Η προδοσία και ο στραγγαλισμός του Ρήγα στις 24 Ιουνίου 1798 «εστάθη
του όλου των Ελλήνων έθνους η σωτηρία». Ηταν «ένας άσωτος και φαυλόβιος
και φιλοκερδής κ' αισχροκερδής και φιλόδοξος». Το εγχείρημά του ήταν
«ανόητο» και θα προξενούσε «βλάβην μεγαλωτάτην». Αυτά, και άλλα
χειρότερα, έγραφε το 1811 ένας γιατρός από την Κοζάνη, ο Μιχαήλ
Περδικάρης, στο έργο του «Ρήγας ή κατά ψευδοφιλελλήνων». Ενας
μοναχός, ο Κύριλλος ο Πατρεύς, έγραφε: «Ο διεφθαρμένος τα φρένα Ρήγας
(...) ος εκδούς εγκύκλια γράμματα διεγερτικά κατά των νυν τυράννων άνευ
της του Χριστού ευδοκίας, κακώς ως κακός το ζην αποστέρηται, θοίνη
προσήκουσα τοις τω ποταμώ Ιστρω ιχθύσι γενόμενος μετά των αυτού
συνωμοτών και ύλη της αιωνίου κολάσεως». Καλώς δηλαδή έγινε τροφή για τα
ψάρια του Δούναβη! Σε γράμμα ενός μητροπολίτη, το 1801, κατηγορούνται ο
Ρήγας και οι σύντροφοί του διότι «εσκόπευον να κάμουν επαναστάσεις κατά
του κραταιοτάτου Σουλτάνου· αλλ' ο μεγαλοδύναμος Θεός τούς επαίδευσε
κατά τας πράξεις των με τον θάνατον οπού τους έπρεπε».
Αφού είχαν φτάσει τα νέα στην Κωνσταντινούπολη, για το μαρτυρικό θάνατο του Ρήγα, το Πατριαρχείο ανησυχούσε μήπως είχαν διαδοθεί τα επαναστατικά φυλλάδιά του. Ετσι, την 1η Δεκεμβρίου 1798 αποστέλλεται εγκύκλιος προς τους μητροπολίτες: «Συνέπεσεν εις χείρας ημών εν σύνταγμα (...) επιγραφόμενον Νέα πολιτική διοίκησις (...) και ανεμνήσθημεν του ποιμαντικού χρέους· και διά τούτο γράφομεν τη αρχιερωσύνη σου να επαγρυπνής εις όλα τα μέρη της επαρχίας σου με ακριβείς ερεύνας και εξετάσεις· όταν εμφανισθή τοιούτον σύνταγμα ως άνωθεν, εις τύπον ή χειρόγραφον, να συνάξης άπαντα τα διασπειρόμενα και να τα εξαποστείλης εις ημάς εν τάχει, μη επιμένων εις πλείονα (...)· ότι πλήρες υπάρχει σαθρότητος εκ των θολερών αυτού εννοιών τοις δόγμασι της ορθοδόξου ημών πίστεως εναντιούμενον».
Το 1798 ήταν μια χρονιά που κορυφώθηκε η διαμάχη των φυλλαδίων και των ιδεών, καθώς οι Γάλλοι, έχοντας καταλύσει τη Βενετική Δημοκρατία, τον προηγούμενο χρόνο, βρίσκονταν στα Επτάνησα, επομένως σε επαφή με τους Ελληνες στους οποίους κατηύθυναν την επαναστατική τους προπαγάνδα.
Στις 17 Ιουλίου 1797 ο Σουλτάνος έστειλε εντολή στον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε' στην οποία του ζητούσε «να διδάσκη πάντας τους βασιλικούς ραγιάδες τα της υπακοής των χρέη» και να καταδίδει «τους εναντία πράττοντας» ώστε να τιμωρηθούν. Τον ίδιο μήνα ο Πατριάρχης εξέδωσε μιαν «Απανταχούσα»: «Ουκ επαυσάμεθα ποτέ, εξ ότου διεσπάρη η γαλλική εκείνη λύμη, από του να γράφωμεν και να συμβουλεύωμεν παντί τω χριστωνύμω ημών πληρώματι (...) οπού να μην τύχη τις των πιστών και ορθοδόξων χριστιανών απατηθή, εξ αβουλίας ή απροσεξίας, και δελεασθή με το σατανικόν εκείνο δελέασμα οπού υποκεκρυμμένως και δολίως προτείνουσι τω ονόματι της ελευθερίας». Τον Σεπτέμβριο του 1798 η πατριαρχική προκήρυξη προς τους Επτανησίους έγραφε: «Ο πονηρός και αρχέκακος όφις, αφού δολίως επλάνεσε την ανθρωπότητα, (...) επινοήσας το γένος των Γάλλων δεκτικώτερον της πονηρίας, έχυσεν δαψιλώς εις τας ψυχάς αυτών τον ιόν της αποστασίας».
