Στην Ελλάδα της οικονομικής
κρίσης και της απειλής κατάρρευσης του κοινωνικού της ιστού, προκαλεί
εντύπωση και ταυτοχρόνως αγωνιώδη ερωτήματα, η μακάρια ακινησία του
πολιτικού συστήματος σε σχέση με την αναζήτηση των αιτίων αυτής της
κατάστασης. Φιλοδοξεί να συνεχίσει να αποτελεί εργαλείο για την λήψη
αποφάσεων, οι οποίες δεσμεύουν το μέλλον, χωρίς να αναρωτιέται εάν
μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτήν την ζωτικής σημασίας λειτουργία, με τα
ποιοτικά στοιχεία που διαθέτει τώρα.
Τα κόμματα, σε διαφορετικό βαθμό βεβαίως, χαρακτηρίζονται από έναν τρόπο σκέψης ο οποίος είναι υποταγμένος σε ιδεολογικές αφετηρίες του παρελθόντος και ανάλογα κοινωνικά χαρακτηριστικά και οικονομικά δεδομένα, τα οποία αποτελούν τροχοπέδη στην πορεία αυτού του τόπου προς το μέλλον, ενώ επί της ουσίας παρακάμπτονται από τη δυναμική της εξέλιξης σε ευρύτερο υπερεθνικό επίπεδο.
Συνεχίζουν να βασίζονται σε εθνικής εμβέλειας πολιτική λειτουργία, να ομιλούν για εθνικά οριοθετημένη οικονομία, να εξυμνούν την μονοπολιτισμική κοινωνία ή να μην συνειδητοποιούν, τι σημαίνει ανοικτή πολυπολιτισμική κοινωνία, και να ομιλούν επίσης για την σημασία της τοπικής κοινωνίας και τις κοινωνικές της αξίες, οι οποίες αποτελούν τον εγγυητή της επιβίωσης αυτού του τόπου.
Παραλλήλως ο λαϊκισμός και η πελατειακή λογική, αξιοποιούνται στο έπακρο για την αναζήτηση ακροατηρίου. Η πολιτική επικοινωνία δε έχει εσωστρεφή χαρακτηριστικά. Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο κυρίαρχος ισχυρισμός είναι ότι το κόμμα που θα αναλάβει την διακυβέρνηση του τόπου, θα σώσει τον ελληνικό λαό από τον ξένο παράγοντα.
Παντού υπάρχει ο «ξένος δάκτυλος», ο οποίος συνομωτεί κατά των Ελλήνων. Η λογική του αποδιοπομπαίου τράγου κυριαρχεί, ώστε η ανάληψη της ευθύνης να βαρύνει σε κάθε περίπτωση τον απρόσωπο «ξένο παράγοντα». Ακόμη και στην περίπτωση που ένα αντιπολιτευόμενο κόμμα ασκεί κριτική στο κυβερνητικό κόμμα ή συνασπισμό κομμάτων, πίσω από την κυβέρνηση κρύβεται ο «ξένος παράγοντας». Η κυβέρνηση αποτελείται είτε από πράκτορες, προδότες ή πουλημένους ή είναι «συμμορία της καταστροφής». Γενικά διαπιστώνεται μια πλειοδοσία σε χαρακτηρισμούς, όπως νεοδεξιά παλαιοδεξιά, νεοκομμουνισμός μνημονιακός αντιμνημονιακός και πολλοί άλλοι, οι οποίοι σηματοδοτούνται από γενικευτική λογική και λαϊκίστικη πολιτική ηθικολογία. Το κακό δε είναι, ότι σε αυτού του είδους τον πολιτικό διάλογο συμμετέχει και ένα μέρος των λειτουργών της ενημέρωσης. Με αυτό τον τρόπο πολλαπλασιάζονται οι αρνητικές επιπτώσεις σε ό,τι αφορά την διαμόρφωση ενός ακροατηρίου, θετικού στον λαϊκισμό και τον γενικευτικό λόγο.
