών δυνάμεων ήταν άμεση, στέλνοντας σαφές πολιτικό σήμα. Αν έκανα μια σύγκριση, αυτή θα ήταν με τη Ρωσία, όπου είχαμε πολλές δολοφονίες νεαρών αντιφασιστών από νεοναζί χωρίς τη δέουσα αντίδραση εκ μέρους της κυβέρνησης και των κρατικών αρχών.
— Η Χρυσή Αυγή αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού από ακροδεξιά κόμματα και μορφώματα σε όλη την Ευρώπη. Μπορούμε να πούμε ότι δείχνει τον δρόμο για μια «ριζοσπαστικοποίηση» της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη;
Μαζί με το ουγγρικό Jobbik, η Χρυσή Αυγή είναι αυτή τη στιγμή το πιο επιτυχημένο εκλογικά κόμμα στην Ευρώπη με ανοιχτά νεοναζιστική ιδεολογία, το οποίο μάλιστα ασκεί συστηματικά βία κατά των πολιτικών εχθρών του και κατά μεταναστριών, μεταναστών και προσφύγων. Αυτό όμως είναι αποτέλεσμα μιας πολύ ιδιαίτερης κατάστασης και δεν αντιγράφεται εύκολα. Πάντως, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, ένα τέτοιο κόμμα θα έβρισκε απέναντί του τη δικαιοσύνη, ενώ δεν θα μπορούσε να ασκεί ανεξέλεγκτα τη βία του: θα την αντιμετώπιζαν τα αρμόδια κρατικά όργανα – ακόμη κι αν χρειαζόταν βέβαια πρώτα να αντιδράσει η κοινωνία των πολιτών.
Πηγή: chronosmag.eu.gr
Συγκεκριμένα, αναφέρει στην συνέντευξη:
— Τι μας δείχνει η γερμανική εμπειρία με τα νεοναζιστικά κόμματα και μορφώματα; Ποια αντιμετώπιση (από το κίνημα, το κράτος, τη δικαιοσύνη, τα Μ.Μ.Ε., τα δημοκρατικά πολιτικά κόμματα) ήταν πετυχημένη και ποια ήταν άστοχη;
Πολύ σύντομα μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και τη στρατιωτική σύνθλιψη του γερμανικού φασισμού, οι παλιοί ναζί άρχισαν να οργανώνονται ξανά. Παράλληλα, δεν έλειψαν ποτέ οι διαμαρτυρίες και οι αντιστάσεις – ακόμη κι αν προέρχονταν από μια κοινωνική μειοψηφία, στην οποία σημαντικό ρόλο έπαιζαν τα συνδικάτα. Οι ακροδεξιοί δυσκολεύτηκαν έτσι να προωθούν δημόσια την ιδεολογία τους και να οργανώνονται ανενόχλητοι. Ειδικά τα τελευταία χρόνια, οι αντιφασιστικές ενέργειες αποκτούν όλο και μεγαλύτερη νομιμοποίηση· αμφισβητούν, λόγου χάρη, τη χρήση του δημόσιου χώρου από τους νεοναζί, στήνοντας οργανωμένους αποκλεισμούς ως απάντηση σε ακροδεξιές συγκεντρώσεις, πορείες και εκδηλώσεις. Αυτό το θεωρώ μεγάλη και σημαντική αλλαγή.
Από την πλευρά του κράτους, τώρα. Αφενός βλέπουμε τόσο σε ομοσπονδιακό όσο και σε επίπεδο κρατιδίων μια υποτίμηση της σημασίας της ναζιστικής δράσης. Αφετέρου όμως υπάρχει μια συνεχιζόμενη πολιτική απαγορεύσεων, η οποία μπορεί να μην έχει επιφέρει σημαντικά αποτελέσματα σε ορισμένες περιπτώσεις, ωστόσο έχει συμβάλει αισθητά στην περιθωριοποίηση των οργανωμένων ακροδεξιών.
Κατά τη γνώμη μου, η πιο ηχηρή ήττα του αντιφασιστικού κινήματος στη Γερμανία ήταν η αδυναμία του το 1992 να παρέμβει αποτελεσματικά κατά τη διάρκεια των πολυήμερων πογκρόμ στο Ρόστοκ. Η μεγαλύτερη πρόκληση για το κίνημα ήταν, και παραμένει, η καταπολέμηση του ευρέως διαδεδομένου καθημερινού ρατσισμού και ο αγώνας για την εξασφάλιση ίσων δικαιωμάτων για όλους τους ανθρώπους που ζουν στη Γερμανία.
