Σε πρόσφατη συνέντευξή του στο
γέννημα θρέμμα της οικονομικής κρίσης και εξαιρετικά ενδιαφέρον free
press «Η Πατησίων ζει», ο δημοσιογράφος και διευθυντής του ραδιοφωνικού
σταθμού «105,5 Στο Κόκκινο», Κώστας Αρβανίτης, απαντά στη μονολεκτική
ερώτηση της Λίνας Καμπούρογλου, «Πατριωτισμός;», τα εξής: «Το μετάλλιο
της Αριστεράς! Δεν ξέρω γιατί η Αριστερά κατεβάζει το κεφάλι και δεν το
συζητάει».Λοιπόν, έχω ακριβώς την ίδια απορία. Για ποιο λόγο ένα κομμάτι
(μεγάλο ή μικρό, δεν ξέρω) της Αριστεράς δείχνει τόση αμηχανία, τόση
παγωμάρα, κάποτε ακόμη και απέχθεια, απέναντι στην έννοια του
πατριωτισμού; Γιατί φτάσαμε στο σημείο να ντρεπόμαστε να προφέρουμε τη
λέξη «πατρίδα»; Και επιπλέον, γιατί θα πρέπει να παραχωρήσουμε τις
πολύτιμες αυτές έννοιες στη Δεξιά, και πολύ περισσότερο στην Ακροδεξιά,
όπως η Χρυσή Αυγή;
Ας θυμηθούμε ότι στο παρελθόν, δηλαδή στη διάρκεια του Εμφυλίου και έως τη χούντα των συνταγματαρχών, η Δεξιά κατηγορούσε γι' αυτό ακριβώς την κομμουνιστική Αριστερά, ότι δηλαδή επρόκειτο για απάτριδες που προσπαθούσαν να προσδέσουν τη χώρα μας στο άρμα των Σοβιετικών, και ότι η κρυφή και ανομολόγητη επιδίωξη και προσδοκία τους ήταν να γίνουμε τμήμα ή εξάρτημα στο λεγόμενο τότε Σιδηρούν Παραπέτασμα. Και η Αριστερά προσπαθούσε, με κάθε τρόπο, να το αρνηθεί και να αποδείξει το αντίθετο, εφ' όσον ο αγώνας για εθνική ανεξαρτησία ήταν, και είναι, μετωπικός στόχος της.
Ηταν τα χρόνια εκείνα που στους κόλπους της Αριστεράς έκανε θραύση ο διεθνισμός, κι εκεί πατούσε η Δεξιά για να προσάψει στους κομμουνιστές την κατηγορία που προανέφερα. Σήμερα, όμως, με την παγκοσμιοποίηση, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Ο πατριωτισμός αποτελεί ίσως το ύστατο εμπόδιο, το ύστατο ανάχωμα, απέναντι στην παγκοσμιοποίηση (κι αν όχι το ύστατο, τουλάχιστον ένα από τα πιο δραστικά). Και είναι σίγουρο ότι, σήμερα πια, ούτε και ο πιο επιδέξιος ακροβάτης δεν θα μπορούσε να είναι ταυτόχρονα και υπέρ του πατριωτισμού και υπέρ της παγκοσμιοποίησης.
Είτε έτσι είτε αλλιώς, το ερώτημα παραμένει. Γιατί θα πρέπει η Αριστερά να δίνει την έννοια του πατριωτισμού βορά στη Χρυσή Αυγή; Γιατί να αφήνει να εκμεταλλεύονται τη συγκεκριμένη έννοια οι εθνικιστές; Εθνικισμός είναι να πιστεύεις ότι η χώρα σου (να πάλι η επιφυλακτικότητα να πει κάποιος τη λέξη «πατρίδα») είναι ανώτερη από τις άλλες χώρες, ή ότι ο λαός σου είναι ανώτερος από τους άλλους λαούς, ή απλώς ότι έχει χαρακτηριστικά τέτοια που τον καθιστούν ανώτερο.