Αυτό σημαίνει, ότι το πολιτικό σύστημα δεν συμβάλλει στην διαμόρφωση πολιτών με κριτική στάση απέναντι στο πολιτικό γίγνεσθαι. Προτιμά να έχει καταναλωτές πολιτικής, απλούς ψηφοφόρους, οι οποίοι θα αποτελέσουν το όχημα για την κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας. Ουσιαστικά προωθούν την διαμόρφωση ατόμων χωρίς ελεύθερη βούληση, η οποία είναι η ουσία της δημοκρατίας. Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε, ότι στη σύγχρονη εποχή για να υπάρξει ελεύθερη βούληση στο άτομο, πέρα από τη δυνατότητα συμμετοχής στη λήψη συλλογικών αποφάσεων πρέπει να κατανοεί τη σύνθετη πραγματικότητα, την οποία με τις αποφάσεις του αλλάζει και προσδίδει δυναμική στην πορεία της εξέλιξης, τότε είναι εύκολο να καταλάβει κάποιος, σε τι συνθήκες καλείται το άτομο να λειτουργήσει ως πολίτης. Ειλικρινά αυτή η αντίφαση δεν γίνεται κατανοητή από το πολιτικό σύστημα, ώστε να αλλάξει ριζικά, εάν επιθυμεί την ουσιαστική πολιτική επικοινωνία με την κοινωνία. Πρέπει να αποκατασταθεί μια άλλη ισορροπία μεταξύ ατομικής και συλλογικής οντότητας στο πλαίσιο του κοινωνικού ανθρωπισμού. Μόνο τότε ο πολίτης τόσο ως άτομο όσο και ως μέλος ενός συλλογικού μορφώματος θα μπορει να πραγματώνει την ελεύθερη βούληση και να συμβάλλει στην πρόσδωση ουσιαστικού περιεχομένου στη δημοκρατία. Δεν αρκεί τα κόμματα να την επικαλούνται ως διαδικαστικό πλαίσιο. Ταυτοχρόνως επιβάλλεται να υπάρχει και ουσιαστικό περιεχόμενο. ¨Οπως λειτουργεί τώρα η δημοκρατία, αποτελεί διαδικαστικό άλλοθι για την κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας. Τα κόμματα πρέπει άμεσα να επαναπροσδιορίσουν την έννοια της πολιτικής λειτουργίας σε σχέση με τις ιδεολογικές τους αφετηρίες, ώστε να αποκτήσουν σύγχρονη αναφορά στη νέα εποχή της παγκοσμιοποίησης και της μαζικής αξιοποίησης της επιστήμης και των τεχνολογικών εφαρμογών στην καθημερινότητα του πολίτη.
Η ψηφιακή τεχνολογία σε συνδυασμό με την λογική της κοινωνίας του θεάματος και της εικονικής πραγματικότητας, καθώς και την αδυναμία κατανόησης της δυναμικής της εξέλιξης από το άτομο και την κοινωνία διαμορφώνουν τις προϋποθέσεις για χειραγώγηση ατομική και συλλογική και κατ’επέκταση αναίρεση της ουσίας της δημοκρατικής λειτουργίας. Πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα αποτελεί η αδυναμία του πολίτη να προσεγγίσει τις πολιτικές αποφάσεις, οι οποίες λαμβάνονται, αλλά και τις προγραμματικές προτάσεις στην προβολή τους στο χρόνο ως προς τις επιπτώσεις τους τόσο σε κοινωνικό όσο και σε ατομικό επίπεδο. Σε μεγάλο βαθμό συμβαίνει το ίδιο και στο χώρο της πολιτικής. Σε μια τόσο σύνθετη και πολύπολοκη πραγματικότητα σε πλανητικό επίπεδο δεν είναι ελεγχόμενοι όλοι οι παράγοντες, οι οποίοι μπορούν να οδηγήσουν σε αποσταθεροποίηση. Ο βαθμός διακινδύνευσης είναι αρκετά υψηλός και αυξάνεται ακόμη περισσότερο λόγω της μεγάλης ταχύτητας της ροής του χρόνου. Αυτό οφείλεται από το ένα μέρος στην συνεχή παραγωγή και αναίρεση γνώσεων και τεχνολογικών εφαρμογών, οι οποίες επηρεάζουν μέχρι και την καθημερινότητα και από το άλλο στις επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης, η οποία συνεπάγεται μεγαλύτερη πυκνότητα του χρόνου σε γεγονότα και δεδομένα λόγω των διαπλοκών και εξαρτήσεων σε όλους τους τομείς δραστηριοποίησης. Από την οικονομία και τον καταμερισμό εργασίας μέχρι το περιβάλλον και την ποιότητα ζωής οι κοινωνίες βρίσκονται σε στενή εξάρτηση μεταξύ τους. Η ρύπανση της ατμόσφαιρας με τα αιωρούμενα σωματίδια,για παράδειγμα, είναι η αιτία για 2,1 εκατομύρια θανάτους ετησίως σε όλο τον πλανήτη (Πανεπιστήμιο North Carolina, Chapel Hill, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής). Εξαιτίας δε της συγκέντρωσης όζοντος χάνουν τη ζωή τους κάθε χρόνο 470.000 άνθρωποι. Η ευθύνη βαρύνει όλες τις χώρες, σε διαφορετικό βαθμό ως προς την πρόκληση αυτών των φαινομένων, αλλά στον ίδιο βαθμό ως προς την ανοχή απέναντι σε αυτό το έγκλημα. Οι απλοί πολίτες είτε δεν το γνωρίζουν είτε δεν το συνδέουν με την ζωή τους. Γι’αυτό και οι ανοιχτές κοινωνίες της παγκοσμιοποιημένης πραγματικότητας δημιουργούν ανάγκες ουσιαστικής διαπολιτισμικής προσέγγισης, οι οποίες υπερβαίνουν την λογική της κοινωνίας του θεάματος και της κατανάλωσης. Διαμορφώνονται διαφορετικές συνθήκες ακόμη και στις τοπικές κοινωνίες, όπως αυτές που προκαλούνται από τη μαζική μετακίνηση πληθυσμών και την καθιστούν αναγκαία.
