26 Σεπτεμβρίου 2013

Το κατοχικό δάνειο των Γερμανών

Πριν από ένα χρόνο, σ' αυτήν εδώ τη φιλόξενη στήλη, είχα καταγράψει την ανησυχία μου, αναφορικά με τον κίνδυνο της παραγραφής της αξίωσης που είχε, και -βεβαίως- εξακολουθεί να έχει, η Ελλάδα εναντίον της Γερμανίας για την αποπληρωμή του κατοχικού αναγκαστικού δανείου.Τότε, είχα εκτιμήσει την ευαισθησία του υπουργού Οικονομικών κ. Στουρνάρα, ο οποίος μου είχε τηλεφωνήσει και με είχε διαβεβαιώσει ότι είχε επίγνωση του εθνικού χρέους του να μη φύγει από την κυβέρνηση, προτού να φροντίσει για την επιστροφή αυτού του γερμανικού αναγκαστικού δανείου.

Παρήλθε ένα έτος, στη διάρκεια του οποίου δεν υπήρξε καμιά σχετική ελληνική πρωτοβουλία, ούτε καν όταν, πριν από λίγες ημέρες, το κόμμα της γερμανικής Αριστεράς, διαμέσου του επικεφαλής του κ. Ρίξινγκερ, αρνήθηκε διαρρήδην ότι εξακολουθεί να υπάρχει αυτή η γερμανική οφειλή, δίχως εκείνος να μπει στον κόπο να εξηγήσει πότε και με ποιον αξιόπιστο τρόπο εξοφλήθηκε.
Δυστυχώς, μέχρι στιγμής, ο κ. Στουρνάρας απέφυγε οποιαδήποτε αντίδραση. Κρίμα... Το περσινό τηλεφώνημά του με είχε καθησυχάσει για τη σοβαρότητά του, καθώς και για τις προσωπικές ευαισθησίες του.Οπωσδήποτε όμως την ίδια αποκαρδίωση αισθάνθηκα και από την παράλειψη του κ. Τσίπρα ν' απαντήσει στον κ. Ρίξινγκερ.

 Στα ογδόντα μου χρόνια υποφέρω από τον καημό, ότι η μοναδική αξιόπιστη φράση που έχω ακούσει από ελληνικά πολιτικά χείλη υπήρξε εκείνη η αποστροφή, την οποία, προ ετών, δίχως δική του αξιόπιστη νομιμοποίηση, είχε βγάλει ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, ότι δηλαδή «αυτή είναι η Ελλάδα!...». Η Ελλάδα του Ακη και του Μαντέλη και ποιος ξέρει ποιων και πόσων άλλων παρόμοιων αστέρων της γλοιώδους ελλαδικής πολιτικής σκηνής. Οπωσδήποτε όμως και η Ελλάδα των ουτιδανών, που δεν ένιωσαν την ανάγκη να υπερασπιστούν ενώπιον των Γερμανών τιμητών μας αν όχι την Ιστορία, τουλάχιστον το φιλότιμο τόσων και τόσων ανθρώπων του ελληνικού μόχθου και της σιωπηρής πικρίας.

Ομως, φίλε αναγνώστη -κακά τα ψέματα- οι Γερμανοί βρίσκουν πρόσφορο έδαφος και ασχημονούν. Και μιλώντας για πρόσφορο έδαφος δεν αναφέρομαι μόνο στον πολιτικό κόσμο της χώρας, τον οποίο -οπωσδήποτε- εμείς, με τη δική μας ελεύθερη ψήφο, αναδεικνύουμε, κάποιοι μάλιστα, καθ' υπερβολήν ενθουσιώδεις, ζωηρά τους χειροκροτούν και με πάθος τους ζητωκραυγάζουν...

Αναφέρομαι, φίλε αναγνώστη, ευθέως σ' εμένα και σ' εσένα! Και τούτο, γιατί τόσο εσύ, όπως κι εγώ, βλέπουμε, υποφέρουμε και, παρά ταύτα, όλα τα καταπίνουμε αδιαμαρτυρήτως. Κι αν τυχόν ενοχλείσαι, ότι τάχα ο συντάκτης αυτών εδώ των γραμμών διακατέχεται από υπερβολικές ευαισθησίες, θ' αρκεστώ στο απεχθές θέαμα των άδειων καθισμάτων ακόμη και στη μικρή αίθουσα συνεδριάσεων της Βουλής, όπως -προσφάτως- κατά τη συζήτηση του νέου δικηγορικού κώδικα, με την παρουσία ενός και μοναδικού κυβερνητικού βουλευτή!... Ματαίως διαμαρτυρόταν η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ κυρία Κωνσταντοπούλου γι' αυτόν τον ευτελισμό της νομοθετικής λειτουργίας του ελληνικού κράτους. Οι διαμαρτυρίες της δεν άγγιξαν το φιλότιμο κανενός. Ούτε του κυρίου που προήδρευε σ' εκείνη την παρωδία νομοθετικής εργασίας της Βουλής, μήτε την ευαισθησία του επίσης παριστάμενου υπουργού Δικαιοσύνης, και μάλιστα παρά το ήθος που θα ανέμενε κάποιος από έναν πρώην αρεοπαγίτη.

Οταν βγάζω δημοσίως τον καημό της καρδιάς μου για την Ελλάδα της διάλυσης και της αναίσχυντης ανοχής, κάποιοι φίλοι ενοχλούνται, αντιπαρατηρώντας μου ότι με την κλάψα δεν βγαίνει τίποτε, καθώς και ότι αυτός ο πολιτικός κόσμος δεν εμφανίστηκε από το τίποτε. Προήλθε από την ελεύθερη ψήφο του λαού: από τους γείτονές μας, τους φίλους και τους συγγενείς μας. Και μάλιστα, μέσα σε καθεστώς ελεύθερων εκλογών, καθώς πολλοί εξακολουθούν να τους καλοπιάνουν και να τους εκλιπαρούν για κάποιο χοντρό, μέτριο ή μικρό ρουσφέτι.

Η πατρίδα μας είναι ορφανή από πολιτικούς και πνευματικούς ηγέτες, επειδή ο ίδιος ο λαός δεν τρέφει τον αυτοσεβασμό που θα όφειλε να έχει, τουλάχιστον για να μην ντρέπεται τα παιδιά και τα εγγόνια του. Αυτά τα παιδιά, που -δυστυχώς- έχουν προδιαγεγραμμένο μέλλον: είτε να μείνουν εδώ και να σέρνονται, όπως επί δύο αιώνες σέρνεται ο κατά τα άλλα «περήφανος» ελληνικός λαός, είτε να πάρουν τα μάτια τους, να ρίξουν μαύρη πέτρα πίσω τους και να ζητήσουν καταφύγιο σε ξένες χώρες, όπως σταθερά το έχουν ήδη κάνει τόσες και τόσες πολύτιμες για τον τόπο μας νέες γενιές.

Σε τούτη εδώ τη φιλόξενη στήλη, ο αυτοσεβασμός μου δεν μου επιτρέπει να καταγράψω παραμύθια. Τον προσωπικό μου πόνο για τα δικά μου παιδιά και για τα δικά μου εγγόνια καταθέτω. Εναν πόνο που δεν μπορεί, παρά να έχει ήδη αγγίξει κι εσένα, φίλε αναγνώστη, ή τουλάχιστον να σε έχει προβληματίσει, αν όντως διακατέχεσαι από την ανησυχία που οφείλεις να έχεις για το μέλλον των παιδιών και των εγγονών σου.

Θυμάμαι, παλιότερα, κάποιον αφελή που κλαυθμήριζε: «Και τι να κάνουμε εμείς, οι αδύναμοι; Να εναντιωθούμε στην κυβέρνηση;».Τι άλλο να πεις, όταν συναντάς τέτοια ηττοπάθεια; Πώς να καταφέρεις να ευαισθητοποιήσεις κάποιον που δεν έχει, από μόνος τους, το σθένος της αντίστασης; Κάτι το πολύ πιο σημαντικό: πώς να ενθαρρύνεις κάποιον που δεν έχει επίγνωση των ευθυνών του απέναντι στα δικά του παιδιά κι εγγόνια;Κι όμως! Δεν δικαιούμαστε να προσπερνάμε, απλώς και μόνον ελεεινολογώντας ότι «αυτή είναι πια η Ελλάδα...». Ε, όχι! Καθένας μας έχει προσωπική ευθύνη να κάνει αισθητή γύρω του την Ελλάδα του αυτοσεβασμού και της αντίστασης!