— Είναι γνωστή, και τις τελευταίες μέρες αναδεικνύεται ακόμα περισσότερο, η διείσδυση της Χρυσής Αυγής στην ελληνική αστυνομία. Ταυτόχρονα, όλο το προηγούμενο διάστημα παρακολουθήσαμε την αδράνεια, αν μη τι άλλο, της δικαιοσύνης. Υπάρχει ανάλογη εμπειρία στη Γερμανία; Ποιο ρόλο έπαιξαν τα ναζιστικά «σταγονίδια» στον γερμανικό κρατικό μηχανισμό μετά τον πόλεμο;
Μετά το 1945, στη Γερμανία η κριτική –και η ποινική, στην περίπτωση της δικαιοσύνης– αντιπαράθεση με τα εγκλήματα των ναζί και τη συνέργεια πολλών Γερμανών σε αυτά, έγινε με πολύ αργόσυρτους ρυθμούς. Αυτό οφείλεται κατά μεγάλο βαθμό στις συνέχειες, σε επίπεδο προσώπων, σε πολλές κοινωνικές ομάδες και κρατικές δομές. Λόγου χάρη, δικαστές που πριν από το 1945 εφάρμοζαν το εθνικοσοσιαλιστικό «δίκαιο» και συνέχισαν, χωρίς διακοπή, να κάνουν καριέρα στα ομοσπονδιακά γερμανικά δικαστήρια, πολύ σπάνια συνέβαλαν στην ποινική δίωξη συναδέλφων τους. Με την πάροδο του χρόνου βέβαια καθιερώνεται ένα πολύ πιο σοβαρό ενδιαφέρον για τη δίωξη των εγκλημάτων του εθνικοσοσιαλισμού.
Όσον αφορά βαριές αξιόποινες πράξεις εκ μέρους ρατσιστών και νεοναζί, η δικαιοσύνη σε ομοσπονδιακό επίπεδο δεν παρέμεινε ανεπηρέαστη από τις πολιτικές αντιπαραθέσεις. Λόγου χάρη, στην αρχή της δεκαετίας του '90, μαζί με μια γενικευμένη στροφή του δημόσιου λόγου προς τον ρατσισμό, παρατηρήθηκε και ένα κύμα ρατσιστικής βίας σε ολόκληρη τη Γερμανία. Σε αυτή τη συνθήκη, οι εμπρησμοί σε σπίτια και καταφύγια προσφύγων δεν επέσυραν και κατηγορίες για δολοφονία εκ προθέσεως και προμελέτης παρά μόνο αφότου βρήκαν έτσι τον θάνατο πολλοί άνθρωποι.
Σήμερα, στη Γερμανία, σε περιπτώσεις όπου εξετάζεται η άσκηση βαριάς μορφής βίας με πολιτικά κίνητρα εκ μέρους ακροδεξιών, πιστεύω πως η δικαιοσύνη, σε γενικές γραμμές, αντιλαμβάνεται σε ικανοποιητικό βαθμό το καθήκον της.
— Βλέπετε στην Ευρώπη περιστατικά που μπορούν να συγκριθούν ευθέως με τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, κυρίως όσον αφορά την αντιμετώπισή τους εκ μέρους του κράτους;
Υπάρχουν διάφορες δολοφονίες αντιφασιστών ακτιβιστών, όπως του συνδικαλιστή Μπγερν Σέντερμπεργκ στη Σουηδία πριν από πολλά χρόνια. Ωστόσο εκεί η αντίδραση της κυβέρνησης και των κοινωνικών δυνάμεων ήταν άμεση, στέλνοντας σαφές πολιτικό σήμα. Αν έκανα μια σύγκριση, αυτή θα ήταν με τη Ρωσία, όπου είχαμε πολλές δολοφονίες νεαρών αντιφασιστών από νεοναζί χωρίς τη δέουσα αντίδραση εκ μέρους της κυβέρνησης και των κρατικών αρχών.
— Η Χρυσή Αυγή αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού από ακροδεξιά κόμματα και μορφώματα σε όλη την Ευρώπη. Μπορούμε να πούμε ότι δείχνει τον δρόμο για μια «ριζοσπαστικοποίηση» της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη;
Μαζί με το ουγγρικό Jobbik, η Χρυσή Αυγή είναι αυτή τη στιγμή το πιο επιτυχημένο εκλογικά κόμμα στην Ευρώπη με ανοιχτά νεοναζιστική ιδεολογία, το οποίο μάλιστα ασκεί συστηματικά βία κατά των πολιτικών εχθρών του και κατά μεταναστριών, μεταναστών και προσφύγων. Αυτό όμως είναι αποτέλεσμα μιας πολύ ιδιαίτερης κατάστασης και δεν αντιγράφεται εύκολα. Πάντως, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, ένα τέτοιο κόμμα θα έβρισκε απέναντί του τη δικαιοσύνη, ενώ δεν θα μπορούσε να ασκεί ανεξέλεγκτα τη βία του: θα την αντιμετώπιζαν τα αρμόδια κρατικά όργανα – ακόμη κι αν χρειαζόταν βέβαια πρώτα να αντιδράσει η κοινωνία των πολιτών.
Πηγή: chronosmag.eu.gr