Την ίδια χρονιά, το πατριαρχικό τυπογραφείο εξέδωσε τη «Χριστιανική Απολογία» (ανώνυμο έργο το οποίο αποδίδεται στον μοναχό Αθανάσιο τον Πάριο). Μερικές χαρακτηριστικές φράσεις: Ο Θεός «ύψωσε την βασιλείαν αυτήν των Οθωμανών περισσότερον από κάθε άλλην, διά να αποδείξη αναμφιβόλως ότι θείω εγένετο βουλήματι». «Αδελφοί, μη πλανηθείτε (...) κλείσατε τα αυτιά σας και μη δώσετε καμμίαν ακρόασιν εις ταύτας τας νεοφανείς ελπίδας της ελευθερίας (...) Φυλάξατε στερεάν την πατροπαράδοτόν σας πίστιν και, ως οπαδοί του Ιησού Χριστού, απαρασάλευτον την υποταγήν εις την πολιτικήν διοίκησιν». Ο ίδιος αυτός ο Πάριος διέδιδε τερατώδεις φήμες για τη Γαλλική Επανάσταση. Οι «άθεοι» Γάλλοι «μητρογαμούσι και θυγατρογαμούσι και αδελφογαμούσιν ανυποστόλως και αδεώς οι σοφώτατοι». Την ίδια χρονιά ο Κοραής απάντησε γράφοντας την «Αδελφική Διδασκαλία», στην οποία χαρακτήριζε το φυλλάδιο του Πατριαρχείου ως «μωρά και αντίθεος διδασκαλία».
Η γλώσσα του πατριωτισμού
Αυτή η διαμάχη είχε τις συγκυριακές της αιτίες, αποτελούσε όμως μια δομική διαμάχη ιδεών και στάσεων. Σημαδεύει το αργοπορημένο τέλος του μεσαιωνικού κόσμου και της παιδείας του. «Οι Πλάτωνες και οι Αριστοτέλεις, οι Νεύτωνες και οι Καρτέσιοι, τα τρίγωνα και οι λογάριθμοι φέρουσιν αδιαφορίαν εις τα θεία». Η διαμάχη αυτή σημαδεύει το τέλος της εσχατολογικής αντίληψης της ιστορίας. Οι Ελληνες, όπως και οι Εβραίοι, έχασαν το «αυτοδέσποτον» (δηλαδή την ανεξαρτησία τους) «διότι παρά τω Θεώ, του ιδίου εγκλήματος εσμέν ένοχοι».
Η νέα αντίληψη για το έθνος και την πολιτική του ανεξαρτησία απαιτούσε να ξεπεραστεί αυτή η εσχατολογική αντίληψη, της οποίας φορέας ήταν η Εκκλησία, και να ανανεωθεί ολόκληρο το νοητικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο θα μπορούσε να συγκροτηθεί το έθνος. Αυτή την πλήρη αναδιοργάνωση των νοητικών προϋποθέσεων επιχείρησε ο ελληνικός Διαφωτισμός, ο οποίος τόσο διασύρεται στις μέρες μας, και προπαντός ο Ρήγας και ο Κοραής. Από αυτή την άποψη, τα κείμενά τους αποτελούν καταστατικά κείμενα του έθνους όπως η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη στη Γαλλία, η αμερικανική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, τα γραπτά του Ματσίνι και του Μαντσόνι στην Ιταλία, του Γκάντι στην Ινδία, του Κεμάλ στην Τουρκία. Αποτελούν δηλαδή εκείνα τα καταστατικά κείμενα τα οποία περιβάλλονται με κύρος από την εθνική ιδεολογία και τα οποία αποτελούν αντικείμενο ερμηνείας και επανερμηνείας αναφορικά με την πολιτική ηθική, την καλλιέργεια των δημόσιων αρετών και του πατριωτισμού. Πρόκειται για τα κείμενα που δημιουργούν τη γλώσσα του πατριωτισμού σε κάθε χώρα.
Στην Ελλάδα όμως ούτε τα κείμενα του Ρήγα ούτε του Κοραή είχαν μια παρόμοια τύχη. Δεν δημιουργήθηκε δηλαδή ένα corpus εθνικών κειμένων το οποίο μέσα από τη σχολική εκπαίδευση, τις χρηστικές εκδόσεις, τις συχνές αναφορές στο δημόσιο λόγο θα δημιουργούσε έναν εθνικό κανόνα. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι η ελληνική εθνική ιδεολογία στερείται «κανόνα», αλλά αυτός ο κανόνας αφορά την κωδικοποίηση της αφήγησης του εθνικού παρελθόντος Αρχαιότητα - Βυζάντιο - Νέος Ελληνισμός. Το περιεχόμενο αυτού του κανόνα αφορά εθνοτικά, εθνοπολιτισμικά χαρακτηριστικά και όχι πολιτικά χαρακτηριστικά. Με αυτή την έννοια, η δημιουργία του ελληνικού εθνικού κράτους έχει αποκαθαρθεί από το στοιχείο της πολιτικής, η οποία άλλωστε αποδίδεται με αρνητικά χαρακτηριστικά: «η διχόνοια».
