Ο βουλευτής της Χρυσής Αυγής Γ.
Γερμενής το είπε καθαρά έξω από τη ΓΑΔΑ: «Ξηλώσανε την Αστυνομία και την
ΕΥΠ για να καταφέρουν να μας συλλάβουν».Ομολόγησε έτσι αυτό που όλοι γνωρίζαμε και που το επιβεβαιώνουν
τόσο η πρόσφατη Εκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη όσο και το Πόρισμα του
αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου: η δράση της Χρυσής Αυγής δεν ήταν μόνο
εγκληματική, αλλά και παρακρατική, εφ' όσον απολάμβανε όχι μόνον την
ανοχή, αλλά και τη συνενοχή τμήματος του κρατικού μηχανισμού και των
Σωμάτων Ασφαλείας.
Οσο και αν χαρήκαμε όλοι για το τέλος της ατιμωρησίας (δεν είναι δα και μικρό πράγμα για πρώτη, ουσιαστικά, φορά από το τέλος της Κατοχής να μπαίνουν στη φυλακή ακροδεξιά εγκληματικά στοιχεία), πρέπει ψύχραιμα να δούμε τόσο τις πολιτικές όσο και τις συνταγματικές πλευρές του δράματος. Το πρώτο προφανές συμπέρασμα είναι ότι το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο υπερεπαρκούσε για την αντιμετώπιση της παράνομης δράσης της Χρυσής Αυγής και, συνεπώς, οι ευθύνες της κυβέρνησης για τη μη έγκαιρη ενεργοποίησή του είναι μεγάλες. Οι ευθύνες αυτές δεν ξεπλύθηκαν ούτε με την όψιμη κινητοποίησή της, γιατί οι τελευταίες ενέργειές της κρύβουν όχι μόνο έναν ακραίο πολιτικαντισμό, αλλά και μια επικίνδυνη λογική παραμερισμού του Συντάγματος.
Ο πολιτικαντισμός φάνηκε στις δηλώσεις του πρωθυπουργού περί σταθερότητας, λίγο πριν από την αναχώρησή του στην Αμερική. Ξεχνώντας το «κλείσιμο του ματιού» στη Χρυσή Αυγή του προηγούμενου διαστήματος (που του το καταμαρτύρησε μέχρι και ο υπεύθυνος Επικοινωνίας του ΠΑΣΟΚ) επιχείρησε να εμφανισθεί ως εγγυητής της ασφάλειας και των θεσμών. Πέραν από την κυβίστηση στη στάση απέναντι στους νεοφασίστες, επιχειρείται εδώ η εξής πολιτική αλχημεία: να καταταχθούν όλοι όσοι ασκούν κριτική στο απαξιωμένο πολιτικό σύστημα του πάλαι ποτέ δικομματισμού και των διαπλοκών του στο ίδιο στρατόπεδο με τους εχθρούς της δημοκρατίας. Οι χρεοκοπημένοι δηλαδή πολιτικοί, που έριξαν τη χώρα στα βράχια του Μνημονίου, ταυτίζουν τον εαυτό τους με τον κοινοβουλευτισμό και όσους τους ασκούν κριτική, με τους νεοφασίστες.
Αυτό από μόνο του θα συνιστούσε πολιτική απάτη, αλλά δεν θα αποτελούσε μεγάλο κίνδυνο για τους θεσμούς αν δεν συνοδευόταν από μια πρακτική αδιαφορίας για τις συνταγματικές προβλέψεις και συρρίκνωσης των εγγυήσεων των ατομικών ελευθεριών. Η Βουλή παραμερίσθηκε, ως προς τη δίωξη των χρυσαυγιτών βουλευτών, αν και η άδειά της είναι απαραίτητη για τη δίωξη όλων των εγκλημάτων που δεν είναι αυτόφωρα κακουργήματα, για όλες δηλαδή τις δολοφονίες και την παράνομη βία.
