Ή όσα κανείς Έλληνας διπλωμάτης δεν θα τολμούσε ποτέ να πει δημόσια για την κρίση στη Συρία
Tου Ανδρέα Παπαδάκη-για το 7imeres.gr
Η ημιμάθεια, πολύ περισσότερο από την αμάθεια, στις διεθνείς σχέσεις είναι σχεδόν πάντα καταστροφική. Ειδικά όταν ο ημιμαθής εκφράζει άποψη με ύφος 25 καρδιναλίων για θέματα που ο ίδιος πιστεύει ακράδαντα ότι γνωρίζει, αφού τα έχει διαβάσει κάπου στο διαδίκτυο ή του τα έχουν πει άνθρωποι “που είναι στα πράγματα”.Παρακολουθώντας προσεκτικά τις δηλώσεις και τις εκφρασμένες θέσεις σύσσωμης της αντιπολίτευσης, δεξιάς και αριστεράς, σχετικά με την κατάσταση στη Μέση Ανατολή, είναι να τραβάει κανείς τα μαλλιά του. Ας προσπαθήσουμε να ξεχάσουμε την τραγική αφέλεια πολιτικών στελεχών όλων των αποχρώσεων και τον βλακώδη ενθουσιασμό με τον οποίο αυτή εκφράστηκε όταν ξεκινούσε και διαδιδόταν η “Αραβική Άνοιξη” το 2011.
Τότε, που άνθρωποι που είχαν μαύρα μεσάνυχτα για τον αραβικό κόσμο και τους κώδικες συμπεριφοράς των Αράβων έπαιρναν θέση στα κανάλια με βάση αριστερίστικα στερεότυπα της δεκαετίας του ’80. Δεν είχαν καταλάβει ότι οι εξεγέρσεις στην Τυνησία, τη Λιβύη, την Αίγυπτο, την Συρία, τον Κόλπο και αλλού, δεν είχαν καμία σχέση με λαϊκά αιτήματα για δημοκρατία, δικαιοσύνη και ισότητα, όπως τα αντιλαμβανόμαστε εμείς στη Δύση.
Στην πραγματικότητα δεν είχαν καμία σχέση με κανένα εξιδανικευμένο δυτικό ιδεώδες γιατί πολύ απλά κανείς -ή έστω ελάχιστοι- στον αραβικό κόσμο δεν πιστεύει σε αυτές τις αξίες. Και όχι μόνο δεν τις πιστεύουν, αλλά στην πραγματικότητα τις αντιμάχονται διότι είναι εντελώς αντίθετες με τις παραδόσεις, θρησκευτικές πεποιθήσεις και ηθικές αξίες των Αράβων. Κι αυτό δεν αφορά μόνο τις αραβικές (θεοκρατικές, τυραννικές, αυταρχικές, δικτατορικές) ηγεσίες, αλλά δυστυχώς και τις πλατιές μάζες.
Οι δυτικές αξίες μέσα από το πρίσμα των οποίων εμείς προσπαθούμε να δούμε τα πάντα, είναι ένα εντελώς ακατάλληλο εργαλείο για την εξαγωγή συμπερασμάτων και την πρόταση λύσεων στα προβλήματα του αραβικού κόσμου. Το Ισλάμ, φονταμενταλιστικό ή ηπιότερο, είναι μια πολιτική θρησκεία και περισσότερο από αυτό είναι μια βαθιά ριζωμένη παράδοση που είναι ελάχιστα ανεκτική προς το διαφορετικό, ξένη προς την ιδέα της ισότητας, εχθρική προς την αντίληψη της ισονομίας. Γι αυτό το λόγο, όταν αφήνονται οι αραβικοί λαοί να αποφασίσουν για τις τύχες τους με ελεύθερες εκλογές επιλέγουν ό,τι πιο σκοταδιστικό, μισαλλόδοξο και οπισθοδρομικό, ό,τι πιο εχθρικό προς την δυτική παράδοση.
Πρέπει επιτέλους να πούμε ορισμένες πολιτικά ανορθόδοξες και άβολες αλήθειες που είναι κάτι περισσότερο από στερεότυπα. Πρέπει να πούμε ότι έννοιες όπως “αριστερά” ή “δεξιά”, “καπιταλισμός” ή “σοσιαλισμός”, είναι ανύπαρκτες ή μεταφράζονται διαφορετικά στον αραβικό κόσμο. Ότι εκεί η ιερότητα της ανθρώπινης ζωής βρίσκεται χαμηλότερα στον αξιακό κώδικα απ’ ό,τι στη Δύση.
Ότι εκεί η θέση της γυναίκας δεν είναι δεδομένα ισότιμη με αυτή του άντρα. Ότι εκεί οι κάθε είδους μειονότητες (ομοφυλόφιλοι, Χριστιανοί ή Εβραίοι, κοινωνικοί εκσυγχρονιστές κτλ) δεν ζουν άφοβα. Ότι εκεί η μουσουλμανική θρησκεία παρεμβαίνει σε κάθε ανθυπολεπτομέρεια της καθημερινότητας του ανθρώπου. Ότι εκεί το χρήμα και η δύναμη είναι υπέρτατη αξία, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στη Δύση.
Όλα τα παραπάνω πρέπει να τα γνωρίζουν όσοι συνομιλούν σε οποιοδήποτε επίπεδο με Άραβες και να τα λάβουν υπόψη τους όλοι οι πολιτικολογούντες και ηθικολογούντες στην Ελλάδα και τη Δύση όταν εκφράζουν άποψη για τις εξελίξεις στη Συρία, για παράδειγμα, ή όταν ενθουσιάζονται με επαναστατικές προσπάθειες τύπου «Αραβικής Άνοιξης» που αποδείχτηκαν φυσικά «αραβικός χειμώνας». Και κυρίως να τα γνωρίζουν αυτοί που επικαλέστηκαν με ευκολία την Πλατεία Ταχρίρ ως παράδειγμα για το τι πρέπει να γίνει στην Ελλάδα.
Τα χημικά όπλα είναι αριστερά;
Τις τελευταίες ημέρες ακούστηκαν απόψεις απύθμενης ανοησίας και χαλαρότητας σχετικά με το τι πρέπει ή τι δεν πρέπει να γίνει με τη Συρία ως απάντηση στην αποδεδειγμένη και πέραν πάσας αμφιβολίας χρήσης χημικών όπλων. Σύμπασα σχεδόν η αντιπολίτευση, από τους παλαιοπασοκομμουνιστές του ΣΥΡΙΖΑ, μέχρι τους εθνολαϊκιστές Ανεξάρτητους Έλληνες και τους νεοναζιστές της Χρυσής Αυγής, τάχθηκε στο πλευρό του Προέδρου Άσαντ, με μοναδικό κριτήριο ότι η απειλή για επέμβαση έγινε από τους φονιάδες των λαών Αμερικανούς και ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν έβγαλε άναρθρες κραυγές καταδίκης των ιμπεριαλιστικών σχεδίων της Ουάσιγκτον, αλλά αντίθετα εμφανίστηκε ως πρόθυμη να συνδράμει.
Κάποιοι μάλιστα δεν περίμεναν καν το πόρισμα των ελεγκτών του ΟΗΕ κι έβγαλαν από μόνοι τους τα δικά τους επιστημονικά πορίσματα λέγοντας ότι τα χημικά τα χρησιμοποίησαν οι αντάρτες και όχι το καθεστώς. Μπορεί να είναι και έτσι, αλλά πάλι ποιος το ξέρει σε αυτή τη φάση; Κανείς. Οι Ρώσοι που με πάθος υποστηρίζουν αυτή την άποψη κάνουν πολύ καλά βεβαίως γιατί έτσι προασπίζονται τα συμφέροντα της χώρας τους που παράγει και πουλά μαζικές ποσότητες χημικών όπλων στη Συρία και για το λόγο αυτό θέλει να πληρωθεί για το προϊόν. Για να πληρωθεί όμως κάποια μέρα θα πρέπει ο αγοραστής να βρίσκεται στη θέση του, δηλαδή να συνεχίσει να είναι Πρόεδρος ο Μπασάρ αλ-Άσαντ και να υπάρχει το καθεστώς του.