Συνέπεια αυτού του πολιτικού καθαρισμού ήταν ότι το έργο του Ρήγα, ως έργο κατεξοχήν πολιτικό, υπέστη μια δραστική επιλογή. Ενσωματώθηκε στην εθνική ιδεολογία στο μέτρο που αφορά τις εθνεγερτικές του διαστάσεις, δηλαδή εκείνο το μέρος το οποίο άλλωστε έχει κατ' εξοχήν συναισθηματικό, εκλαϊκευτικό και μυθοποιητικό χαρακτήρα: ο Θούριος. Η επιλεκτική ενσωμάτωση μόνο του έμμετρου μέρους του έργου του Ρήγα μάς παραπέμπει στο εξής ζήτημα: ο ελληνικός εθνικός κανόνας, στην κειμενική του διάσταση, αποτελείται κυρίως από ποιητικά κείμενα. Και βεβαίως η ελλειπτική γλώσσα της ποίησης και η ευκολία αποσπασματικής παράθεσης είναι πιο εύπλαστη σε ερμηνείες. Ελάχιστα έχει προβληθεί ο ριζοσπαστικός δημοκρατισμός του συντάγματος του Ρήγα.
Αμεση δημοκρατία και ανεξιθρησκία
Ο Ρήγας στο σύνταγμά του προβάλλει έναν τύπο άμεσης δημοκρατίας ρουσοϊκής έμπνευσης. Τα κύτταρα της Δημοκρατίας του είναι οι τοπικές «συναθροίσεις» των πολιτών. Καμία θέση για επικρατούσα θρησκεία δεν υπάρχει στο σύνταγμά του. Ούτε λέξη για Ορθοδοξία. Η «Ελληνική Δημοκρατία (...) δεν θεωρεί τας διαφοράς των λατρειών με εχθρικόν μάτι». Ως εκεί. «Ο αυτοκράτωρ λαός είναι όλοι οι κάτοικοι του βασιλείου τούτου, χωρίς εξαίρεσιν θρησκείας και διαλέκτου, Ελληνες, Βούλγαροι, Αλβανοί, Βλάχοι, Αρμένηδες, Τούρκοι και κάθε άλλο είδος γενεάς». Το σύνταγμα έχει κοινωνικές διαστάσεις: σεισάχθεια αγροτικών χρεών. Εξισωτικά ιδεώδη στο στρατό: δεν επιτρέπεται διάκριση αξιωματικών και οπλιτών σε καιρό ειρήνης. Οι πολίτες για τις διαφορές τους εκλέγουν κριτές και σε κάθε χωριό αυτοί που απονέμουν δικαιοσύνη εκλέγονται. Ακόμη και τα μέλη του ανωτάτου δικαστηρίου (Καθαιρετικόν Κριτήριον) εκλέγονται με ετήσια θητεία. Προβλέπεται δημόσια εκπαίδευση για αγόρια και κορίτσια. Εξασφαλίζεται το πολιτικό άσυλο: «Δέχονται όλους τους αδικημένους ξένους και όλους τους εξωρισμένους από την πατρίδα των δι' αιτίαν της Ελευθερίας».
Το Σύνταγμα του Ρήγα στηρίζεται σε μια ριζοσπαστική κοινωνική κριτική της ελληνικής κοινωνίας, την οποία ξαναβρίσκουμε αργότερα στο «Ρωσσοαγγλογάλλο» και στην «Ελληνική Νομαρχία».
Η κριτική αυτή, αρκετά συγκεκριμένη, εξηγεί την απουσία των πολιτικών κειμένων του Ρήγα από το εθνικό corpus. Αν και στις μελέτες που τονίζουν τον κατασκευασμένο χαρακτήρα της εθνικής ιδεολογίας η διάκριση ανάμεσα στον δημοκρατικό πατριωτισμό και στον εθνικισμό τείνει να εξαφανιστεί, και τα δυο ρεύματα ανήκουν σε μια παράδοση η οποία στην ιστορία της πολιτικής σκέψης εμφανίζεται διαφοροποιημένη. Ο πατριωτισμός στους νεότερους χρόνους εμφανίζεται ως μια παράδοση αφοσίωσης στην respublica, στα κοινά αγαθά, στην απόλαυση της κοινής ελευθερίας. Από την αναγεννησιακή πόλη, στην αγγλική, στην αμερικανική και στη γαλλική επανάσταση, η παράδοση αυτή δημιουργεί μια γλώσσα που υποστηρίζει μια δέσμη αισθημάτων που αφορά τον δημοκρατικό πατριωτισμό. Αξονάς της δηλαδή είναι η κοινότητα των πολιτών που συγκροτείται από την αυτόνομη δράση τους.
Το έργο του Ρήγα εμπνέεται κατ' εξοχήν από αυτό τον τύπο του δημοκρατικού πατριωτισμού. Η βάση των αισθημάτων είναι η εναντίωση στην τυραννία και η αφοσίωση στην ελευθερία με βάση τη θεωρία του φυσικού δικαίου. Επομένως τα αισθήματα αυτά σχηματίζονται ανεξάρτητα από τη φυλή και τη θρησκεία στην οποία ανήκει ο καθένας. Η φυλή και η θρησκεία, ως χαρακτηριστικά που προσκτώνται από τον πολιτισμό, θεωρούνται τεχνητά χαρακτηριστικά, υποδεέστερα των φυσικών σύμφωνα με τη θεωρία αυτή. Κατά συνέπεια δεν είναι αυτά που καθορίζουν την αγάπη προς την πατρίδα.
Υποβάθμιση της πολιτικής δράσης
Το ζήτημα όμως είναι ποια ήταν η κοινωνική βάση αυτού του δημοκρατικού πατριωτισμού στα Βαλκάνια. Αν στη Δύση πυρήνας αυτού του συναισθήματος ήταν οι πόλεις, μέσα από την αντίθεσή τους και την οριοθέτησή τους απέναντι στις αυτοκρατορίες και στις εδαφικές κυριαρχίες, δηλαδή μέσα από τη συγκρότηση της κοινότητας, στην Ανατολή η κατάσταση ήταν αρκετά διαφορετική, γιατί οι πόλεις ήταν συνενώσεις διαφορετικών εθνικοθρησκευτικών κοινοτήτων, χωρίς αποσαφηνισμένη πολιτική προσωπικότητα. Επομένως δεν υπήρχε μια διαδεδομένη υποκειμενικότητα με βάση την αφοσίωση των πολιτών στον οργανωμένο κοινό τους χώρο.
Από την άλλη μεριά, οι εθνικές κοινότητες μέσα στο οθωμανικό πλαίσιο βρίσκονταν σε διασπορά. Επομένως το αίσθημα που θα μπορούσε να θρέψει την ιδεολογική αφοσίωση στηριζόταν περισσότερο στην κοινή πολιτισμική συνάφεια παρά στην κοινή πολιτική δράση. Κατά συνέπεια, ο τύπος της εθνικής ιδεολογίας θα μπορούσε να έχει ως άξονα τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, την ιδέα της κοινής καταγωγής, παρά του δημοκρατικού πατριωτισμού και της πολιτικής ιδεολογίας.
Μετά την επανάσταση, ο τύπος αυτός της ιδεολογίας δεν βρήκε ανταπόκριση, γιατί από την ελληνική κοινωνία έλειψε αυτό το ρεύμα της ριζοσπαστικής δημοκρατίας. Τα λαϊκά στρώματα από την Επανάσταση κράτησαν την αφοσίωση στη μυθική εικόνα του Καποδίστρια, με άξονα τη «δικαιοσύνη» αλλά και την αυταρχία απέναντι στον κοινοβουλευτισμό των κυρίαρχων ελίτ. Εξάλλου ο αλυτρωτισμός και η συνείδηση ότι το απελευθερωμένο κράτος ήταν ανολοκλήρωτο, ενίσχυε τις εθνοτικές, όχι τις πολιτικές συντεταγμένες της εθνικής ιδεολογίας. Οταν εμφανίστηκε το σοσιαλιστικό κίνημα, η εικόνα του Ρήγα αναβαθμίστηκε, αλλά η γλώσσα του σοσιαλισμού στον 20ό αιώνα, και κυρίως μετά τη ρωσική επανάσταση, ήταν η γλώσσα του διεθνισμού και όχι του δημοκρατικού πατριωτισμού. Επομένως ο Ρήγας δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως πηγή έμπνευσης και νομιμοποίησης της Αριστεράς μέσα στην εθνική ιδεολογία. Η αριστερή ιδεολογία δηλαδή δεν μπόρεσε να εμφανιστεί ως η ριζοσπαστική εκδοχή της ελληνικής εθνικής ιδεολογίας με κείμενο αναφοράς το Ρήγα.
Ενα συνεπαγόμενο αυτής της υποβάθμισης του πολιτικού στην συγκρότηση του εθνικού κράτους είναι η υποβάθμιση της ίδιας της συγκρότησης της ελληνικής πολιτείας, ως της γενέθλιας πράξης του νέου ελληνικού έθνους. Αυτή η υποβάθμιση είναι ιδιαίτερα έντονη σήμερα. Το πολιτικό προσωπικό, οι πολιτειακοί και οι πολιτικοί παράγοντες στέκουν αμήχανοι ανάμεσα στην παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και στον εθνικισμό της ιδεολογίας. Το κενό ιδεολογίας τείνει να το καταλάβει μια εθνικοθρησκευτική ρητορεία που προσπαθεί να εξαλείψει από την εθνική μνήμη τις πολιτικές, δημοκρατικές και διαφωτιστικές της διαστάσεις. Από αυτή την άποψη, ποιος χώρος μένει σήμερα για την πρόσληψη του δημοκρατικού πατριωτισμού του Ρήγα;
Σημείωση: Το έργο του Περδικάρη εξέδωσε ο Λέανδρος Βρανούσης, Επετηρίς του Μεσαιωνικού Αρχείου της Ακαδημίας Αθηνών, τ. 11 (1997). Τα παραθέματα από τον πόλεμο των φυλλαδίων, στο άρθρο του Βρανούση, «Αγνωστα πατριωτικά φυλλάδια» στο ίδιο περιοδικό, τ.15-16 (1997).
Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Αφού είχαν φτάσει τα νέα στην Κωνσταντινούπολη, για το μαρτυρικό θάνατο του Ρήγα, το Πατριαρχείο ανησυχούσε μήπως είχαν διαδοθεί τα επαναστατικά φυλλάδιά του. Ετσι, την 1η Δεκεμβρίου 1798 αποστέλλεται εγκύκλιος προς τους μητροπολίτες: «Συνέπεσεν εις χείρας ημών εν σύνταγμα (...) επιγραφόμενον Νέα πολιτική διοίκησις (...) και ανεμνήσθημεν του ποιμαντικού χρέους· και διά τούτο γράφομεν τη αρχιερωσύνη σου να επαγρυπνής εις όλα τα μέρη της επαρχίας σου με ακριβείς ερεύνας και εξετάσεις· όταν εμφανισθή τοιούτον σύνταγμα ως άνωθεν, εις τύπον ή χειρόγραφον, να συνάξης άπαντα τα διασπειρόμενα και να τα εξαποστείλης εις ημάς εν τάχει, μη επιμένων εις πλείονα (...)· ότι πλήρες υπάρχει σαθρότητος εκ των θολερών αυτού εννοιών τοις δόγμασι της ορθοδόξου ημών πίστεως εναντιούμενον».
Το 1798 ήταν μια χρονιά που κορυφώθηκε η διαμάχη των φυλλαδίων και των ιδεών, καθώς οι Γάλλοι, έχοντας καταλύσει τη Βενετική Δημοκρατία, τον προηγούμενο χρόνο, βρίσκονταν στα Επτάνησα, επομένως σε επαφή με τους Ελληνες στους οποίους κατηύθυναν την επαναστατική τους προπαγάνδα.
Στις 17 Ιουλίου 1797 ο Σουλτάνος έστειλε εντολή στον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε' στην οποία του ζητούσε «να διδάσκη πάντας τους βασιλικούς ραγιάδες τα της υπακοής των χρέη» και να καταδίδει «τους εναντία πράττοντας» ώστε να τιμωρηθούν. Τον ίδιο μήνα ο Πατριάρχης εξέδωσε μιαν «Απανταχούσα»: «Ουκ επαυσάμεθα ποτέ, εξ ότου διεσπάρη η γαλλική εκείνη λύμη, από του να γράφωμεν και να συμβουλεύωμεν παντί τω χριστωνύμω ημών πληρώματι (...) οπού να μην τύχη τις των πιστών και ορθοδόξων χριστιανών απατηθή, εξ αβουλίας ή απροσεξίας, και δελεασθή με το σατανικόν εκείνο δελέασμα οπού υποκεκρυμμένως και δολίως προτείνουσι τω ονόματι της ελευθερίας». Τον Σεπτέμβριο του 1798 η πατριαρχική προκήρυξη προς τους Επτανησίους έγραφε: «Ο πονηρός και αρχέκακος όφις, αφού δολίως επλάνεσε την ανθρωπότητα, (...) επινοήσας το γένος των Γάλλων δεκτικώτερον της πονηρίας, έχυσεν δαψιλώς εις τας ψυχάς αυτών τον ιόν της αποστασίας».
Την ίδια χρονιά, το πατριαρχικό τυπογραφείο εξέδωσε τη «Χριστιανική Απολογία» (ανώνυμο έργο το οποίο αποδίδεται στον μοναχό Αθανάσιο τον Πάριο). Μερικές χαρακτηριστικές φράσεις: Ο Θεός «ύψωσε την βασιλείαν αυτήν των Οθωμανών περισσότερον από κάθε άλλην, διά να αποδείξη αναμφιβόλως ότι θείω εγένετο βουλήματι». «Αδελφοί, μη πλανηθείτε (...) κλείσατε τα αυτιά σας και μη δώσετε καμμίαν ακρόασιν εις ταύτας τας νεοφανείς ελπίδας της ελευθερίας (...) Φυλάξατε στερεάν την πατροπαράδοτόν σας πίστιν και, ως οπαδοί του Ιησού Χριστού, απαρασάλευτον την υποταγήν εις την πολιτικήν διοίκησιν». Ο ίδιος αυτός ο Πάριος διέδιδε τερατώδεις φήμες για τη Γαλλική Επανάσταση. Οι «άθεοι» Γάλλοι «μητρογαμούσι και θυγατρογαμούσι και αδελφογαμούσιν ανυποστόλως και αδεώς οι σοφώτατοι». Την ίδια χρονιά ο Κοραής απάντησε γράφοντας την «Αδελφική Διδασκαλία», στην οποία χαρακτήριζε το φυλλάδιο του Πατριαρχείου ως «μωρά και αντίθεος διδασκαλία».