Ανησυχητικότερα είναι τα δείγματα γραφής ως προς τις ελευθερίες: Λόγω του κλίματος των ημερών, σχεδόν απαρατήρητη πέρασε η απαγόρευση της συγκέντρωσης των εφέδρων αξιωματικών στο Σύνταγμα, που αντιμετώπισε μια γραφικότητα ως κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια, κατ' ευθεία παράβαση του άρθρου 11 του Συντάγματος. Ακόμη πιο επικίνδυνη ήταν η παραδοχή της ΕΥΠ ότι προβαίνει σε προληπτικές γενικευμένες υποκλοπές τηλεφωνικών επικοινωνιών με το διαβόητο κοριό-βαλιτσάκι, παρά την αντίθετη ρύθμιση του άρθρου 19 του Συντάγματος που απαιτεί πάντα προηγούμενη άδεια της δικαστικής αρχής για την άρση του απορρήτου, εν όψει συγκεκριμένης και όχι αφηρημένης απειλής για την εθνική ασφάλεια ή για τη διαλεύκανση ορισμένου, σοβαρού εγκλήματος.
Εκεί όμως που η περιφρόνηση του Συντάγματος φτάνει πλέον στα άκρα είναι η φημολογούμενη νομοθετική πρωτοβουλία ώστε τυχόν παραίτηση των βουλευτών της Χρυσής Αυγής να μην οδηγήσει σε μερική αναπληρωματική εκλογή, παρά την αντίθετη ρητή συνταγματική πρόβλεψη. (Σε πείσμα όσων κατά κόρον ακούστηκαν, ακόμη και για την περίπτωση του ψηφοδελτίου Επικρατείας υφίσταται ρητή και ειδική πρόβλεψη, αυτή του άρθρου 3 του ΠΔ 26/2012, που δεν ορίζει στην περίπτωση αυτή εκλογή, αλλά αναπλήρωση από τον πρώτο επιλαχόντα βουλευτή στην περιφέρεια που το κόμμα συγκέντρωσε στις τελευταίες εκλογές τις πιο πολλές ψήφους).
Η Δημοκρατία δεν φοβάται τις εκλογές, ακόμη και εάν αυτές προκληθούν για αντιπερισπασμό από τους χρυσαυγίτες. Η Δημοκρατία έχει Νόμους και κανείς δεν είναι πάνω από τους Νόμους της Δημοκρατίας.
*Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, ΔΠΘ
Οσο και αν χαρήκαμε όλοι για το τέλος της ατιμωρησίας (δεν είναι δα και μικρό πράγμα για πρώτη, ουσιαστικά, φορά από το τέλος της Κατοχής να μπαίνουν στη φυλακή ακροδεξιά εγκληματικά στοιχεία), πρέπει ψύχραιμα να δούμε τόσο τις πολιτικές όσο και τις συνταγματικές πλευρές του δράματος. Το πρώτο προφανές συμπέρασμα είναι ότι το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο υπερεπαρκούσε για την αντιμετώπιση της παράνομης δράσης της Χρυσής Αυγής και, συνεπώς, οι ευθύνες της κυβέρνησης για τη μη έγκαιρη ενεργοποίησή του είναι μεγάλες. Οι ευθύνες αυτές δεν ξεπλύθηκαν ούτε με την όψιμη κινητοποίησή της, γιατί οι τελευταίες ενέργειές της κρύβουν όχι μόνο έναν ακραίο πολιτικαντισμό, αλλά και μια επικίνδυνη λογική παραμερισμού του Συντάγματος.
Ο πολιτικαντισμός φάνηκε στις δηλώσεις του πρωθυπουργού περί σταθερότητας, λίγο πριν από την αναχώρησή του στην Αμερική. Ξεχνώντας το «κλείσιμο του ματιού» στη Χρυσή Αυγή του προηγούμενου διαστήματος (που του το καταμαρτύρησε μέχρι και ο υπεύθυνος Επικοινωνίας του ΠΑΣΟΚ) επιχείρησε να εμφανισθεί ως εγγυητής της ασφάλειας και των θεσμών. Πέραν από την κυβίστηση στη στάση απέναντι στους νεοφασίστες, επιχειρείται εδώ η εξής πολιτική αλχημεία: να καταταχθούν όλοι όσοι ασκούν κριτική στο απαξιωμένο πολιτικό σύστημα του πάλαι ποτέ δικομματισμού και των διαπλοκών του στο ίδιο στρατόπεδο με τους εχθρούς της δημοκρατίας. Οι χρεοκοπημένοι δηλαδή πολιτικοί, που έριξαν τη χώρα στα βράχια του Μνημονίου, ταυτίζουν τον εαυτό τους με τον κοινοβουλευτισμό και όσους τους ασκούν κριτική, με τους νεοφασίστες.
Αυτό από μόνο του θα συνιστούσε πολιτική απάτη, αλλά δεν θα αποτελούσε μεγάλο κίνδυνο για τους θεσμούς αν δεν συνοδευόταν από μια πρακτική αδιαφορίας για τις συνταγματικές προβλέψεις και συρρίκνωσης των εγγυήσεων των ατομικών ελευθεριών. Η Βουλή παραμερίσθηκε, ως προς τη δίωξη των χρυσαυγιτών βουλευτών, αν και η άδειά της είναι απαραίτητη για τη δίωξη όλων των εγκλημάτων που δεν είναι αυτόφωρα κακουργήματα, για όλες δηλαδή τις δολοφονίες και την παράνομη βία.
Ανησυχητικότερα είναι τα δείγματα γραφής ως προς τις ελευθερίες: Λόγω του κλίματος των ημερών, σχεδόν απαρατήρητη πέρασε η απαγόρευση της συγκέντρωσης των εφέδρων αξιωματικών στο Σύνταγμα, που αντιμετώπισε μια γραφικότητα ως κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια, κατ' ευθεία παράβαση του άρθρου 11 του Συντάγματος. Ακόμη πιο επικίνδυνη ήταν η παραδοχή της ΕΥΠ ότι προβαίνει σε προληπτικές γενικευμένες υποκλοπές τηλεφωνικών επικοινωνιών με το διαβόητο κοριό-βαλιτσάκι, παρά την αντίθετη ρύθμιση του άρθρου 19 του Συντάγματος που απαιτεί πάντα προηγούμενη άδεια της δικαστικής αρχής για την άρση του απορρήτου, εν όψει συγκεκριμένης και όχι αφηρημένης απειλής για την εθνική ασφάλεια ή για τη διαλεύκανση ορισμένου, σοβαρού εγκλήματος.
Εκεί όμως που η περιφρόνηση του Συντάγματος φτάνει πλέον στα άκρα είναι η φημολογούμενη νομοθετική πρωτοβουλία ώστε τυχόν παραίτηση των βουλευτών της Χρυσής Αυγής να μην οδηγήσει σε μερική αναπληρωματική εκλογή, παρά την αντίθετη ρητή συνταγματική πρόβλεψη. (Σε πείσμα όσων κατά κόρον ακούστηκαν, ακόμη και για την περίπτωση του ψηφοδελτίου Επικρατείας υφίσταται ρητή και ειδική πρόβλεψη, αυτή του άρθρου 3 του ΠΔ 26/2012, που δεν ορίζει στην περίπτωση αυτή εκλογή, αλλά αναπλήρωση από τον πρώτο επιλαχόντα βουλευτή στην περιφέρεια που το κόμμα συγκέντρωσε στις τελευταίες εκλογές τις πιο πολλές ψήφους).
Η Δημοκρατία δεν φοβάται τις εκλογές, ακόμη και εάν αυτές προκληθούν για αντιπερισπασμό από τους χρυσαυγίτες. Η Δημοκρατία έχει Νόμους και κανείς δεν είναι πάνω από τους Νόμους της Δημοκρατίας.
*Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, ΔΠΘ