Ας δεχτούμε λοιπόν ότι τα χημικά όπλα τα χρησιμοποίησαν οι αντάρτες για να ενοχοποιήσουν τον Άσαντ, κάτι που είναι αρκετά πιθανό. Θα δέχονταν όλοι οι παραπάνω γηγενείς τον ανελέητο βομβαρδισμό των ανταρτικών θέσεων ως παραδειγματική τιμωρία από τη διεθνή κοινότητα για τη χρήση του πλέον απάνθρωπου μέσου εξόντωσης αμάχων; Φοβάμαι ότι πάλι θα έφερναν αντιρρήσεις, στέλνοντας έτσι το μήνυμα ότι εμείς στη Δύση μπορούμε με ήσυχη τη συνείδησή μας να παρακολουθούμε από τον καναπέ μας στην τηλεόραση καμένα και παραμορφωμένα μικρά παιδιά και αμάχους και να αλλάζουμε κανάλι όταν το θέαμα γίνεται ανυπόφορο. Πόσο αριστερό είναι αυτό; Το ερώτημα φυσικά δεν απευθύνεται σε ΑΝΕΛΛ και ΧΑ αλλά στον ΣΥΡΙΖΑ. Πόσο αριστερή είναι η ατιμωρησία;
Η “αντιαμερικανική” πολιτική της Ουάσιγκτον
Από την άλλη μεριά, κανείς σκεπτόμενος μη Αμερικανός δεν υποστηρίζει φυσικά με σοβαρότητα ότι τα κίνητρα της Ουάσιγκτον και του απολύτως απογοητευτικού Προέδρου Ομπάμα που ζητούν τον βομβαρδισμό της Συρίας είναι ευγενή και ανθρωπιστικά. Το στοιχείο της δικαιοσύνης φυσικά υπάρχει και υπερτονίζεται διότι ο μέσος Αμερικανός έχει μια σχεδόν βιβλική πεποίθηση ότι η παντοδύναμη χώρα του έχει την θεία αποστολή να κάνει το καλό στον κόσμο και να διορθώσει όλα τα κακώς κείμενα.
Κι αυτό όμως μέχρι ενός σημείου πλέον καθώς ακόμα και οι ψηφοφόροι στο Άινταχο, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, είναι πλέον πιο πονηρευμένοι μετά τις επεμβάσεις στο Αφγανιστάν και το Ιράκ. Αν οι Αμερικανοί ήθελαν πράγματι να τιμωρήσουν τα τέρατα που δολοφόνησαν εκατοντάδες παιδιά στη Συρία με χημικά όπλα, θα έπρεπε πολύ απλά να στραφούν πρωτίστως κατά των τυραννικών καθεστώτων που στηρίζουν επί δεκαετίες, όπως αυτό στη Σαουδική Αραβία, που είναι πολλάκις πιο επαίσχυντο από το καθεστώς της Τεχεράνης και πολύ περισσότερο της Δαμασκού.
Αντίθετα, αυτό που κάνει η Αμερική είναι να φτύνει ενάντια στον άνεμο, δηλαδή να παρέχει τη στήριξή της σε μια νεφελώδη αντιπολίτευση, πίσω από την οποία έχουν παραταχθεί μεταξύ άλλων ημιπαράφρονες φονταμενταλιστές, τρομοκράτες της Αλ Κάιντα και μισθοφόροι ισλαμιστές Ταλιμπάν. Δηλαδή, όλοι οι ορκισμένοι εχθροί της Αμερικής και του δυτικού κόσμου. Αυτή η κατ’ αρχήν ακατανόητη στάση της Ουάσιγκτον εξηγείται με βάση το σκεπτικό που λέει “αφού βγει από τη μέση ο Άσαντ θα ασχοληθούμε και με τους ακραίους”. Το πιθανότερο βέβαια είναι ότι μετά τον Άσαντ, οι ακραίοι θα ασχοληθούν και με την Αμερική, για να μην ξεχνιόμαστε.
Έτσι, για άλλη μια φορά, η Ουάσιγκτον αποδεικνύει πόσο κακή και “αντιαμερικανική” εξωτερική πολιτική ασκεί από την εποχή του Βιετνάμ και εντεύθεν και κυρίως από το κτύπημα στους Δίδυμους Πύργους, πριν 12 χρόνια, μέχρι σήμερα. Όλα αυτά τα χρόνια, όλες μα όλες οι αμερικανικές επεμβάσεις στον αραβικό κόσμο απέτυχαν παταγωδώς και είχαν τεράστιο κόστος για τις ΗΠΑ. Η Συρία είναι απλά άλλο ένα λάθος που θα στοιχίσει πολύ ακριβά στην Αμερική. Και είναι λάθος γιατί σε μια εμφύλια σύρραξη μεταξύ Αράβων δεν μπορείς να πάρεις το μέρος κανενός, καθώς είναι απολύτως βέβαιο ότι και οι δύο πλευρές εκπροσωπούν το “κακό”, σύμφωνα με τη λουθηρανική ηθική που διαμορφώνει τους κανόνες του παιχνιδιού σε αυτό που οι δυτικοί ονομάζουν “διεθνής κοινότητα”.
Έτσι, λοιπόν, βρισκόμαστε για άλλη μια φορά μπροστά σε ένα δίλημμα: Τον δικτάτορα ή τους φονταμενταλιστές; Παρόμοια διλήμματα ζήσαμε και πολύ πρόσφατα στην Τυνησία του (φιλοδυτικού δικτάτορα) Μπεν Αλί, στη Λιβύη του (παράφρονα αλλά ελεγχόμενου) Καντάφι και στην Αίγυπτο του (φιλοδυτικού αλλά απολυταρχικού) Μουμπάρακ. Και στις τρεις αυτές περιπτώσεις, όπου η “διεθνής κοινότητα” πήρε θέση υπέρ των εξεγερθέντων, το αντίτιμο ήταν ανατροπές καθεστώτων και αντικατάστασή τους με φανατικούς ισλαμιστές. Το ίδιο συνέβη και στις περιπτώσεις του Ιράκ και του Αφγανιστάν, όπου τα καθεστώτα του Σαντάμ και των Ταλιμπάν αντίστοιχα, κατέρρευσαν μετά από εισβολή για να αντικατασταθούν από ένα εκρηκτικό χάος. Γιατί να αποτελέσει η Συρία εξαίρεση;
Το Ισραήλ παρακολουθεί
Η μόνη χώρα που αντιλαμβάνεται πλήρως την όλη κατάσταση για τον απλούστατο λόγο ότι γνωρίζει σε βάθος την ψυχοσύνθεση του Άραβα, είναι το Ισραήλ. Το Ισραήλ γνωρίζει ότι είναι τουλάχιστον αφελές να πιστεύει κανείς ότι μπορεί να εξάγει δημοκρατία δυτικού τύπου στον αραβικό κόσμο. Παρά τις δυσκολίες συνύπαρξής του στο μέσο ενός πελάγους γεμάτου με ορκισμένους εχθρούς, το Ισραήλ έμαθε να συμβιώνει με τον εχθρό χάρη στην στρατιωτική του παντοδυναμία και στον φόβο που αυτή προκαλεί. Όχι χάρη στη διπλωματία, ούτε χάρη στη λογική επεξεργασία και ανταλλαγή επιχειρημάτων.
