31 Αυγούστου 2013

Ιδιαίτερα πιθανή η ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή

http://resources3.news.com.au/images/2013/08/29/1226706/095355-130829-syria-attack.jpg
Την διστακτικότητα της Δύσης ως προς την πραγματοποίηση του χτυπήματος στη Συρία αποκρυπτογραφεί σε συνέντευξή του στο Capital.gr o Δρ. Κωνσταντίνος Φίλης, διευθυντής ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων του Παντείου Πανεπιστημίου.Σημειώνει ότι η επόμενη ημέρα της επίθεσης αποτελεί γρίφο για γερούς λύτες και εκτιμά ότι η κλιμάκωση στην ευρύτερη περιοχή της Συρίας θα ήταν ιδιαίτερα πιθανή. Εξηγεί επίσης, ποιες θα είναι οι επιπτώσεις για την Ελλάδα από την παραχώρηση των βάσεών της.
  Συνέντευξη στον Δημήτρη Δελεβέγκο

- Κύριε Φίλη, που οφείλεται η διστακτικότητα της Δύσης ως προς την πραγματοποίηση της επίθεσης στη Συρία;
Πρώτον, στην αντίληψη όλων των πλευρών ότι ενδεχόμενη εμπλοκή στη Συρία θα διέχεε την κρίση από την περιοχή στην ευρύτερη περιφέρεια. Δεύτερον, στο γεγονός ότι μέσω των περιορισμένης κλίμακας επιχειρήσεων δεν διασφαλίζεται ότι θα καταστεί δυνατή η αποδυνάμωση του Άσαντ. ʽΗ η ελαχιστοποίηση της δυνατότητας του Άσαντ να χρησιμοποιήσει χημικά όπλα.

Επίσης, αυτό που αντιλαμβάνονται οι Αμερικανοί είναι ότι, ενδεχομένως, ο βαθμός εμπλοκής τους να γίνεται μέρα με την μέρα μεγαλύτερος, σε περίπτωση που μετά από την επέμβαση, δεν καταφέρουν να αποδυναμώσουν το καθεστώς. Και μία τέτοια συνέπεια έρχεται σε ευθεία αντιπαράθεση με τη στρατηγική Ομπάμα ο οποίος τα τελευταία πέντε χρόνια, μεθοδεύει τη σταδιακή αποστασιοποίηση από την περιοχή.  Και βέβαια, υπάρχουν και οι κοινωνίες πολιτών σε ΗΠΑ, Μ. Βρετανία και Γαλλία που διάκεινται αρνητικά στην υλοποίηση επέμβασης. Σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί η έλλειψη επαρκών στοιχείων που να αποδεικνύουν τη χρήση χημικών.

- Πόσο πιθανόν θα ήταν το σενάριο το χτύπημα να μην πραγματοποιηθεί τελικά;
Όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση, είναι εξαιρετικά δύσκολο να μην υπάρξει κάποιου είδους δυναμική αντίδραση απέναντι στον Άσαντ. Και αυτό διότι από τη στιγμή που στη Συρία χρησιμοποιήθηκαν μη συμβατικά όπλα που απαγορεύονται από διεθνείς συνθήκες, δημιουργείται ένα αρνητικό προηγούμενο για καθεστώτα, όπως το Ιράν ή η Βόρεια Κορέα. Τα οποία, δηλαδή, θα  επαναλάμβαναν αντίστοιχες επιθέσεις, δεδομένου ότι στην περίπτωση της Συρίας δεν υπήρξε παραδειγματική τιμωρία.

Πρέπει επίσης, να λάβουμε υπόψη ότι ο Ομπάμα έχει εγκλωβιστεί στη δήλωσή του -πριν από περίπου ένα χρόνο- περί «κόκκινων γραμμών». Τότε, βέβαια,  ο Αμερικανός πρόεδρος θεωρούσε ότι ο Άσαντ θα φερθεί αρκετά ορθολογικά. Επιθυμούσε επίσης, να αμβλύνει την πίεση που δεχόταν εκείνο το διάστημα για μεγαλύτερη εμπλοκή των Αμερικανών.

Ως υπερδύναμη, λοιπόν, που διαχειρίζεται την εικόνα της στο εξωτερικό και την αξιοπιστία της έναντι εταίρων και αντιπάλων, η πιθανότητα για μικρής κλίμακας στρατιωτική επιχείρηση είναι πολύ μεγαλύτερη, συγκριτικά με την ανυπαρξία δράσης. 

- Πάντως, ως φαίνεται, η κλιμάκωση της έντασης στην ευρύτερη περιοχή αποτελεί βέβαιο επακόλουθο του χτυπήματος στη Συρία.
Γιʼ αυτό οι ΗΠΑ, όπως αναφέραμε, αντιλαμβάνονται ότι είναι πολύ πιθανόν να καταλήξουν σε μία μακροχρόνια σύγκρουση. Εξάλλου, ποιος θα διασφάλιζε ότι κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών δεν θα χρησιμοποιηθούν, εκ νέου, χημικά όπλα από τον Άσαντ; Επίσης, εάν οι αντικαθεστωτικοί δεν ισχυροποιηθούν ύστερα από την επέμβαση, οι Αμερικανοί θα περιορίζονταν στις μικρού μήκους επιχειρήσεις, χωρίς δηλαδή, να συνεχίσουν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις;

Βασική πτυχή, επίσης, είναι το γεγονός ότι οι μικρής κλίμακας επιχειρήσεις λειτουργούν, κατά βάση, ως παραδειγματική τιμωρία του δικτάτορα, καθώς δεν είναι βέβαιο ότι το καθεστώς θα αποδυναμωθεί αισθητά, ύστερα από την επίθεση. 

- Επομένως, η επόμενη ημέρα του χτυπήματος αποτελεί γρίφο για δυνατούς λύτες.
Η επόμενη μέρα θα είναι μυστήριο και θα φέρει πολλές αβεβαιότητες. Δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί, ανάφλεξη στην πυριτιδαποθήκη της περιοχής. Ένα σενάριο θα ήταν ο Άσαντ είτε ο ίδιος είτε μέσω της Χεσμπολά να κάνει χρήση χημικών έναντι ενός κράτους της περιοχής.

Εάν πρόκειται για την Τουρκία, η γειτονική χώρα θα απαντούσε, ενώ εάν το χτύπημα θα ήταν κατά του Ισραήλ, αυτό θα απαντούσε, ισοπεδώνοντας τον Λίβανο. Ο Λίβανος θα εισερχόταν σε ένα νέο εμφύλιο και η προαιώνια εχθρότητα μεταξύ Σουνιτών-Σηιτών, που εντοπίζεται κυρίως στο Ιράκ, θα έφερνε το Ιράκ προ της κατάρρευσης.

Το Ιράν -επειδή το Ισραήλ δεν αποκλείεται να προβεί σε προληπτικό χτύπημα εναντίον του, θεωρώντας το Ιράν υπεύθυνο για επίθεση που ενδεχομένως αυτό δεχτεί- θα ενεργοποιούσε τους σηιτικούς θύλακές του (π.χ. Χεσμπολά, Χαμάς κτλ). Το ίδιο θα ίσχυε για την Ιορδανία, όπου τα εξτρεμιστικά στοιχεία έχουν ισχυροποιηθεί. Πρόκειται για εφιαλτικό σενάριο.

Και δεν πρέπει να αποκλείσουμε το ανθρωπιστικό σκέλος. Τα προσφυγικά, δηλαδή, κύματα που αυτή τη στιγμή συγκεντρώνονται σε Ιορδανία και Τουρκία και αναμένεται, στο μέλλον, να κατευθυνθούν, σε πολύ μεγαλύτερη κλίματα, στην Ευρώπη. Και η Ελλάδα, ως πύλη εισόδου θα πρέπει να διαχειριστεί τα μαζικά κύματα των μεταναστών.

- Εκτιμάτε ότι θα υπάρξουν κίνδυνοι για την Ελλάδα από την παραχώρηση των βάσεών της;
Η χώρα μας βάσει των συμβατικών υποχρεώσεών της οφείλει να παραχωρήσει οποιαδήποτε διευκόλυνση ζητηθεί. Δεν νομίζω ότι η Ελλάδα θα αποτελούσε στόχο. Εάν δηλαδή το συριακό καθεστώς προχωρούσε σε αντίποινα, η Τουρκία και το Ισραήλ θα ήταν οι βασικοί στόχοι και όχι η χώρα μας ή η Κύπρος.

Πέραν τούτου, θα πρέπει να εξετάσουμε τον αντίκτυπο στην ευρύτερη περιοχή, εάν η Ελλάδα θα λειτουργήσει ως πυλώνας σταθερότητας και εάν θα επηρεάζονταν οι επενδύσεις ή η ρευστότητα.

- Υπάρχουν απτά ανταλλάγματα για την Ελλάδα από την παραχώρηση των βάσεων;
Δεδομένου ότι η σημασία της χώρας είναι μεγάλη, αλλά όχι κομβική-όπως  π.χ. της Τουρκίας ή του Ιράκ που για την ώρα αρνείται τη χρήση του εναέριου χώρου του- για τις πολεμικές επιχειρήσεις, δεν διαφαίνεται κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό αντάλλαγμα. Ωστόσο, εκτιμώ ότι πρέπει να διεκδικήσουμε, κυρίως όσον αφορά το μεταναστευτικό κομμάτι, την αρωγή της Ευρώπης. Αλλά και να θέσουμε το θέμα της προστασίας όλων των θρησκευτικών μειονοτήτων στη Συρία, όπου υπάρχει και χριστιανική πληθυσμιακή ομάδα.

dimitris.delevegos@capital.gr


Πηγή:www.capital.gr