Αυτά τα δεδομένα αυτομάτως θέτουν το ερώτημα, ποια πολιτισμική ανταλλαγή και όσμωση είναι λειτουργική. Εκτός και εάν καταφύγει μια κοινωνία στην εσωστρέφεια, τον εθνικισμό και το ρατσισμό. Μόνο που αυτό δεν είναι λύση με προοπτική, διότι οι κοινωνίες, οι οποίες δέχονται το μεταναστευτικό κύμα, είναι γηράσκουσες και εάν συνεχισθεί αυτή η εσωστρεφής πορεία, το μέλλον θα είναι ζοφερό δημογραφικά.
Και δεν εξαντλούνται εδώ τα προβλήματα και τα νέα δεδομένα της σύγχρονης πραγματικότητας, τα οποία θέτουν επιτακτικά την ανάγκη επαναπροσέγγισης της σύγχρονης ιδεολογικοπολιτικής αναφοράς των πολιτικών σχηματισμών, οι οποίοι συνθέτουν το πολιτικό σύστημα τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη και σε ευρύτερο πλανητικό επίπεδο. Από την μέχρι τώρα προσέγγιση μόνο ενός μέρους προβλημάτων γενικευμένης εμβέλειας αναδύεται η ανάγκη ύπαρξης ενός σύγχρονου ερμηνευτικού εργαλείου για την λειτουργία της πραγματικότητας μετά τις καταλυτικές αλλαγές, τις οποίες προκάλεσαν η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και της εργασίας και ο ταχύς ρυθμός εξέλιξης της επιστήμης και της τεχνολογίας και ιδιαιτέρως της ψηφιακής. Ταυτοχρόνως γίνεται εμφανές, ότι προοπτικά βιώσιμοι είναι οι πολιτικοί οργανισμοί υπερεθνικής εμβέλειας, ώστε να είναι σε θέση να διαχειρισθούν τη νέα πραγματικότητα.
Συνειδητοποιείται επίσης η ανάγκη εξισορρόπησης της ταχύτητας πολιτικού σχεδιασμού και λήψης αποφάσεων με την ταχύτητα της ροής του χρόνου. Αυτό σημαίνει νέα ποιοτικά χακτηριστικά στη δομή των κομμάτων και το πολιτικό προσωπικό. Οι νέες συνθήκες απαιτούν υψηλού επιπέδου και ειδίκευσης πολιτικό προσωπικό, καθώς και επιστημονικούς μηχανισμούς τεκμηρίωσης και σχεδιασμού στα κόμματα. Η αναγνωρισιμότητα ως κριτήριο πολιτικής δραστηριοποίησης δεν έχει θέση στη νέα πραγματικότητα.