Τα αυταρχικά αραβικά καθεστώτα άφησαν το Ισραήλ να υπάρχει επειδή οι δικτάτορές τους το φοβόντουσαν. Και το Ισραήλ, που -είτε αρέσει, είτε δεν αρέσει η υπενθύμιση σε κάποιους- είναι η μόνη δυτικού τύπου δημοκρατία από το Μαγκρέμπ μέχρι και τον Περσικό Κόλπο, έμαθε να διαχειρίζεται έξυπνα αυτή την ισορροπία του τρόμου και να μανιπουλάρει τα αραβικά καθεστώτα κάνοντάς τα προβλέψιμα απέναντί του. Στο Ισραήλ γνώριζαν ότι δημοκρατική έκφραση της βούλησης των αραβικών λαών σημαίνει ενδυνάμωση του ισλαμικού φονταμενταλισμού και χάος. Μετά την εισβολή στο Ιράκ, που άνοιξε τον ασκό του Αιόλου, το Ισραήλ άρχισε να ανησυχεί, αλλά δυστυχώς δεν κατάφερε να πείσει τον μεγάλο του σύμμαχο πέραν του Ατλαντικού ώστε να αποφευχθούν τα τραγικά λάθη που ακολούθησαν ως ντόμινο.
Το τουρκικό Βατερλό
Από την άλλη πλευρά, η Τουρκία δείχνει να βρίσκεται στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, καθώς η Συρία αποτελεί γι αυτήν το φύλλο συκής που πέφτοντας αποκαλύπτεται η γύμνια της εξωτερικής της πολιτικής και της εθνικής της στρατηγικής. Το περίφημο δόγμα Νταβούτογλου περί μηδενικών προβλημάτων με τους γειτονικούς λαούς με στόχο την επικυριαρχία της Άγκυρας ως περιφερειακής δύναμης, πήγε περίπατο και αντ’ αυτού βλέπουμε έναν ωκεανό από προβλήματα εντός και πλησίον των τουρκικών συνόρων.
Αφού λοιπόν κατάφερε η Άγκυρα να εκτεθεί ανεπανόρθωτα και να ταχθεί εκτός του διεθνούς mainstream στις περιπτώσεις της Αιγύπτου, του Λιβάνου, του Ιράκ και του Ιράν, τώρα εμφανίζεται βασιλικότερη του βασιλέως υπέρ της επέμβασης κατά του καθεστώτος Άσαντ. Μόνο που και σε αυτή την περίπτωση κινδυνεύει να μείνει πάλι μόνη η Τουρκία, καθώς η ρωσική πρόταση για διεθνή έλεγχο του χημικού οπλοστασίου της Συρίας φαίνεται να γίνεται δεκτή και η σύγκρουση να αναβάλλεται από την Ουάσιγκτον.
Η σουνιτική Τουρκία έχει βέβαια τους δικούς της λόγους να θέλει να δει τον Άσαντ εκτός κάδρου. Ας μην ξεχνούμε ότι επί δεκαετίες η Συρία κυβερνάται από τις μειονότητές της και όχι από την εθνοτική και θρησκευτική πλειοψηφία. Σταθερά στο πλευρό του καθεστώτος βρίσκονται οι σιίτες που αποτελούν το 13% του πληθυσμού (ανάμεσά τους οι Παλαιστίνιοι -άρα και η Χεζμπολάχ και το Ιράν-, οι Αλεβίτες από τους οποίους προέρχεται η οικογένεια Άσαντ και οι Ισμαηλίτες) και οι Χριστιανοί που είναι το 10% του πληθυσμού (κυρίως ορθόδοξοι, αλλά και συροχριστιανοί, ελληνοκαθολικοί και Αρμένιοι).
Απέναντι στο καθεστώς, οι σουνίτες που αποτελούν το 60% του πληθυσμού, βρίσκονται υπό την επιρροή της Σαουδικής Αραβίας και του Κατάρ. Και ανάμεσα στους σουνίτες, οι Κούρδοι που αποτελούν το διόλου ευκαταφρόνητο 10% του πληθυσμού (περίπου δύο εκατομμύρια άνθρωποι), ζουν δίπλα στα βόρεια σύνορα με την Τουρκία και ελέγχουν ήδη τις αυτονομημένες από το καθεστώς περιοχές τους. Κι αυτό είναι κάτι που η Τουρκία δεν το ανέχεται. Έχει κάθε συμφέρον λοιπόν η Άγκυρα να πατήσει πόδι στην συριακή επικράτεια και να ελέγξει την κατάσταση που απειλεί την ίδια την εθνική της ασφάλεια και υπόσταση.
Με βάση την ίδια σουνιτική αντίληψη πορεύεται η Τουρκία και στην περίπτωση της Αιγύπτου, όπου έχει ταχθεί στο πλευρό των Αδελφών Μουσουλμάνων και εναντίον της μεταβατικής κυβέρνησης που προέκυψε από το πραξικόπημα.
Αίγυπτος-Συρία: δύο μέτρα, δύο σταθμά της Δύσης
Η Αίγυπτος βέβαια είναι το απόλυτο πεδίο μελέτης για να κατανοήσει κανείς τι συμβαίνει σήμερα στον αραβικό κόσμο και πόσο αλλοπρόσαλλα αντιδρά η Δύση στις εξελίξεις. Η Δύση που όταν ξεκίνησε η εξέγερση εναντίον του Μουμπάρακ παρακολουθούσε με αμηχανία βλέποντας έναν πιστό και σταθερό σύμμαχο να κινδυνεύει αγκάλιασε τη νέα τάξη πραγμάτων που οδήγησε τη χώρα σε εκλογές.
Και όταν από τις εκλογές βγήκαν -φυσικά- νικητές οι ισλαμιστές Αδερφοί Μουσουλμάνοι, η Δύση άρχισε να νιώθει άβολα, καθώς η εξαγωγή δημοκρατίας δεν είχε φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Και όταν ο στρατός παρενέβη και ανέτρεψε τη νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση των ισλαμιστών, η Δύση εκδήλωσε τη συγκρατημένη στήριξή της στο νέο καθεστώς, χωρίς να αρθρώνει τη λέξη “πραξικόπημα”.
Το εντυπωσιακό δε στην όλη ιστορία είναι ότι οι ίδιες χώρες που ήταν αρχικά επικριτικές έναντι της μεταβατικής αιγυπτιακής κυβέρνησης και ζητούσαν ακόμα και την επιβολή εμπάργκο όπλων στο Κάιρο (Σουηδία, Δανία, Ολλανδία, Γερμανία, Αυστρία, Ιταλία κ.ά.), στην περίπτωση της Συρίας εξέφρασαν επιφυλάξεις σχετικά με την ενδεχόμενη ανάληψη στρατιωτικής δράσης κατά του
καθεστώτος.
Ενώ δηλαδή ενοχλήθηκαν για την παραβίαση της νομιμότητας στην Αίγυπτο (πραξικόπημα), δεν έδειξαν την ίδια ενόχληση για την παραβίαση της νομιμότητας στη Συρία (χρήση χημικών όπλων). Από την άλλη, Αγγλία και Γαλλία, ενώ είδαν με κατανόηση το πραξικόπημα στην Αίγυπτο και εισηγήθηκαν αδράνεια επικαλούμενες τη σταθερότητα στην περιοχή, επιδεικνύουν εντυπωσιακή επιθετικότητα στην περίπτωση της Συρίας, ξεχνώντας τον παράγοντα σταθερότητα! Δηλαδή, μιλάμε για την πλήρη απαξίωση της πολιτικής αρχών για την οποία καυχιέται ο δυτικός κόσμος.
Η Ελλάδα επιτέλους παίζει μπάλα!
Σε όλο αυτό το σχεδόν παρανοϊκό σκηνικό, η Ελλάδα της κρίσης, η αποδυναμωμένη Ελλάδα, ας μη γελιόμαστε, παίζει μικρό ρόλο, αλλά για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες τον παίζει σωστά. Πολύ σοφά το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών έμεινε μακριά από το συριακό γήπεδο, όπου τα πράγματα είναι πιο ρευστά και τα ελληνικά συμφέροντα σαφώς μικρότερα. Γιατί, κακά τα ψέματα, τόσα χρόνια η Ελλάδα δεν είχε κανένα πρόβλημα με τον δικτάτορα Άσαντ. Η ελληνορθόδοξη (όχι ελληνική) κοινότητα της χώρας ήταν προστατευμένη και όλα κυλούσαν ομαλά. Όμως, είναι σαφές ότι οι μέρες της δυναστείας των Άσαντ τελείωσαν και σύντομα το σκηνικό θα αλλάξει, είτε μας αρέσει, είτε δεν μας αρέσει.