Η γλώσσα του πατριωτισμού
Αυτή η διαμάχη είχε τις συγκυριακές της αιτίες, αποτελούσε όμως μια δομική διαμάχη ιδεών και στάσεων. Σημαδεύει το αργοπορημένο τέλος του μεσαιωνικού κόσμου και της παιδείας του. «Οι Πλάτωνες και οι Αριστοτέλεις, οι Νεύτωνες και οι Καρτέσιοι, τα τρίγωνα και οι λογάριθμοι φέρουσιν αδιαφορίαν εις τα θεία». Η διαμάχη αυτή σημαδεύει το τέλος της εσχατολογικής αντίληψης της ιστορίας. Οι Ελληνες, όπως και οι Εβραίοι, έχασαν το «αυτοδέσποτον» (δηλαδή την ανεξαρτησία τους) «διότι παρά τω Θεώ, του ιδίου εγκλήματος εσμέν ένοχοι».
Η νέα αντίληψη για το έθνος και την πολιτική του ανεξαρτησία απαιτούσε να ξεπεραστεί αυτή η εσχατολογική αντίληψη, της οποίας φορέας ήταν η Εκκλησία, και να ανανεωθεί ολόκληρο το νοητικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο θα μπορούσε να συγκροτηθεί το έθνος. Αυτή την πλήρη αναδιοργάνωση των νοητικών προϋποθέσεων επιχείρησε ο ελληνικός Διαφωτισμός, ο οποίος τόσο διασύρεται στις μέρες μας, και προπαντός ο Ρήγας και ο Κοραής. Από αυτή την άποψη, τα κείμενά τους αποτελούν καταστατικά κείμενα του έθνους όπως η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη στη Γαλλία, η αμερικανική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, τα γραπτά του Ματσίνι και του Μαντσόνι στην Ιταλία, του Γκάντι στην Ινδία, του Κεμάλ στην Τουρκία. Αποτελούν δηλαδή εκείνα τα καταστατικά κείμενα τα οποία περιβάλλονται με κύρος από την εθνική ιδεολογία και τα οποία αποτελούν αντικείμενο ερμηνείας και επανερμηνείας αναφορικά με την πολιτική ηθική, την καλλιέργεια των δημόσιων αρετών και του πατριωτισμού. Πρόκειται για τα κείμενα που δημιουργούν τη γλώσσα του πατριωτισμού σε κάθε χώρα.
Στην Ελλάδα όμως ούτε τα κείμενα του Ρήγα ούτε του Κοραή είχαν μια παρόμοια τύχη. Δεν δημιουργήθηκε δηλαδή ένα corpus εθνικών κειμένων το οποίο μέσα από τη σχολική εκπαίδευση, τις χρηστικές εκδόσεις, τις συχνές αναφορές στο δημόσιο λόγο θα δημιουργούσε έναν εθνικό κανόνα. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι η ελληνική εθνική ιδεολογία στερείται «κανόνα», αλλά αυτός ο κανόνας αφορά την κωδικοποίηση της αφήγησης του εθνικού παρελθόντος Αρχαιότητα - Βυζάντιο - Νέος Ελληνισμός. Το περιεχόμενο αυτού του κανόνα αφορά εθνοτικά, εθνοπολιτισμικά χαρακτηριστικά και όχι πολιτικά χαρακτηριστικά. Με αυτή την έννοια, η δημιουργία του ελληνικού εθνικού κράτους έχει αποκαθαρθεί από το στοιχείο της πολιτικής, η οποία άλλωστε αποδίδεται με αρνητικά χαρακτηριστικά: «η διχόνοια».