Ο δε πολιτικός σχεδιασμός πρέπει να είναι μακροπρόθεσμος, σε βάθος 20ετίας τουλάχιστον. Αυτό σημαίνει όμως, ότι θα υπερβαίνει τα χρονικά περιθώρια της θητείας μιας κυβέρνησης, οπότε θα πρέπει να είναι εφικτές συγκλίσεις και συναινέσεις, ώστε να διασφαλίζεται η συνέχεια και η προοπτική της χώρας. Εξάλλου η ουσία της δημοκρατίας είναι η σύνθεση απόψεων και προτάσεων στο πλαίσιο ενός ουσιαστικού διαλόγου, ώστε να λαμβάνονται αποφάσεις, οι οποίες εκφράζουν το σύνολο του πολιτικού φάσματος και της κοινωνίας. Η δημοκρατία δεν εξαντλεί τα όρια της στο διαδικαστικό πεδίο. Προϋπόθεση για την πρόσδωση στη δημοκρατική λειτουργία ουσιαστικού περιεχομένου είναι η γνωστική επάρκεια των θεσμών αλλά και των συλλογικών υποκειμένων, που την υπηρετούν. Αυτό σημαίνει, ότι η δημοκρατία έχει ουσιαστικό περιεχόμενο σε συνδυασμό με την κοινωνία της γνώσης και την δυνατότητα ανάπτυξης διαλόγου χωρίς επιρροή από οποιασδήποτε μορφής εξουσία. Αυτό που ισχύει σήμερα στο πλαίσιο της κοινωνίας του θεάματος και της εικονικής πραγματικότητας απομακρύνει από τον ορθολογισμό και την κριτική σκέψη και οδηγεί στον λαϊκισμό της εικόνας και στην χειραγώγηση. Ο πολιτικός λόγος αποστασιοποιείται από τον ορθολογισμό και την θεωρητική και εμπειρική ιδεολογικοπολιτική τεκμηρίωση και προσεγγίζει την λογική του γενικευτικού και απλουστευτικού λόγου της εικονικής και αποσπασματικής αποτύπωσης της πραγματικότητας από τα μίντια. Όταν όμως η εικονική προβολή της πραγματικότητας αποκτά ουσιαστικό ρόλο στη ζωή των ανθρώπων, τότε ο άνθρωπος μετατρέπεται σε βιολογική μηχανή χωρίς ελεύθερη βούληση. Αυτό ταιριάζει στον καταναλωτισμό των σύγχρονων μαζικών κοινωνιών, που παράγει η κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και του συστημικού πραγματισμού, ο οποίος θέλει τον άνθρωπο υπηρέτη συστημικών αναγκών και μόνο.Απένταντι σε αυτή τη θεώρηση της ανθρώπινης ύπαρξης βρίσκεται ο κοινωνικός ανθρωπισμός, ο οποίος προωθεί μια άλλη ισορροπία μεταξύ ατομικής και συλλογικής, κοινωνικής οντότητας. Αυτή βασίζεται σε μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης, η οποία διασφαλίζει την κάλυψη των πραγματικών αναγκών του ανθρώπου και την δυνατότητα πραγμάτωσης της ελεύθερης βούλησης του ατόμου σε συνδυασμό με το κοινωνικό συμφέρον και την πρόσβαση όλων στα προϊόντα του πολιτισμού, βασικό χαρακτηριστικό του οποίου είναι η αειφορική οπτική σε σχέση με το φυσικό περιβάλλον.
Η μετάβαση στις κοινωνίες του μέλλοντος προϋποθέτει όμως ανάλογης ιδεολογικοπολιτικής ταυτότητας εκδοχές, οι οποίες θα είναι σε θέση να απαντήσουν στις σύνθετες παραμέτρους, που οριοθετούν την πραγματικότητα. Μια προσέγγιση του ιδεολογικοπολιτικού τοπίου, όπως είναι σήμερα, προκαλεί θλίψη σε σχέση με το μέλλον. Ο χρόνος δε τρέχει αμείλικτα χωρίς να περιμένει, πότε θα ωριμάσουν οι συνθήκες. Και η ελληνική κοινωνία με τις δομές που διαθέτει, πολιτικές και της κοινωνίας πολιτών, πρέπει να επιταχύνει τον βηματισμό της. Είναι μάλιστα επιτακτική ανάγκη οι δομές της κοινωνίας πολιτών να αποκτήσουν θεσμική κατοχύρωση, σε ό,τι αφορά το ρόλο τους ως δικτύου, για να διαλέγεται με το πολιτικό σύστημα στο πλαίσιο συνεχούς διαβούλευσης. Σε αυτή τη διαδικασία η διανόηση πρέπει να αναλάβει τις δικές της ευθύνες και να παίζει ενεργό ρόλο. Ειδάλλως, σίγουρα καλοπροαίρετα, θα ακούγονται μεγαλόσχημες ρητορίες, ότι «θα φέρουμε το λαό στην εξουσία», όταν το κόμμα κερδίσει τις εκλογές. Τα ιδεολογήματα του παρελθόντος όμως χρειάζονται αναθεώρηση. