Ο πρόεδρος της «δημοκρατικής αριστεράς» (ΔΗΜΑΡ) είχε ήδη φύγει από την κυβέρνηση πριν το ανακοινώσει επισήμως. Το έκανε με τον χειρότερο τρόπο, αθετώντας μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο τη συμφωνία που είχε κάνει με τους Αντώνη Σαμαρά και Ευάγγελο Βενιζέλο
και χωρίς συγκροτημένη επιχειρηματολογία για να υποστηρίξει πολιτικά
την αναδίπλωσή του. Θα είχε πολλά να πει για τη δυσκολία ή αδυναμία
συνεργασίας του με τον πρωθυπουργό που από ένα σημείο και μετά αγνοούσε
τα κόμματα της συμπολίτευσης αποφασίζοντας και διατάσσοντας, αλλά
οχυρώθηκε πίσω από την υπόθεση της ΕΡΤ για να πει απλώς ότι κόκκινη
γραμμή του είναι το «καμία απόλυση». Και έχει επί της αρχής δίκιο, γιατί
κάθε απόλυση αποτελεί πλήγμα στην κοινωνική συνοχή και επιβάρυνση για
το υπό κατάρρευση ασφαλιστικό σύστημα. Όμως οι όροι των δανείων που
παίρνουμε είναι σαφείς και εν γνώσει του εδώ και καιρό. Δεν έχει
διαβάσει τα συμφωνηθέντα; Έλπιζε ότι θα γίνει κάποιο θαύμα; Έψαχνε
κάποιο ισοδύναμο που τελικά δεν βρήκε;Οι
ερμηνείες για τη στάση του δίνουν και παίρνουν αφού ο ίδιος δεν εξήγησε
πειστικά το μπρος-πίσω που έκανε. Μπορεί κανείς να υποθέσει πολλά:
Ότι δεν μπορεί να πάρει πάνω του απολύσεις και αυτός είναι ο λόγος της
παρελκυστικής τακτικής που ακολουθεί εδώ και έναν χρόνο ο προσωπικός του
φίλος υπουργός διοικητικής μεταρρύθμισης Αντώνης Μανιτάκης, τον οποίο στήριζε από την αρχή μέχρι το τέλος.
Ότι πρωτίστως ενδιαφέρεται να γίνει πρόεδρος της δημοκρατίας και
διαπιστώνει πλέον ότι αυτή η κυβέρνηση δεν μπορεί να φτάσει μέχρι την
άνοιξη του 2015, επομένως δεν θα έχει πιθανότητες να προταθεί από την
κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Ότι γνωρίζει πως το φθινόπωρο μπορεί η κυβέρνηση να βρεθεί προ του
σκληρού διλήμματος για νέα μέτρα και δεν θέλει να φτάσει μέχρι εκεί.
Ότι πάντα ήθελε να αφήνει ένα παράθυρο ανοιχτό και προς τον ΣΥΡΙΖΑ,
ώστε η ΔΗΜΑΡ να είναι η αναγκαία κυβερνητική συνιστώσα και σε μια άλλη
κυβέρνηση με κορμό το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα.
Ότι απλώς δεν αντέχει την ευθύνη της διακυβέρνησης και γι' αυτό ήταν
πάντα με το ένα πόδι μέσα και με το άλλο έξω, γι' αυτό και δεν
συναντήθηκε ποτέ με την τρόικα.
Ο απολογισμός της συμμετοχής της ΔΗΜΑΡ στην υπόθεση της διακυβέρνησης είναι πικρός:
Οι υπουργοί που πρότεινε ο Φώτης Κουβέλης
δεν διακρίθηκαν για τις μεταρρυθμιστικές τους επιδόσεις αλλά έγιναν
γνωστοί κυρίως για τους καβγάδες τους, ενίοτε και μεταξύ τους.
Η ΔΗΜΑΡ αποδέχθηκε τη μέθοδο της ποσόστωσης για τη νομή της εξουσίας
(διοικήσεις ΔΕΚΟ κ.ο.κ) και δεν απαίτησε άλλο ηθικό παράδειγμα στη
διαχείριση του κράτους.
Ο Φώτης Κουβέλης
άργησε πολύ να αντιληφθεί ή να παραδεχθεί την ακροδεξιά διολίσθηση της
ΝΔ και μέχρι να ξεσπάσει η κρίση με το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο δεν
είχε βάλει κανένα όριο στο Μέγαρο Μαξίμου όπως όφειλε και μπορούσε.