Συνέπεια αυτού του πολιτικού καθαρισμού ήταν ότι το έργο του Ρήγα, ως έργο κατεξοχήν πολιτικό, υπέστη μια δραστική επιλογή. Ενσωματώθηκε στην εθνική ιδεολογία στο μέτρο που αφορά τις εθνεγερτικές του διαστάσεις, δηλαδή εκείνο το μέρος το οποίο άλλωστε έχει κατ' εξοχήν συναισθηματικό, εκλαϊκευτικό και μυθοποιητικό χαρακτήρα: ο Θούριος. Η επιλεκτική ενσωμάτωση μόνο του έμμετρου μέρους του έργου του Ρήγα μάς παραπέμπει στο εξής ζήτημα: ο ελληνικός εθνικός κανόνας, στην κειμενική του διάσταση, αποτελείται κυρίως από ποιητικά κείμενα. Και βεβαίως η ελλειπτική γλώσσα της ποίησης και η ευκολία αποσπασματικής παράθεσης είναι πιο εύπλαστη σε ερμηνείες. Ελάχιστα έχει προβληθεί ο ριζοσπαστικός δημοκρατισμός του συντάγματος του Ρήγα.
Αμεση δημοκρατία και ανεξιθρησκία
Ο Ρήγας στο σύνταγμά του προβάλλει έναν τύπο άμεσης δημοκρατίας ρουσοϊκής έμπνευσης. Τα κύτταρα της Δημοκρατίας του είναι οι τοπικές «συναθροίσεις» των πολιτών. Καμία θέση για επικρατούσα θρησκεία δεν υπάρχει στο σύνταγμά του. Ούτε λέξη για Ορθοδοξία. Η «Ελληνική Δημοκρατία (...) δεν θεωρεί τας διαφοράς των λατρειών με εχθρικόν μάτι». Ως εκεί. «Ο αυτοκράτωρ λαός είναι όλοι οι κάτοικοι του βασιλείου τούτου, χωρίς εξαίρεσιν θρησκείας και διαλέκτου, Ελληνες, Βούλγαροι, Αλβανοί, Βλάχοι, Αρμένηδες, Τούρκοι και κάθε άλλο είδος γενεάς». Το σύνταγμα έχει κοινωνικές διαστάσεις: σεισάχθεια αγροτικών χρεών. Εξισωτικά ιδεώδη στο στρατό: δεν επιτρέπεται διάκριση αξιωματικών και οπλιτών σε καιρό ειρήνης. Οι πολίτες για τις διαφορές τους εκλέγουν κριτές και σε κάθε χωριό αυτοί που απονέμουν δικαιοσύνη εκλέγονται. Ακόμη και τα μέλη του ανωτάτου δικαστηρίου (Καθαιρετικόν Κριτήριον) εκλέγονται με ετήσια θητεία. Προβλέπεται δημόσια εκπαίδευση για αγόρια και κορίτσια. Εξασφαλίζεται το πολιτικό άσυλο: «Δέχονται όλους τους αδικημένους ξένους και όλους τους εξωρισμένους από την πατρίδα των δι' αιτίαν της Ελευθερίας».
Το Σύνταγμα του Ρήγα στηρίζεται σε μια ριζοσπαστική κοινωνική κριτική της ελληνικής κοινωνίας, την οποία ξαναβρίσκουμε αργότερα στο «Ρωσσοαγγλογάλλο» και στην «Ελληνική Νομαρχία».
Η κριτική αυτή, αρκετά συγκεκριμένη, εξηγεί την απουσία των πολιτικών κειμένων του Ρήγα από το εθνικό corpus. Αν και στις μελέτες που τονίζουν τον κατασκευασμένο χαρακτήρα της εθνικής ιδεολογίας η διάκριση ανάμεσα στον δημοκρατικό πατριωτισμό και στον εθνικισμό τείνει να εξαφανιστεί, και τα δυο ρεύματα ανήκουν σε μια παράδοση η οποία στην ιστορία της πολιτικής σκέψης εμφανίζεται διαφοροποιημένη. Ο πατριωτισμός στους νεότερους χρόνους εμφανίζεται ως μια παράδοση αφοσίωσης στην respublica, στα κοινά αγαθά, στην απόλαυση της κοινής ελευθερίας. Από την αναγεννησιακή πόλη, στην αγγλική, στην αμερικανική και στη γαλλική επανάσταση, η παράδοση αυτή δημιουργεί μια γλώσσα που υποστηρίζει μια δέσμη αισθημάτων που αφορά τον δημοκρατικό πατριωτισμό. Αξονάς της δηλαδή είναι η κοινότητα των πολιτών που συγκροτείται από την αυτόνομη δράση τους.
Το έργο του Ρήγα εμπνέεται κατ' εξοχήν από αυτό τον τύπο του δημοκρατικού πατριωτισμού. Η βάση των αισθημάτων είναι η εναντίωση στην τυραννία και η αφοσίωση στην ελευθερία με βάση τη θεωρία του φυσικού δικαίου. Επομένως τα αισθήματα αυτά σχηματίζονται ανεξάρτητα από τη φυλή και τη θρησκεία στην οποία ανήκει ο καθένας. Η φυλή και η θρησκεία, ως χαρακτηριστικά που προσκτώνται από τον πολιτισμό, θεωρούνται τεχνητά χαρακτηριστικά, υποδεέστερα των φυσικών σύμφωνα με τη θεωρία αυτή. Κατά συνέπεια δεν είναι αυτά που καθορίζουν την αγάπη προς την πατρίδα.
Υποβάθμιση της πολιτικής δράσης
Το ζήτημα όμως είναι ποια ήταν η κοινωνική βάση αυτού του δημοκρατικού πατριωτισμού στα Βαλκάνια. Αν στη Δύση πυρήνας αυτού του συναισθήματος ήταν οι πόλεις, μέσα από την αντίθεσή τους και την οριοθέτησή τους απέναντι στις αυτοκρατορίες και στις εδαφικές κυριαρχίες, δηλαδή μέσα από τη συγκρότηση της κοινότητας, στην Ανατολή η κατάσταση ήταν αρκετά διαφορετική, γιατί οι πόλεις ήταν συνενώσεις διαφορετικών εθνικοθρησκευτικών κοινοτήτων, χωρίς αποσαφηνισμένη πολιτική προσωπικότητα. Επομένως δεν υπήρχε μια διαδεδομένη υποκειμενικότητα με βάση την αφοσίωση των πολιτών στον οργανωμένο κοινό τους χώρο.
Από την άλλη μεριά, οι εθνικές κοινότητες μέσα στο οθωμανικό πλαίσιο βρίσκονταν σε διασπορά. Επομένως το αίσθημα που θα μπορούσε να θρέψει την ιδεολογική αφοσίωση στηριζόταν περισσότερο στην κοινή πολιτισμική συνάφεια παρά στην κοινή πολιτική δράση. Κατά συνέπεια, ο τύπος της εθνικής ιδεολογίας θα μπορούσε να έχει ως άξονα τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, την ιδέα της κοινής καταγωγής, παρά του δημοκρατικού πατριωτισμού και της πολιτικής ιδεολογίας.
Μετά την επανάσταση, ο τύπος αυτός της ιδεολογίας δεν βρήκε ανταπόκριση, γιατί από την ελληνική κοινωνία έλειψε αυτό το ρεύμα της ριζοσπαστικής δημοκρατίας. Τα λαϊκά στρώματα από την Επανάσταση κράτησαν την αφοσίωση στη μυθική εικόνα του Καποδίστρια, με άξονα τη «δικαιοσύνη» αλλά και την αυταρχία απέναντι στον κοινοβουλευτισμό των κυρίαρχων ελίτ. Εξάλλου ο αλυτρωτισμός και η συνείδηση ότι το απελευθερωμένο κράτος ήταν ανολοκλήρωτο, ενίσχυε τις εθνοτικές, όχι τις πολιτικές συντεταγμένες της εθνικής ιδεολογίας. Οταν εμφανίστηκε το σοσιαλιστικό κίνημα, η εικόνα του Ρήγα αναβαθμίστηκε, αλλά η γλώσσα του σοσιαλισμού στον 20ό αιώνα, και κυρίως μετά τη ρωσική επανάσταση, ήταν η γλώσσα του διεθνισμού και όχι του δημοκρατικού πατριωτισμού. Επομένως ο Ρήγας δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως πηγή έμπνευσης και νομιμοποίησης της Αριστεράς μέσα στην εθνική ιδεολογία. Η αριστερή ιδεολογία δηλαδή δεν μπόρεσε να εμφανιστεί ως η ριζοσπαστική εκδοχή της ελληνικής εθνικής ιδεολογίας με κείμενο αναφοράς το Ρήγα.
Ενα συνεπαγόμενο αυτής της υποβάθμισης του πολιτικού στην συγκρότηση του εθνικού κράτους είναι η υποβάθμιση της ίδιας της συγκρότησης της ελληνικής πολιτείας, ως της γενέθλιας πράξης του νέου ελληνικού έθνους. Αυτή η υποβάθμιση είναι ιδιαίτερα έντονη σήμερα. Το πολιτικό προσωπικό, οι πολιτειακοί και οι πολιτικοί παράγοντες στέκουν αμήχανοι ανάμεσα στην παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και στον εθνικισμό της ιδεολογίας. Το κενό ιδεολογίας τείνει να το καταλάβει μια εθνικοθρησκευτική ρητορεία που προσπαθεί να εξαλείψει από την εθνική μνήμη τις πολιτικές, δημοκρατικές και διαφωτιστικές της διαστάσεις. Από αυτή την άποψη, ποιος χώρος μένει σήμερα για την πρόσληψη του δημοκρατικού πατριωτισμού του Ρήγα;
Σημείωση: Το έργο του Περδικάρη εξέδωσε ο Λέανδρος Βρανούσης, Επετηρίς του Μεσαιωνικού Αρχείου της Ακαδημίας Αθηνών, τ. 11 (1997). Τα παραθέματα από τον πόλεμο των φυλλαδίων, στο άρθρο του Βρανούση, «Αγνωστα πατριωτικά φυλλάδια» στο ίδιο περιοδικό, τ.15-16 (1997).
Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.