Επειδή λοιπόν η εξωτερική πολιτική είναι πρωτίστως έκφραση συμφερόντων και όχι συναισθημάτων, η Ελλάδα κάνει άριστα που υπογραμμίζει την βαρβαρότητα της χρήσης χημικών όπλων εναντίον αμάχων, χωρίς να κατονομάζει από ποιον έγινε. Άλλωστε, κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν να το γνωρίζει. Και κάνει άριστα ο Υπουργός Εξωτερικών όταν επιλέγει να μην εμπλακεί περαιτέρω με δηλώσεις ή ενέργειες που μπορεί να εκθέσουν τη χώρα.
Το κυνικό συμπέρασμα είναι ότι στην περίπτωση της αδιάφορης για τα ελληνικά συμφέροντα Συρίας, η Αθήνα πρέπει να παρακολουθεί εκ του μακρόθεν και να τοποθετείται διακριτικά στο κεντρικό ρεύμα των παικτών και εταίρων της που αποφασίζουν (ΝΑΤΟ, ΗΠΑ, ΕΕ), ακόμα και αν οι αποφάσεις αυτές είναι λανθασμένες. Τελεία και παύλα. Ο,τιδήποτε άλλο βλάπτει τα ελληνικά συμφέροντα σε αυτή τη δεδομένη στιγμή.
Στην περίπτωση της Αιγύπτου, όμως, το πράγμα αλλάζει. Εκεί η Ελλάδα έχει κάθε συμφέρον να εμπλακεί δυναμικά και αποφασιστικά, χωρίς δισταγμούς και αμφιθυμία. Διότι στην Αίγυπτο κρίνονται τεράστιας σημασίας θέματα που είναι πρώτης προτεραιότητας για τη χώρα μας.
Ήταν σοφή, θαρραλέα και καίριας σημασίας η κίνηση του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών να σπεύσει από τους πρώτους να επισκεφθεί το Κάιρο, δίνοντας τη σαφή στήριξη της Αθήνας στη μεταβατική κυβέρνηση. Όσοι στην ημεδαπή άσκησαν κριτική επειδή ενοχλήθηκαν που η κυβέρνηση αυτή προήλθε από πραξικόπημα και δεν είναι δημοκρατική, απλά δεν έχουν ούτε επαφή με την διεθνή πραγματικότητα, ούτε αίσθηση του τι είναι εθνικό συμφέρον. Κάνουν αντιπολίτευση λειτουργώντας ως ΜΚΟ και αποπροσανατολίζουν την κοινή γνώμη.
Όλα παίζονται για την Ελλάδα στην Αίγυπτο και όλα παίζονται τώρα, όχι αύριο. Γι αυτό οι κινήσεις μας πρέπει να είναι γρήγορες και αποφασιστικές. Το νέο καθεστώς έκανε μια σαφή στροφή στην εξωτερική πολιτική της χώρας σε σχέση με ζητήματα που μας αφορούν και συγκεκριμένα σε σχέση με τις θαλάσσιες ζώνες στην Ανατολική Μεσόγειο. Για εμάς, το ζήτημα της ΑΟΖ με την Αίγυπτο είναι ζωτικής σημασίας.
Η προηγούμενη κυβέρνηση των Αδελφών Μουσουλμάνων, σε αγαστή συνεργασία με την Άγκυρα, είχε σπάσει την παραδοσιακή ουδετερότητα της Αιγύπτου έναντι της τουρκικής θέσης ότι νησιά όπως το Καστελόριζο δεν έχουν υφαλοκρηπίδα και άρα ΑΟΖ, θέτοντας δηλαδή εν αμφιβόλω τη γεωγραφική συνέχεια της θαλάσσιας περιοχής μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου.
Δηλαδή, η θέση της Άγκυρας ότι η τουρκική ΑΟΖ συναντούσε την αιγυπτιακή αποκόβοντας την ελληνική από την κυπριακή γινόταν δεκτή από το Κάιρο και κάτι τέτοιο αν ίσχυε θα ήταν ισοδύναμο με εθνική τραγωδία, με δεδομένο τον αγώνα δρόμου που γίνεται για την εξεύρεση ενεργειακών πόρων στην ανατολική Μεσόγειο και δη στον άξονα Ισραήλ-Κύπρος-Ελλάδα.
Από αυτή την άποψη, ήταν δώρο εξ ουρανού το πραξικόπημα στην Αίγυπτο. Η νέα κυβέρνηση, που νιώθει να απειλείται από την επιθετικότητα της Τουρκίας έκανε στροφή 180 μοιρών στο ζήτημα των θαλασσίων ζωνών και αυτό που επείγει τώρα είναι Αθήνα και Κάιρο να έλθουν σε συμφωνία για την ΑΟΖ, αδιαφορώντας πλήρως για τις τουρκικές αντιδράσεις, όπως πολύ εύστοχα είπε ο Ευάγγελος Βενιζέλος κατά την επίσκεψή του στο Κάιρο.
Κι αυτό πρέπει να γίνει ΤΩΡΑ, όχι αύριο, ούτε μεθαύριο που κανείς δεν ξέρει πώς θα διαμορφωθεί ο συσχετισμός των δυνάμεων στην αραβική χώρα. Και φυσικά, υπάρχουν και άλλοι λόγοι που συνηγορούν υπέρ της στήριξης που οφείλει να παρέχει η Ελλάδα στη μεταβατική αιγυπτιακή κυβέρνηση. Το Πατριαρχείο, τα ελληνικά μοναστήρια, οι ελληνικοί πληθυσμοί και οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται εκεί είναι μερικοί από αυτούς.
Η Ελλάδα δεν έχει τίποτα να φοβηθεί από τις τουρκικές αντιδράσεις που θα υπάρξουν και θα είναι έντονες. Ο Αραβικός Σύνδεσμος, οι χώρες του Κόλπου, η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι ΗΠΑ, όλοι οι κρίσιμοι παίκτες στην περιοχή έχουν ταχθεί αναφανδόν υπέρ της ενδιάμεσης κυβέρνησης Μπεμπλάουι και εναντίον των ακραίων ισλαμιστών Αδελφών Μουσουλμάνων. Η Ελλάδα βρίσκεται στην ευτυχή συγκυρία να έχει τοποθετηθεί στο κεντρικό ρεύμα και συγχρόνως να υπερασπίζεται το εθνικό της συμφέρον. Κάθε άλλη επιλογή θα ήταν τραγικά εσφαλμένη.
Για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, φαίνεται ότι η Ελλάδα ξυπνάει από τον λήθαργο που είχε βυθιστεί με το δόγμα της ελληνοαραβικής φιλίας άνευ όρων και ορίων. Ανοίγει τα μάτια της και αντικρίζει μια διεθνή πραγματικότητα στην ανατολική Μεσόγειο που προσφέρει ευκαιρίες. Ενδυναμώνει τις σχέσεις με το Ισραήλ και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Το Ισραήλ είναι φυσικός σύμμαχος της Αθήνας και οι δύο χώρες πρέπει να έρθουν όσο πιο κοντά γίνεται με γέφυρα την Κύπρο.
Δεν πρέπει να εισακουστούν οι άναρθρες και κατά βάση ρατσιστικές φωνές από τα δεξιά και τα αριστερά που κατά βάση οδηγούν τη χώρα σε αδιέξοδο. Η άκριτη και ανιστόρητη ψευδαίσθηση ότι τα συμφέροντα της Ελλάδας βρίσκονται με τον αραβικό κόσμο ευτυχώς τελείωσε. Ας ελπίσουμε ότι η κρίση στη Συρία και πολύ περισσότερο στην Αίγυπτο θα ανοίξει τα μάτια και των τελευταίων απολιθωμένων ιδεολογικά και αξιακά πολιτικών και πολιτών σε αυτή τη χώρα.