Να αγαπάς, όμως, τον τόπο που γεννήθηκες, είναι αυτονόητο, κατ' αρχάς. Τι να αγαπάς δηλαδή, το πουθενά; Κανένας δεν έχει γεννηθεί στη μέση του πουθενά. Είναι ποτέ δυνατόν, όλα όσα έμαθες και συνήθισες, τη γλώσσα, την κουλτούρα και τα ήθη και τα έθιμα με τα οποία μεγάλωσες, να μην τα αγαπάς; Είναι σαν να απεχθάνεσαι, ή ακόμη και σαν να μισείς, τον εαυτό σου!
Οχι, αυτή την έννοια του πατριωτισμού, όπως την εξήγησα μόλις, δεν τη δίνω δώρο στους δεξιούς, τους εθνικιστές, τους φασίστες. Προτιμώ να την κρατήσω για μένα. Αρκετά παγκοσμιοποιημένοι είμαστε ήδη όλοι μας, με τα ξένα βιβλία, τις ταινίες, τη μουσική, τα έργα ζωγραφικής και τα υπόλοιπα που έχουν κάνει κατοχή στις ψυχές μας τα τελευταία χρόνια, εξαλείφοντας σχεδόν οτιδήποτε γηγενές. Δεν χρειάζεται να χάσουμε και τα ελάχιστα στοιχεία εθνικής ταυτότητας που μας έχουν απομείνει.
Αξιοπρόσεκτο είναι ότι, εάν συζητήσεις λίγο περισσότερο με όσους ενοχλούνται και αποδοκιμάζουν την έννοια του πατριωτισμού, νεοφιλελεύθερους ή Αριστερούς, ανακαλύπτεις ότι όλο και κάποια άλλη χώρα, όλο και κάποιον άλλο πολιτισμό θαυμάζουν και υπολήπτονται. Βρίσκονται δηλαδή σε μια σχιζοφρενική κατάσταση όπου θαυμάζουν και ασπάζονται στοιχεία ξένα, αλλά απεχθάνονται ή αποστρέφονται τα δικά μας.
Εάν δεν υπήρχε μια τόσο σαφής πολιτική διάσταση στο όλο θέμα, και το διαπραγματευόμασταν με όρους αποκλειστικά ψυχολογικούς ή ψυχιατρικούς, θα λέγαμε ότι οι προαναφερθέντες χρήζουν θεραπείας. Επειδή, όμως, ο πατριωτισμός είναι πρωτίστως ένα πολιτικό ζήτημα, και επειδή ακριβώς στις μέρες μας ένα αριστερό κόμμα έχει καταλάβει τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και σε λίγο ίσως κληθεί να κυβερνήσει, ας μείνουμε στην αναγκαιότητα να ξεσκονίσει επιτέλους η Αριστερά το μετάλλιό της, που με τόσους κόπους και θυσίες έχει κατακτήσει.
Ας θυμηθούμε ότι στο παρελθόν, δηλαδή στη διάρκεια του Εμφυλίου και έως τη χούντα των συνταγματαρχών, η Δεξιά κατηγορούσε γι' αυτό ακριβώς την κομμουνιστική Αριστερά, ότι δηλαδή επρόκειτο για απάτριδες που προσπαθούσαν να προσδέσουν τη χώρα μας στο άρμα των Σοβιετικών, και ότι η κρυφή και ανομολόγητη επιδίωξη και προσδοκία τους ήταν να γίνουμε τμήμα ή εξάρτημα στο λεγόμενο τότε Σιδηρούν Παραπέτασμα. Και η Αριστερά προσπαθούσε, με κάθε τρόπο, να το αρνηθεί και να αποδείξει το αντίθετο, εφ' όσον ο αγώνας για εθνική ανεξαρτησία ήταν, και είναι, μετωπικός στόχος της.