Δεν αξιοποίησε τα τεράστια περιθώρια που είχε σε θέματα που δεν
άπτονται της εφαρμογής του μνημονίου, αλλά της ποιότητας του πολιτικού
πολιτισμού, για να απαιτήσει αλλαγή των κανόνων λειτουργίας του
κομματικού κράτους.
Δεν συμμετείχε ποτέ στη διαπραγμάτευση για το πρόγραμμα προσαρμογής,
δεν πήγαινε στις συναντήσεις με Ευρωπαίους ηγέτες που έρχονταν εδώ,
γενικώς δεν έβρεχε τα πόδια του, έμενε στην ακτή και σχολίαζε τις
εξελίξεις που διαμορφώνονταν ερήμην του.
Από την αρχή επέλεξε την οδό «και μέσα και έξω»,
ακολούθησε τη γραμμή «παρών» στην ψηφοφορία για το τρίτο μνημόνιο και
συμπεριφερόταν ως ένας συμπαθής κυβερνητικός εταίρος περιορισμένης
ευθύνης.
Ακόμη και για την υπόθεση της ΕΡΤ που έγινε τελικά αφορμή για την έξοδο της ΔΗΜΑΡ από την κυβέρνηση, ο Φώτης Κουβέλης
δεν προέβαλε αντίσταση στη διάρκεια ενός ολόκληρου χρόνου όταν γίνονταν
από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας επιλογές προσβλητικές για το κοινό
αίσθημα. Ούτε καν για την καρατόμηση του Ηλία Κικίλια από τον ΟΑΕΔ
και την αντικατάστασή του από γαλάζιο συνδικαλιστή δεν υπήρξε σοβαρή
αντίδραση από την πλευρά της ΔΗΜΑΡ, παρόλο που δεν θα έμπαινε τότε (και
για τον λόγο αυτό) σε κίνδυνο η πολιτική σταθερότητα.
Το μεγαλύτερο όμως πλήγμα από τον απολογισμό της περιόδου κυβερνητικής θητείας της ΔΗΜΑΡ είναι βαθύτατα ιδεολογικό: η
ΔΗΜΑΡ υποστήριζε πάντα ότι υπάρχουν περιθώρια ακόμα και εντός των
σκληρών πλαισίων που θέτει η τρόικα, για ορθολογικές μεταρρυθμιστικές
λύσεις. Η θέση της ήταν ότι στην
πορεία της διαπραγμάτευσης η Ελλάδα θα μπορούσε να αναδείξει εφικτές
προτάσεις και αντιπροτάσεις (ισοδύναμα και παράλληλα μέτρα) που θα
κρατούσαν την ισορροπία μεταξύ κοινωνικής ευαισθησίας και δημοσιονομικής
εξυγίανσης. Για ευνόητους λόγους η αξιοπιστία της ήταν πολύ
μεγαλύτερη σε σχέση με τα άλλα δύο κόμματα της συγκυβέρνησης που έλεγαν
το ίδιο. Στους ξένους και εγχώριους νεοφιλελεύθερους κύκλους απαντούσε
ότι η δημοσιονομική πειθαρχία είναι εφικτή χωρίς πολιτικές «δόγματος
σοκ» (τύπου ΕΡΤ) και στους επικριτές της από τα αριστερά ότι η κοινωνία
μπορούσε να σωθεί χωρίς διαπραγμάτευση «καμικάζι» με τους δανειστές.
Τελικά, δεν είχε σχέδιο με αρχή μέση και τέλος για να υλοποιήσει της
διακηρύξεις της. Αναλώθηκε, λίγο-πολύ, στον κεντρώο απορριπτισμό του
«ούτε... ούτε...». Απορροφήθηκε
από την εξουσία και παραδόθηκε στην πάγια μη-επιλογή των ελληνικών
κυβερνήσεων, της οπορτουνιστικής ολιγωρίας στο κενό.
Μετά
από την αποχώρησή της από την κυβέρνηση, αναρωτιέται κανείς αν το
πρόταγμα αυτό μιας κάποιας τρίτης σοσιαλδημοκρατικής επιλογής μπορεί να
κρατηθεί ακόμα ζωντανό. Ή αν οι μόνες επιλογές που έμειναν είναι οι
άλλες δύο. Και ασφαλώς η μη-επιλογή της οπορτουνιστικής ολιγωρίας στο
κενό για να τις προετοιμάζει.
Για
όσους είχαν πιστέψει ότι η συμμετοχή ενός αριστερού κόμματος στη
διακυβέρνηση θα έκανε τη διαφορά φέρνοντας ένα άλλο παράδειγμα ήθους και
ύφους, τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να έχουν πάει χειρότερα. Το αν θα
μπορούσαν να έχουν πάει καλύτερα, είναι κάτι που δεν θα μάθουμε.