O Ανδρέας Παπαδάκης είναι δημοσιογράφος και πολιτικός αναλυτής
Tου Ανδρέα Παπαδάκη-για το 7imeres.gr
Η ημιμάθεια, πολύ περισσότερο από την αμάθεια, στις διεθνείς σχέσεις είναι σχεδόν πάντα καταστροφική. Ειδικά όταν ο ημιμαθής εκφράζει άποψη με ύφος 25 καρδιναλίων για θέματα που ο ίδιος πιστεύει ακράδαντα ότι γνωρίζει, αφού τα έχει διαβάσει κάπου στο διαδίκτυο ή του τα έχουν πει άνθρωποι “που είναι στα πράγματα”.Παρακολουθώντας προσεκτικά τις δηλώσεις και τις εκφρασμένες θέσεις σύσσωμης της αντιπολίτευσης, δεξιάς και αριστεράς, σχετικά με την κατάσταση στη Μέση Ανατολή, είναι να τραβάει κανείς τα μαλλιά του. Ας προσπαθήσουμε να ξεχάσουμε την τραγική αφέλεια πολιτικών στελεχών όλων των αποχρώσεων και τον βλακώδη ενθουσιασμό με τον οποίο αυτή εκφράστηκε όταν ξεκινούσε και διαδιδόταν η “Αραβική Άνοιξη” το 2011.
Τότε, που άνθρωποι που είχαν μαύρα μεσάνυχτα για τον αραβικό κόσμο και τους κώδικες συμπεριφοράς των Αράβων έπαιρναν θέση στα κανάλια με βάση αριστερίστικα στερεότυπα της δεκαετίας του ’80. Δεν είχαν καταλάβει ότι οι εξεγέρσεις στην Τυνησία, τη Λιβύη, την Αίγυπτο, την Συρία, τον Κόλπο και αλλού, δεν είχαν καμία σχέση με λαϊκά αιτήματα για δημοκρατία, δικαιοσύνη και ισότητα, όπως τα αντιλαμβανόμαστε εμείς στη Δύση.
Στην πραγματικότητα δεν είχαν καμία σχέση με κανένα εξιδανικευμένο δυτικό ιδεώδες γιατί πολύ απλά κανείς -ή έστω ελάχιστοι- στον αραβικό κόσμο δεν πιστεύει σε αυτές τις αξίες. Και όχι μόνο δεν τις πιστεύουν, αλλά στην πραγματικότητα τις αντιμάχονται διότι είναι εντελώς αντίθετες με τις παραδόσεις, θρησκευτικές πεποιθήσεις και ηθικές αξίες των Αράβων. Κι αυτό δεν αφορά μόνο τις αραβικές (θεοκρατικές, τυραννικές, αυταρχικές, δικτατορικές) ηγεσίες, αλλά δυστυχώς και τις πλατιές μάζες.
Οι δυτικές αξίες μέσα από το πρίσμα των οποίων εμείς προσπαθούμε να δούμε τα πάντα, είναι ένα εντελώς ακατάλληλο εργαλείο για την εξαγωγή συμπερασμάτων και την πρόταση λύσεων στα προβλήματα του αραβικού κόσμου. Το Ισλάμ, φονταμενταλιστικό ή ηπιότερο, είναι μια πολιτική θρησκεία και περισσότερο από αυτό είναι μια βαθιά ριζωμένη παράδοση που είναι ελάχιστα ανεκτική προς το διαφορετικό, ξένη προς την ιδέα της ισότητας, εχθρική προς την αντίληψη της ισονομίας. Γι αυτό το λόγο, όταν αφήνονται οι αραβικοί λαοί να αποφασίσουν για τις τύχες τους με ελεύθερες εκλογές επιλέγουν ό,τι πιο σκοταδιστικό, μισαλλόδοξο και οπισθοδρομικό, ό,τι πιο εχθρικό προς την δυτική παράδοση.
Πρέπει επιτέλους να πούμε ορισμένες πολιτικά ανορθόδοξες και άβολες αλήθειες που είναι κάτι περισσότερο από στερεότυπα. Πρέπει να πούμε ότι έννοιες όπως “αριστερά” ή “δεξιά”, “καπιταλισμός” ή “σοσιαλισμός”, είναι ανύπαρκτες ή μεταφράζονται διαφορετικά στον αραβικό κόσμο. Ότι εκεί η ιερότητα της ανθρώπινης ζωής βρίσκεται χαμηλότερα στον αξιακό κώδικα απ’ ό,τι στη Δύση.
Ότι εκεί η θέση της γυναίκας δεν είναι δεδομένα ισότιμη με αυτή του άντρα. Ότι εκεί οι κάθε είδους μειονότητες (ομοφυλόφιλοι, Χριστιανοί ή Εβραίοι, κοινωνικοί εκσυγχρονιστές κτλ) δεν ζουν άφοβα. Ότι εκεί η μουσουλμανική θρησκεία παρεμβαίνει σε κάθε ανθυπολεπτομέρεια της καθημερινότητας του ανθρώπου. Ότι εκεί το χρήμα και η δύναμη είναι υπέρτατη αξία, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στη Δύση.
Όλα τα παραπάνω πρέπει να τα γνωρίζουν όσοι συνομιλούν σε οποιοδήποτε επίπεδο με Άραβες και να τα λάβουν υπόψη τους όλοι οι πολιτικολογούντες και ηθικολογούντες στην Ελλάδα και τη Δύση όταν εκφράζουν άποψη για τις εξελίξεις στη Συρία, για παράδειγμα, ή όταν ενθουσιάζονται με επαναστατικές προσπάθειες τύπου «Αραβικής Άνοιξης» που αποδείχτηκαν φυσικά «αραβικός χειμώνας». Και κυρίως να τα γνωρίζουν αυτοί που επικαλέστηκαν με ευκολία την Πλατεία Ταχρίρ ως παράδειγμα για το τι πρέπει να γίνει στην Ελλάδα.
Τα χημικά όπλα είναι αριστερά;
Τις τελευταίες ημέρες ακούστηκαν απόψεις απύθμενης ανοησίας και χαλαρότητας σχετικά με το τι πρέπει ή τι δεν πρέπει να γίνει με τη Συρία ως απάντηση στην αποδεδειγμένη και πέραν πάσας αμφιβολίας χρήσης χημικών όπλων. Σύμπασα σχεδόν η αντιπολίτευση, από τους παλαιοπασοκομμουνιστές του ΣΥΡΙΖΑ, μέχρι τους εθνολαϊκιστές Ανεξάρτητους Έλληνες και τους νεοναζιστές της Χρυσής Αυγής, τάχθηκε στο πλευρό του Προέδρου Άσαντ, με μοναδικό κριτήριο ότι η απειλή για επέμβαση έγινε από τους φονιάδες των λαών Αμερικανούς και ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν έβγαλε άναρθρες κραυγές καταδίκης των ιμπεριαλιστικών σχεδίων της Ουάσιγκτον, αλλά αντίθετα εμφανίστηκε ως πρόθυμη να συνδράμει.
Κάποιοι μάλιστα δεν περίμεναν καν το πόρισμα των ελεγκτών του ΟΗΕ κι έβγαλαν από μόνοι τους τα δικά τους επιστημονικά πορίσματα λέγοντας ότι τα χημικά τα χρησιμοποίησαν οι αντάρτες και όχι το καθεστώς. Μπορεί να είναι και έτσι, αλλά πάλι ποιος το ξέρει σε αυτή τη φάση; Κανείς. Οι Ρώσοι που με πάθος υποστηρίζουν αυτή την άποψη κάνουν πολύ καλά βεβαίως γιατί έτσι προασπίζονται τα συμφέροντα της χώρας τους που παράγει και πουλά μαζικές ποσότητες χημικών όπλων στη Συρία και για το λόγο αυτό θέλει να πληρωθεί για το προϊόν. Για να πληρωθεί όμως κάποια μέρα θα πρέπει ο αγοραστής να βρίσκεται στη θέση του, δηλαδή να συνεχίσει να είναι Πρόεδρος ο Μπασάρ αλ-Άσαντ και να υπάρχει το καθεστώς του.