Ηταν τα χρόνια εκείνα που στους κόλπους της Αριστεράς έκανε θραύση ο διεθνισμός, κι εκεί πατούσε η Δεξιά για να προσάψει στους κομμουνιστές την κατηγορία που προανέφερα. Σήμερα, όμως, με την παγκοσμιοποίηση, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Ο πατριωτισμός αποτελεί ίσως το ύστατο εμπόδιο, το ύστατο ανάχωμα, απέναντι στην παγκοσμιοποίηση (κι αν όχι το ύστατο, τουλάχιστον ένα από τα πιο δραστικά). Και είναι σίγουρο ότι, σήμερα πια, ούτε και ο πιο επιδέξιος ακροβάτης δεν θα μπορούσε να είναι ταυτόχρονα και υπέρ του πατριωτισμού και υπέρ της παγκοσμιοποίησης.
Είτε έτσι είτε αλλιώς, το ερώτημα παραμένει. Γιατί θα πρέπει η Αριστερά να δίνει την έννοια του πατριωτισμού βορά στη Χρυσή Αυγή; Γιατί να αφήνει να εκμεταλλεύονται τη συγκεκριμένη έννοια οι εθνικιστές; Εθνικισμός είναι να πιστεύεις ότι η χώρα σου (να πάλι η επιφυλακτικότητα να πει κάποιος τη λέξη «πατρίδα») είναι ανώτερη από τις άλλες χώρες, ή ότι ο λαός σου είναι ανώτερος από τους άλλους λαούς, ή απλώς ότι έχει χαρακτηριστικά τέτοια που τον καθιστούν ανώτερο.
Να αγαπάς, όμως, τον τόπο που γεννήθηκες, είναι αυτονόητο, κατ' αρχάς. Τι να αγαπάς δηλαδή, το πουθενά; Κανένας δεν έχει γεννηθεί στη μέση του πουθενά. Είναι ποτέ δυνατόν, όλα όσα έμαθες και συνήθισες, τη γλώσσα, την κουλτούρα και τα ήθη και τα έθιμα με τα οποία μεγάλωσες, να μην τα αγαπάς; Είναι σαν να απεχθάνεσαι, ή ακόμη και σαν να μισείς, τον εαυτό σου!
Οχι, αυτή την έννοια του πατριωτισμού, όπως την εξήγησα μόλις, δεν τη δίνω δώρο στους δεξιούς, τους εθνικιστές, τους φασίστες. Προτιμώ να την κρατήσω για μένα. Αρκετά παγκοσμιοποιημένοι είμαστε ήδη όλοι μας, με τα ξένα βιβλία, τις ταινίες, τη μουσική, τα έργα ζωγραφικής και τα υπόλοιπα που έχουν κάνει κατοχή στις ψυχές μας τα τελευταία χρόνια, εξαλείφοντας σχεδόν οτιδήποτε γηγενές. Δεν χρειάζεται να χάσουμε και τα ελάχιστα στοιχεία εθνικής ταυτότητας που μας έχουν απομείνει.
Αξιοπρόσεκτο είναι ότι, εάν συζητήσεις λίγο περισσότερο με όσους ενοχλούνται και αποδοκιμάζουν την έννοια του πατριωτισμού, νεοφιλελεύθερους ή Αριστερούς, ανακαλύπτεις ότι όλο και κάποια άλλη χώρα, όλο και κάποιον άλλο πολιτισμό θαυμάζουν και υπολήπτονται. Βρίσκονται δηλαδή σε μια σχιζοφρενική κατάσταση όπου θαυμάζουν και ασπάζονται στοιχεία ξένα, αλλά απεχθάνονται ή αποστρέφονται τα δικά μας.
Εάν δεν υπήρχε μια τόσο σαφής πολιτική διάσταση στο όλο θέμα, και το διαπραγματευόμασταν με όρους αποκλειστικά ψυχολογικούς ή ψυχιατρικούς, θα λέγαμε ότι οι προαναφερθέντες χρήζουν θεραπείας. Επειδή, όμως, ο πατριωτισμός είναι πρωτίστως ένα πολιτικό ζήτημα, και επειδή ακριβώς στις μέρες μας ένα αριστερό κόμμα έχει καταλάβει τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και σε λίγο ίσως κληθεί να κυβερνήσει, ας μείνουμε στην αναγκαιότητα να ξεσκονίσει επιτέλους η Αριστερά το μετάλλιό της, που με τόσους κόπους και θυσίες έχει κατακτήσει.