Εξαφανίστηκε μυστηριωδώς από το διαδίκτυο έκθεση ανώτατου
αναλυτή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που υποστηρίζει ότι η σφιχτή πολιτική
της Γερμανίας βάθυνε την κρίση στις χώρες του Νότου. Συνήγορος της
Μέρκελ ο πρόεδρος της Κομισιόν
Του Μπάμπη Μιχάλη
Να μην εγκαταλείψει την πολιτική της λιτότητας κάλεσε το Βερολίνο ο Μανουέλ Μπαρόζο χθες, επιχειρώντας να υπερασπιστεί τις βασικές επιλογές της γερμανικής κυβέρνησης στην ευρωπαϊκή κρίση χρέους, κυρίως όμως να συμμαζέψει την αυξανόμενη κριτική που ασκείται προς την τελευταία ακόμη και από την ίδια την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Ο πρόεδρος της Επιτροπής, γνωστός στις Βρυξέλλες και ως «αχυράνθρωπος» της Μέρκελ, υποστήριξε μεταξύ άλλων σε συνέντευξή του, που δημοσιεύεται σήμερα στην «Bild», ότι «δεν θα ήταν σοφό να εγκαταλειφθεί –από τη νέα γερμανική κυβέρνηση– ο δρόμος της δημοσιονομικής εξυγίανσης, των δομικών μεταρρυθμίσεων και των στοχευμένων επενδύσεων».
Οχι, η «μαριονέτα του Βερολίνου» δεν αποφάσισε να νουθετήσει ξαφνικά την κ. Μέρκελ για την αναγκαιότητα συνέχειας των πολιτικών της. Πρόθεσή του ήταν περισσότερο να την υπερασπιστεί και κυρίως να μαζέψει κάπως τον αντίκτυπο που προκάλεσε η σκληρή κριτική που άσκησε προς τη Γερμανία με τη μελέτη «Fiscal consolidation and spillovers in the euro area periphery and core» ο βετεράνος οικονομολόγος και ανώτατος οικονομικός αναλυτής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Jan in ‘t Veld.
Η εν λόγω οικονομική μελέτη δημοσιεύτηκε διαδικτυακά την περασμένη Δευτέρα, αλλά αποσύρθηκε γρήγορα πριν την πάρει κανείς χαμπάρι από τους αξιωματούχους της Ε.Ε. Επαναδημοσιεύτηκε χάρη στον Νίκο Χρυσολωρά, τον ανταποκριτή της «Καθημερινής» στις Βρυξέλλες, που πρόλαβε να την «κατεβάσει» προτού εξαφανιστεί και έδωσε αντίγραφό της στους «Financial Times». Οταν η υπόθεση άρχισε να «βρομάει», οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι ανακοίνωσαν ότι η έκθεση θα ξαναδημοσιευτεί στην ιστοσελίδα της Επιτροπής, όπως και έγινε.
Στραγγάλισαν τον Νότο
Παρ’ όλα αυτά, η εξαφάνισή της για μία μέρα τροφοδότησε υποψίες. Πόσο μάλλον όταν στα συμπεράσματα της έκθεσης αφήνεται να εννοηθεί ότι η σφιχτή δημοσιονομική πολιτική, που εφαρμόστηκε στη Γερμανία, κατέστησε ακόμη βαθύτερη την κρίση της ευρωζώνης και χειροτέρεψε την οικονομική κατάσταση υπό διάσωση χωρών όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία.
Η άποψη αυτή δεν είναι καινούργια. Αρκετοί οικονομολόγοι έχουν εκφράσει νωρίτερα ανάλογες θέσεις, υπογραμμίζοντας ότι Ελλάδα, Ισπανία και Πορτογαλία στραγγαλίστηκαν όχι μόνο από τα μνημόνια, αλλά και από τις σφιχτές δημοσιονομικές πολιτικές που εφαρμόστηκαν την τελευταία τριετία και στις χώρες του σκληρού πυρήνα της ευρωζώνης – Γερμανία, Ολλανδία, Αυστρία, Φινλανδία.