Ας δεχτούμε λοιπόν ότι τα χημικά όπλα τα χρησιμοποίησαν οι αντάρτες για να ενοχοποιήσουν τον Άσαντ, κάτι που είναι αρκετά πιθανό. Θα δέχονταν όλοι οι παραπάνω γηγενείς τον ανελέητο βομβαρδισμό των ανταρτικών θέσεων ως παραδειγματική τιμωρία από τη διεθνή κοινότητα για τη χρήση του πλέον απάνθρωπου μέσου εξόντωσης αμάχων; Φοβάμαι ότι πάλι θα έφερναν αντιρρήσεις, στέλνοντας έτσι το μήνυμα ότι εμείς στη Δύση μπορούμε με ήσυχη τη συνείδησή μας να παρακολουθούμε από τον καναπέ μας στην τηλεόραση καμένα και παραμορφωμένα μικρά παιδιά και αμάχους και να αλλάζουμε κανάλι όταν το θέαμα γίνεται ανυπόφορο. Πόσο αριστερό είναι αυτό; Το ερώτημα φυσικά δεν απευθύνεται σε ΑΝΕΛΛ και ΧΑ αλλά στον ΣΥΡΙΖΑ. Πόσο αριστερή είναι η ατιμωρησία;
Η “αντιαμερικανική” πολιτική της Ουάσιγκτον
Από την άλλη μεριά, κανείς σκεπτόμενος μη Αμερικανός δεν υποστηρίζει φυσικά με σοβαρότητα ότι τα κίνητρα της Ουάσιγκτον και του απολύτως απογοητευτικού Προέδρου Ομπάμα που ζητούν τον βομβαρδισμό της Συρίας είναι ευγενή και ανθρωπιστικά. Το στοιχείο της δικαιοσύνης φυσικά υπάρχει και υπερτονίζεται διότι ο μέσος Αμερικανός έχει μια σχεδόν βιβλική πεποίθηση ότι η παντοδύναμη χώρα του έχει την θεία αποστολή να κάνει το καλό στον κόσμο και να διορθώσει όλα τα κακώς κείμενα.
Κι αυτό όμως μέχρι ενός σημείου πλέον καθώς ακόμα και οι ψηφοφόροι στο Άινταχο, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, είναι πλέον πιο πονηρευμένοι μετά τις επεμβάσεις στο Αφγανιστάν και το Ιράκ. Αν οι Αμερικανοί ήθελαν πράγματι να τιμωρήσουν τα τέρατα που δολοφόνησαν εκατοντάδες παιδιά στη Συρία με χημικά όπλα, θα έπρεπε πολύ απλά να στραφούν πρωτίστως κατά των τυραννικών καθεστώτων που στηρίζουν επί δεκαετίες, όπως αυτό στη Σαουδική Αραβία, που είναι πολλάκις πιο επαίσχυντο από το καθεστώς της Τεχεράνης και πολύ περισσότερο της Δαμασκού.
Αντίθετα, αυτό που κάνει η Αμερική είναι να φτύνει ενάντια στον άνεμο, δηλαδή να παρέχει τη στήριξή της σε μια νεφελώδη αντιπολίτευση, πίσω από την οποία έχουν παραταχθεί μεταξύ άλλων ημιπαράφρονες φονταμενταλιστές, τρομοκράτες της Αλ Κάιντα και μισθοφόροι ισλαμιστές Ταλιμπάν. Δηλαδή, όλοι οι ορκισμένοι εχθροί της Αμερικής και του δυτικού κόσμου. Αυτή η κατ’ αρχήν ακατανόητη στάση της Ουάσιγκτον εξηγείται με βάση το σκεπτικό που λέει “αφού βγει από τη μέση ο Άσαντ θα ασχοληθούμε και με τους ακραίους”. Το πιθανότερο βέβαια είναι ότι μετά τον Άσαντ, οι ακραίοι θα ασχοληθούν και με την Αμερική, για να μην ξεχνιόμαστε.
Έτσι, για άλλη μια φορά, η Ουάσιγκτον αποδεικνύει πόσο κακή και “αντιαμερικανική” εξωτερική πολιτική ασκεί από την εποχή του Βιετνάμ και εντεύθεν και κυρίως από το κτύπημα στους Δίδυμους Πύργους, πριν 12 χρόνια, μέχρι σήμερα. Όλα αυτά τα χρόνια, όλες μα όλες οι αμερικανικές επεμβάσεις στον αραβικό κόσμο απέτυχαν παταγωδώς και είχαν τεράστιο κόστος για τις ΗΠΑ. Η Συρία είναι απλά άλλο ένα λάθος που θα στοιχίσει πολύ ακριβά στην Αμερική. Και είναι λάθος γιατί σε μια εμφύλια σύρραξη μεταξύ Αράβων δεν μπορείς να πάρεις το μέρος κανενός, καθώς είναι απολύτως βέβαιο ότι και οι δύο πλευρές εκπροσωπούν το “κακό”, σύμφωνα με τη λουθηρανική ηθική που διαμορφώνει τους κανόνες του παιχνιδιού σε αυτό που οι δυτικοί ονομάζουν “διεθνής κοινότητα”.
Έτσι, λοιπόν, βρισκόμαστε για άλλη μια φορά μπροστά σε ένα δίλημμα: Τον δικτάτορα ή τους φονταμενταλιστές; Παρόμοια διλήμματα ζήσαμε και πολύ πρόσφατα στην Τυνησία του (φιλοδυτικού δικτάτορα) Μπεν Αλί, στη Λιβύη του (παράφρονα αλλά ελεγχόμενου) Καντάφι και στην Αίγυπτο του (φιλοδυτικού αλλά απολυταρχικού) Μουμπάρακ. Και στις τρεις αυτές περιπτώσεις, όπου η “διεθνής κοινότητα” πήρε θέση υπέρ των εξεγερθέντων, το αντίτιμο ήταν ανατροπές καθεστώτων και αντικατάστασή τους με φανατικούς ισλαμιστές. Το ίδιο συνέβη και στις περιπτώσεις του Ιράκ και του Αφγανιστάν, όπου τα καθεστώτα του Σαντάμ και των Ταλιμπάν αντίστοιχα, κατέρρευσαν μετά από εισβολή για να αντικατασταθούν από ένα εκρηκτικό χάος. Γιατί να αποτελέσει η Συρία εξαίρεση;
Το Ισραήλ παρακολουθεί
Η μόνη χώρα που αντιλαμβάνεται πλήρως την όλη κατάσταση για τον απλούστατο λόγο ότι γνωρίζει σε βάθος την ψυχοσύνθεση του Άραβα, είναι το Ισραήλ. Το Ισραήλ γνωρίζει ότι είναι τουλάχιστον αφελές να πιστεύει κανείς ότι μπορεί να εξάγει δημοκρατία δυτικού τύπου στον αραβικό κόσμο. Παρά τις δυσκολίες συνύπαρξής του στο μέσο ενός πελάγους γεμάτου με ορκισμένους εχθρούς, το Ισραήλ έμαθε να συμβιώνει με τον εχθρό χάρη στην στρατιωτική του παντοδυναμία και στον φόβο που αυτή προκαλεί. Όχι χάρη στη διπλωματία, ούτε χάρη στη λογική επεξεργασία και ανταλλαγή επιχειρημάτων.
Τα αυταρχικά αραβικά καθεστώτα άφησαν το Ισραήλ να υπάρχει επειδή οι δικτάτορές τους το φοβόντουσαν. Και το Ισραήλ, που -είτε αρέσει, είτε δεν αρέσει η υπενθύμιση σε κάποιους- είναι η μόνη δυτικού τύπου δημοκρατία από το Μαγκρέμπ μέχρι και τον Περσικό Κόλπο, έμαθε να διαχειρίζεται έξυπνα αυτή την ισορροπία του τρόμου και να μανιπουλάρει τα αραβικά καθεστώτα κάνοντάς τα προβλέψιμα απέναντί του. Στο Ισραήλ γνώριζαν ότι δημοκρατική έκφραση της βούλησης των αραβικών λαών σημαίνει ενδυνάμωση του ισλαμικού φονταμενταλισμού και χάος. Μετά την εισβολή στο Ιράκ, που άνοιξε τον ασκό του Αιόλου, το Ισραήλ άρχισε να ανησυχεί, αλλά δυστυχώς δεν κατάφερε να πείσει τον μεγάλο του σύμμαχο πέραν του Ατλαντικού ώστε να αποφευχθούν τα τραγικά λάθη που ακολούθησαν ως ντόμινο.
Το τουρκικό Βατερλό
Από την άλλη πλευρά, η Τουρκία δείχνει να βρίσκεται στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, καθώς η Συρία αποτελεί γι αυτήν το φύλλο συκής που πέφτοντας αποκαλύπτεται η γύμνια της εξωτερικής της πολιτικής και της εθνικής της στρατηγικής. Το περίφημο δόγμα Νταβούτογλου περί μηδενικών προβλημάτων με τους γειτονικούς λαούς με στόχο την επικυριαρχία της Άγκυρας ως περιφερειακής δύναμης, πήγε περίπατο και αντ’ αυτού βλέπουμε έναν ωκεανό από προβλήματα εντός και πλησίον των τουρκικών συνόρων.
Αφού λοιπόν κατάφερε η Άγκυρα να εκτεθεί ανεπανόρθωτα και να ταχθεί εκτός του διεθνούς mainstream στις περιπτώσεις της Αιγύπτου, του Λιβάνου, του Ιράκ και του Ιράν, τώρα εμφανίζεται βασιλικότερη του βασιλέως υπέρ της επέμβασης κατά του καθεστώτος Άσαντ. Μόνο που και σε αυτή την περίπτωση κινδυνεύει να μείνει πάλι μόνη η Τουρκία, καθώς η ρωσική πρόταση για διεθνή έλεγχο του χημικού οπλοστασίου της Συρίας φαίνεται να γίνεται δεκτή και η σύγκρουση να αναβάλλεται από την Ουάσιγκτον.
Η σουνιτική Τουρκία έχει βέβαια τους δικούς της λόγους να θέλει να δει τον Άσαντ εκτός κάδρου. Ας μην ξεχνούμε ότι επί δεκαετίες η Συρία κυβερνάται από τις μειονότητές της και όχι από την εθνοτική και θρησκευτική πλειοψηφία. Σταθερά στο πλευρό του καθεστώτος βρίσκονται οι σιίτες που αποτελούν το 13% του πληθυσμού (ανάμεσά τους οι Παλαιστίνιοι -άρα και η Χεζμπολάχ και το Ιράν-, οι Αλεβίτες από τους οποίους προέρχεται η οικογένεια Άσαντ και οι Ισμαηλίτες) και οι Χριστιανοί που είναι το 10% του πληθυσμού (κυρίως ορθόδοξοι, αλλά και συροχριστιανοί, ελληνοκαθολικοί και Αρμένιοι).
Απέναντι στο καθεστώς, οι σουνίτες που αποτελούν το 60% του πληθυσμού, βρίσκονται υπό την επιρροή της Σαουδικής Αραβίας και του Κατάρ. Και ανάμεσα στους σουνίτες, οι Κούρδοι που αποτελούν το διόλου ευκαταφρόνητο 10% του πληθυσμού (περίπου δύο εκατομμύρια άνθρωποι), ζουν δίπλα στα βόρεια σύνορα με την Τουρκία και ελέγχουν ήδη τις αυτονομημένες από το καθεστώς περιοχές τους. Κι αυτό είναι κάτι που η Τουρκία δεν το ανέχεται. Έχει κάθε συμφέρον λοιπόν η Άγκυρα να πατήσει πόδι στην συριακή επικράτεια και να ελέγξει την κατάσταση που απειλεί την ίδια την εθνική της ασφάλεια και υπόσταση.
Με βάση την ίδια σουνιτική αντίληψη πορεύεται η Τουρκία και στην περίπτωση της Αιγύπτου, όπου έχει ταχθεί στο πλευρό των Αδελφών Μουσουλμάνων και εναντίον της μεταβατικής κυβέρνησης που προέκυψε από το πραξικόπημα.
Αίγυπτος-Συρία: δύο μέτρα, δύο σταθμά της Δύσης
Η Αίγυπτος βέβαια είναι το απόλυτο πεδίο μελέτης για να κατανοήσει κανείς τι συμβαίνει σήμερα στον αραβικό κόσμο και πόσο αλλοπρόσαλλα αντιδρά η Δύση στις εξελίξεις. Η Δύση που όταν ξεκίνησε η εξέγερση εναντίον του Μουμπάρακ παρακολουθούσε με αμηχανία βλέποντας έναν πιστό και σταθερό σύμμαχο να κινδυνεύει αγκάλιασε τη νέα τάξη πραγμάτων που οδήγησε τη χώρα σε εκλογές.
Και όταν από τις εκλογές βγήκαν -φυσικά- νικητές οι ισλαμιστές Αδερφοί Μουσουλμάνοι, η Δύση άρχισε να νιώθει άβολα, καθώς η εξαγωγή δημοκρατίας δεν είχε φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Και όταν ο στρατός παρενέβη και ανέτρεψε τη νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση των ισλαμιστών, η Δύση εκδήλωσε τη συγκρατημένη στήριξή της στο νέο καθεστώς, χωρίς να αρθρώνει τη λέξη “πραξικόπημα”.
Το εντυπωσιακό δε στην όλη ιστορία είναι ότι οι ίδιες χώρες που ήταν αρχικά επικριτικές έναντι της μεταβατικής αιγυπτιακής κυβέρνησης και ζητούσαν ακόμα και την επιβολή εμπάργκο όπλων στο Κάιρο (Σουηδία, Δανία, Ολλανδία, Γερμανία, Αυστρία, Ιταλία κ.ά.), στην περίπτωση της Συρίας εξέφρασαν επιφυλάξεις σχετικά με την ενδεχόμενη ανάληψη στρατιωτικής δράσης κατά του
καθεστώτος.
Ενώ δηλαδή ενοχλήθηκαν για την παραβίαση της νομιμότητας στην Αίγυπτο (πραξικόπημα), δεν έδειξαν την ίδια ενόχληση για την παραβίαση της νομιμότητας στη Συρία (χρήση χημικών όπλων). Από την άλλη, Αγγλία και Γαλλία, ενώ είδαν με κατανόηση το πραξικόπημα στην Αίγυπτο και εισηγήθηκαν αδράνεια επικαλούμενες τη σταθερότητα στην περιοχή, επιδεικνύουν εντυπωσιακή επιθετικότητα στην περίπτωση της Συρίας, ξεχνώντας τον παράγοντα σταθερότητα! Δηλαδή, μιλάμε για την πλήρη απαξίωση της πολιτικής αρχών για την οποία καυχιέται ο δυτικός κόσμος.
Η Ελλάδα επιτέλους παίζει μπάλα!
Σε όλο αυτό το σχεδόν παρανοϊκό σκηνικό, η Ελλάδα της κρίσης, η αποδυναμωμένη Ελλάδα, ας μη γελιόμαστε, παίζει μικρό ρόλο, αλλά για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες τον παίζει σωστά. Πολύ σοφά το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών έμεινε μακριά από το συριακό γήπεδο, όπου τα πράγματα είναι πιο ρευστά και τα ελληνικά συμφέροντα σαφώς μικρότερα. Γιατί, κακά τα ψέματα, τόσα χρόνια η Ελλάδα δεν είχε κανένα πρόβλημα με τον δικτάτορα Άσαντ. Η ελληνορθόδοξη (όχι ελληνική) κοινότητα της χώρας ήταν προστατευμένη και όλα κυλούσαν ομαλά. Όμως, είναι σαφές ότι οι μέρες της δυναστείας των Άσαντ τελείωσαν και σύντομα το σκηνικό θα αλλάξει, είτε μας αρέσει, είτε δεν μας αρέσει.
Επειδή λοιπόν η εξωτερική πολιτική είναι πρωτίστως έκφραση συμφερόντων και όχι συναισθημάτων, η Ελλάδα κάνει άριστα που υπογραμμίζει την βαρβαρότητα της χρήσης χημικών όπλων εναντίον αμάχων, χωρίς να κατονομάζει από ποιον έγινε. Άλλωστε, κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν να το γνωρίζει. Και κάνει άριστα ο Υπουργός Εξωτερικών όταν επιλέγει να μην εμπλακεί περαιτέρω με δηλώσεις ή ενέργειες που μπορεί να εκθέσουν τη χώρα.
Το κυνικό συμπέρασμα είναι ότι στην περίπτωση της αδιάφορης για τα ελληνικά συμφέροντα Συρίας, η Αθήνα πρέπει να παρακολουθεί εκ του μακρόθεν και να τοποθετείται διακριτικά στο κεντρικό ρεύμα των παικτών και εταίρων της που αποφασίζουν (ΝΑΤΟ, ΗΠΑ, ΕΕ), ακόμα και αν οι αποφάσεις αυτές είναι λανθασμένες. Τελεία και παύλα. Ο,τιδήποτε άλλο βλάπτει τα ελληνικά συμφέροντα σε αυτή τη δεδομένη στιγμή.
Στην περίπτωση της Αιγύπτου, όμως, το πράγμα αλλάζει. Εκεί η Ελλάδα έχει κάθε συμφέρον να εμπλακεί δυναμικά και αποφασιστικά, χωρίς δισταγμούς και αμφιθυμία. Διότι στην Αίγυπτο κρίνονται τεράστιας σημασίας θέματα που είναι πρώτης προτεραιότητας για τη χώρα μας.
Ήταν σοφή, θαρραλέα και καίριας σημασίας η κίνηση του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών να σπεύσει από τους πρώτους να επισκεφθεί το Κάιρο, δίνοντας τη σαφή στήριξη της Αθήνας στη μεταβατική κυβέρνηση. Όσοι στην ημεδαπή άσκησαν κριτική επειδή ενοχλήθηκαν που η κυβέρνηση αυτή προήλθε από πραξικόπημα και δεν είναι δημοκρατική, απλά δεν έχουν ούτε επαφή με την διεθνή πραγματικότητα, ούτε αίσθηση του τι είναι εθνικό συμφέρον. Κάνουν αντιπολίτευση λειτουργώντας ως ΜΚΟ και αποπροσανατολίζουν την κοινή γνώμη.
Όλα παίζονται για την Ελλάδα στην Αίγυπτο και όλα παίζονται τώρα, όχι αύριο. Γι αυτό οι κινήσεις μας πρέπει να είναι γρήγορες και αποφασιστικές. Το νέο καθεστώς έκανε μια σαφή στροφή στην εξωτερική πολιτική της χώρας σε σχέση με ζητήματα που μας αφορούν και συγκεκριμένα σε σχέση με τις θαλάσσιες ζώνες στην Ανατολική Μεσόγειο. Για εμάς, το ζήτημα της ΑΟΖ με την Αίγυπτο είναι ζωτικής σημασίας.
Η προηγούμενη κυβέρνηση των Αδελφών Μουσουλμάνων, σε αγαστή συνεργασία με την Άγκυρα, είχε σπάσει την παραδοσιακή ουδετερότητα της Αιγύπτου έναντι της τουρκικής θέσης ότι νησιά όπως το Καστελόριζο δεν έχουν υφαλοκρηπίδα και άρα ΑΟΖ, θέτοντας δηλαδή εν αμφιβόλω τη γεωγραφική συνέχεια της θαλάσσιας περιοχής μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου.
Δηλαδή, η θέση της Άγκυρας ότι η τουρκική ΑΟΖ συναντούσε την αιγυπτιακή αποκόβοντας την ελληνική από την κυπριακή γινόταν δεκτή από το Κάιρο και κάτι τέτοιο αν ίσχυε θα ήταν ισοδύναμο με εθνική τραγωδία, με δεδομένο τον αγώνα δρόμου που γίνεται για την εξεύρεση ενεργειακών πόρων στην ανατολική Μεσόγειο και δη στον άξονα Ισραήλ-Κύπρος-Ελλάδα.
Από αυτή την άποψη, ήταν δώρο εξ ουρανού το πραξικόπημα στην Αίγυπτο. Η νέα κυβέρνηση, που νιώθει να απειλείται από την επιθετικότητα της Τουρκίας έκανε στροφή 180 μοιρών στο ζήτημα των θαλασσίων ζωνών και αυτό που επείγει τώρα είναι Αθήνα και Κάιρο να έλθουν σε συμφωνία για την ΑΟΖ, αδιαφορώντας πλήρως για τις τουρκικές αντιδράσεις, όπως πολύ εύστοχα είπε ο Ευάγγελος Βενιζέλος κατά την επίσκεψή του στο Κάιρο.
Κι αυτό πρέπει να γίνει ΤΩΡΑ, όχι αύριο, ούτε μεθαύριο που κανείς δεν ξέρει πώς θα διαμορφωθεί ο συσχετισμός των δυνάμεων στην αραβική χώρα. Και φυσικά, υπάρχουν και άλλοι λόγοι που συνηγορούν υπέρ της στήριξης που οφείλει να παρέχει η Ελλάδα στη μεταβατική αιγυπτιακή κυβέρνηση. Το Πατριαρχείο, τα ελληνικά μοναστήρια, οι ελληνικοί πληθυσμοί και οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται εκεί είναι μερικοί από αυτούς.
Η Ελλάδα δεν έχει τίποτα να φοβηθεί από τις τουρκικές αντιδράσεις που θα υπάρξουν και θα είναι έντονες. Ο Αραβικός Σύνδεσμος, οι χώρες του Κόλπου, η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι ΗΠΑ, όλοι οι κρίσιμοι παίκτες στην περιοχή έχουν ταχθεί αναφανδόν υπέρ της ενδιάμεσης κυβέρνησης Μπεμπλάουι και εναντίον των ακραίων ισλαμιστών Αδελφών Μουσουλμάνων. Η Ελλάδα βρίσκεται στην ευτυχή συγκυρία να έχει τοποθετηθεί στο κεντρικό ρεύμα και συγχρόνως να υπερασπίζεται το εθνικό της συμφέρον. Κάθε άλλη επιλογή θα ήταν τραγικά εσφαλμένη.
Για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, φαίνεται ότι η Ελλάδα ξυπνάει από τον λήθαργο που είχε βυθιστεί με το δόγμα της ελληνοαραβικής φιλίας άνευ όρων και ορίων. Ανοίγει τα μάτια της και αντικρίζει μια διεθνή πραγματικότητα στην ανατολική Μεσόγειο που προσφέρει ευκαιρίες. Ενδυναμώνει τις σχέσεις με το Ισραήλ και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Το Ισραήλ είναι φυσικός σύμμαχος της Αθήνας και οι δύο χώρες πρέπει να έρθουν όσο πιο κοντά γίνεται με γέφυρα την Κύπρο.
Δεν πρέπει να εισακουστούν οι άναρθρες και κατά βάση ρατσιστικές φωνές από τα δεξιά και τα αριστερά που κατά βάση οδηγούν τη χώρα σε αδιέξοδο. Η άκριτη και ανιστόρητη ψευδαίσθηση ότι τα συμφέροντα της Ελλάδας βρίσκονται με τον αραβικό κόσμο ευτυχώς τελείωσε. Ας ελπίσουμε ότι η κρίση στη Συρία και πολύ περισσότερο στην Αίγυπτο θα ανοίξει τα μάτια και των τελευταίων απολιθωμένων ιδεολογικά και αξιακά πολιτικών και πολιτών σε αυτή τη χώρα.
O Ανδρέας Παπαδάκης είναι δημοσιογράφος και πολιτικός αναλυτής