Τον
Ιούνιο του 1944, τα SS προσέθεταν ένα ακόμη επεισόδιο στον μακρύ
κατάλογο των θηριωδιών τους, καταστρέφοντας ολοκληρωτικά το γαλλικό
χωριό Oradour-sur-Glane στη Γαλλία.
Είχαν
προηγηθεί κι άλλες φρικτές πράξεις, όπως η εκθεμελίωση του χωριού της
Κανδάνου στην Κρήτη και η δολοφονία περίπου 180 κατοίκων της. Στις 10
Ιουνίου 1944, λοιπόν, 642 άτομα, ανάμεσά τους και 247 παιδιά,
δολοφονήθηκαν στο αλσατικό χωριό. Ήταν μια πράξη βαρβαρότητας, που
κουβαλούσε το στίγμα του ακριβώς αντίθετου με τη λογική και την
ανθρωπιά. Πριν λίγες μέρες, ο γερμανός Πρόεδρος επισκέφθηκε το χωριό σε
μια κίνηση που εμφορούνταν από την πρόθεση να ζητηθεί συγγνώμη, να
αναγνωριστεί η πράξη και τα θύματά της και να δοθεί μια δημόσια απολογία
για το περιστατικό αυτό.
Τις
ίδιες περίπου μέρες, μια άλλη είδηση, από την άλλη μεριά του
Ατλαντικού, προσγειώθηκε στον υπολογιστή μου: η Εθνική Ένωση Δικαστών
της Χιλής ζήτησε συγγνώμη για τις ενέργειες των μελών της κατά τη
διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας του Πινοσέτ, παραδεχόμενη ότι την
εποχή εκείνη οι δικαστές είχαν απεκδυθεί, τον βασικό τους ρόλο στην
προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Η δικτατορία είχε αφήσει πίσω της
χιλιάδες νεκρούς και εξαφανισμένους αντιφρονούντες ή άτομα που
θεωρήθηκαν από το καθεστώς ως εσωτερικοί εχθροί.
Ο
κόσμος μας εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να είναι σκληρός, βάρβαρος,
απάνθρωπος, βίαιος. Η μεταπολεμική ευφορία που έφερε την άνοδο των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την κατοχύρωσή τους σε οικουμενικό και
περιφερειακό επίπεδο ακολουθήθηκε από τις διαδοχικές δικτατορίες της
Λατινικής Αμερικής, τη διατήρηση του απαρτχάιντ και τους ολοκληρωτισμούς
κάθε χρώματος που συνέτριψαν εκατομμύρια ζωές στις μυλόπετρές τους.
Ο
δικός μας τόπος δεν αποτέλεσε εξαίρεση: για δεκαετίες η διακοινοτική
σύγκρουση και η τουρκική εισβολή άφησαν πίσω χιλιάδες θύματα, τραύματα
σε δύο γενιές ανθρώπων, εκατοντάδες αγνοούμενους, που όλο και πιο συχνά
τελευταία ανακαλύπτονται με σαφείς ενδείξεις ότι εκτελέστηκαν εν ψυχρώ. Η
αντιπαλότητα κρατά για χρόνια, ή για να το πω με τον γλαφυρό τρόπο που
το απέδωσε κάποιος άλλος για να εξηγήσει την αδυναμία επίλυσης του
Κυπριακού: «έτρεξε πολύ αίμα ανάμεσά μας». Περί τούτου καμιά αμφιβολία:
το νησί μας είναι γεμάτο από αγάλματα, μνημεία και πλάκες για τους
πεσόντες, τους μάρτυρες και τους αγωνισθέντες, που δεν σε αφήνουν να
ξεχάσεις την πικρή γεύση της ιστορίας του.
Δεν
υπάρχει όμως κανένα μνημείο, καμιά πλατεία και κανένας δημόσιος χώρος
που να είναι αφιερωμένος στην ειρήνη, στη συμφιλίωση και στην υπόσχεση
του «ποτέ ξανά». Η μνήμη εδώ κατευθύνεται μόνο στη διαιώνιση του πόνου,
στη θεμελίωση της έχθρας και στην εμπέδωση της πεποίθησης ότι δεν είναι
εφικτή η συνύπαρξη, βασισμένη στην ισοτιμία, στην αξιοπρέπεια και στην
αναγνώριση του πόνου του άλλου. Για πολλά χρόνια η κρατική πολιτική και η
κοινωνική καθημερινότητα ήταν στημένες πάνω σε αυτές τις αρνήσεις,
σπρώχνοντάς μας όλο και πιο βαθιά να χωθούμε στα χαρακώματα που οι ίδιες
είχαν σκάψει.
Προέρχομαι
από μια γενιά της οποίας οι πατεράδες πλήρωσαν βαρύ τίμημα για τον
πολιτικό μυωπισμό των ελίτ των περασμένων δεκαετιών – το αίμα που έτρεξε
ανάμεσά μας, ανήκει εν μέρει και σε μένα. 39 χρόνια μετά το 1974, 50
μετά το 1963, 55 μετά το 1958 και ένας θεός ξέρει πόσα άλλα από τις
εκάστοτε συγκρούσεις και τα θύματα που άφηναν πίσω, θα ήθελα να ανήκω
στη γενιά που θα κλείσει τον κύκλο του αίματος και θα σταθεί πάνω από τα
απομεινάρια των τουρκοκυπριακών χωριών και τους ελληνοκυπριακούς τάφους
ή τα απομεινάρια των ελληνοκυπριακών χωριών και τους τουρκοκυπριακών
τάφους, με πρόθεση απολογίας, ευθύνης, αναγνώρισης, μα πιο πολύ πίστης
ότι τα δικά μας χέρια θα μείνουν καθαρά. Ελπίζω πως έχουμε ακόμα –λίγο–
χρόνο για να το καταφέρουμε.
Οι άλλοι μπόρεσαν, εμείς γιατί όχι;
Γράφει: Νικόλας Κυριάκου