Οταν όμως η άποψη αυτή διατυπώνεται από το διευθυντήριο οικονομικών και χρηματοοικονομικών υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής –που ήταν συνυπεύθυνο για τη διαχείριση των προγραμμάτων στήριξης Ελλάδας και Πορτογαλίας–, τότε αιφνιδιάζει… Τουλάχιστον τον Μπαρόζο.
Μεταξύ άλλων ο Jan in ‘t Veld υπογραμμίζει στη μελέτη του ότι η γερμανική κυβέρνηση είχε το «δημοσιονομικό περιθώριο» να δαπανήσει περισσότερα για υποδομές και άλλες επενδύσεις την τελευταία τριετία σε αντίθεση με τις πιο αδύναμες χώρες της ευρωζώνης. Είχε ακόμη τα αναγκαία γι’ αυτόν τον σκοπό φτηνά κεφάλαια που της διασφάλιζαν τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια δανεισμού της. Αντί όμως να ξοδέψει και να δώσει ώθηση στην οικονομική της ανάπτυξη και ενδεχομένως ταυτόχρονα και προς τις καταπονημένες χώρες-εταίρους της (μέσω της ενίσχυσης των εξαγωγών τους προς αυτήν), η κυβέρνηση Μέρκελ αποφάσισε να μειώσει τις δαπάνες της.
Ετσι οι πόντοι ανταγωνιστικότητας που κέρδιζε η Ελλάδα χάρη στη μείωση του εργασιακού κόστους και την εφαρμογή των υπόλοιπων σκληρών όρων του Μνημονίου -με τίμημα τη μακρόχρονη ύφεση και την εξαθλίωση της κοινωνίας- δεν είχαν επί της ουσίας αντίκρισμα. Οι βασικοί εμπορικοί εταίροι της στην ευρωζώνη, οι χώρες που απορροφούσαν το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών τους, δήλωναν «ντούκου» εφαρμόζοντας λιτότητα και στερώντας μια προσανατολισμένη στις εξαγωγές ανάκαμψη.
Ζητούμενο βέβαια παραμένει το πόσο αυτή η διπλά καταστροφική για την Ελλάδα και τις υπόλοιπες χώρες της περιφέρειας πρακτική της Γερμανίας ήταν προσχεδιασμένη.
Του Μπάμπη Μιχάλη
Να μην εγκαταλείψει την πολιτική της λιτότητας κάλεσε το Βερολίνο ο Μανουέλ Μπαρόζο χθες, επιχειρώντας να υπερασπιστεί τις βασικές επιλογές της γερμανικής κυβέρνησης στην ευρωπαϊκή κρίση χρέους, κυρίως όμως να συμμαζέψει την αυξανόμενη κριτική που ασκείται προς την τελευταία ακόμη και από την ίδια την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Ο πρόεδρος της Επιτροπής, γνωστός στις Βρυξέλλες και ως «αχυράνθρωπος» της Μέρκελ, υποστήριξε μεταξύ άλλων σε συνέντευξή του, που δημοσιεύεται σήμερα στην «Bild», ότι «δεν θα ήταν σοφό να εγκαταλειφθεί –από τη νέα γερμανική κυβέρνηση– ο δρόμος της δημοσιονομικής εξυγίανσης, των δομικών μεταρρυθμίσεων και των στοχευμένων επενδύσεων».
Οχι, η «μαριονέτα του Βερολίνου» δεν αποφάσισε να νουθετήσει ξαφνικά την κ. Μέρκελ για την αναγκαιότητα συνέχειας των πολιτικών της. Πρόθεσή του ήταν περισσότερο να την υπερασπιστεί και κυρίως να μαζέψει κάπως τον αντίκτυπο που προκάλεσε η σκληρή κριτική που άσκησε προς τη Γερμανία με τη μελέτη «Fiscal consolidation and spillovers in the euro area periphery and core» ο βετεράνος οικονομολόγος και ανώτατος οικονομικός αναλυτής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Jan in ‘t Veld.
Η εν λόγω οικονομική μελέτη δημοσιεύτηκε διαδικτυακά την περασμένη Δευτέρα, αλλά αποσύρθηκε γρήγορα πριν την πάρει κανείς χαμπάρι από τους αξιωματούχους της Ε.Ε. Επαναδημοσιεύτηκε χάρη στον Νίκο Χρυσολωρά, τον ανταποκριτή της «Καθημερινής» στις Βρυξέλλες, που πρόλαβε να την «κατεβάσει» προτού εξαφανιστεί και έδωσε αντίγραφό της στους «Financial Times». Οταν η υπόθεση άρχισε να «βρομάει», οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι ανακοίνωσαν ότι η έκθεση θα ξαναδημοσιευτεί στην ιστοσελίδα της Επιτροπής, όπως και έγινε.
Στραγγάλισαν τον Νότο
Παρ’ όλα αυτά, η εξαφάνισή της για μία μέρα τροφοδότησε υποψίες. Πόσο μάλλον όταν στα συμπεράσματα της έκθεσης αφήνεται να εννοηθεί ότι η σφιχτή δημοσιονομική πολιτική, που εφαρμόστηκε στη Γερμανία, κατέστησε ακόμη βαθύτερη την κρίση της ευρωζώνης και χειροτέρεψε την οικονομική κατάσταση υπό διάσωση χωρών όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία.
Η άποψη αυτή δεν είναι καινούργια. Αρκετοί οικονομολόγοι έχουν εκφράσει νωρίτερα ανάλογες θέσεις, υπογραμμίζοντας ότι Ελλάδα, Ισπανία και Πορτογαλία στραγγαλίστηκαν όχι μόνο από τα μνημόνια, αλλά και από τις σφιχτές δημοσιονομικές πολιτικές που εφαρμόστηκαν την τελευταία τριετία και στις χώρες του σκληρού πυρήνα της ευρωζώνης – Γερμανία, Ολλανδία, Αυστρία, Φινλανδία.
Οταν όμως η άποψη αυτή διατυπώνεται από το διευθυντήριο οικονομικών και χρηματοοικονομικών υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής –που ήταν συνυπεύθυνο για τη διαχείριση των προγραμμάτων στήριξης Ελλάδας και Πορτογαλίας–, τότε αιφνιδιάζει… Τουλάχιστον τον Μπαρόζο.
Μεταξύ άλλων ο Jan in ‘t Veld υπογραμμίζει στη μελέτη του ότι η γερμανική κυβέρνηση είχε το «δημοσιονομικό περιθώριο» να δαπανήσει περισσότερα για υποδομές και άλλες επενδύσεις την τελευταία τριετία σε αντίθεση με τις πιο αδύναμες χώρες της ευρωζώνης. Είχε ακόμη τα αναγκαία γι’ αυτόν τον σκοπό φτηνά κεφάλαια που της διασφάλιζαν τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια δανεισμού της. Αντί όμως να ξοδέψει και να δώσει ώθηση στην οικονομική της ανάπτυξη και ενδεχομένως ταυτόχρονα και προς τις καταπονημένες χώρες-εταίρους της (μέσω της ενίσχυσης των εξαγωγών τους προς αυτήν), η κυβέρνηση Μέρκελ αποφάσισε να μειώσει τις δαπάνες της.
Ετσι οι πόντοι ανταγωνιστικότητας που κέρδιζε η Ελλάδα χάρη στη μείωση του εργασιακού κόστους και την εφαρμογή των υπόλοιπων σκληρών όρων του Μνημονίου -με τίμημα τη μακρόχρονη ύφεση και την εξαθλίωση της κοινωνίας- δεν είχαν επί της ουσίας αντίκρισμα. Οι βασικοί εμπορικοί εταίροι της στην ευρωζώνη, οι χώρες που απορροφούσαν το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών τους, δήλωναν «ντούκου» εφαρμόζοντας λιτότητα και στερώντας μια προσανατολισμένη στις εξαγωγές ανάκαμψη.
Ζητούμενο βέβαια παραμένει το πόσο αυτή η διπλά καταστροφική για την Ελλάδα και τις υπόλοιπες χώρες της περιφέρειας πρακτική της Γερμανίας ήταν προσχεδιασμένη.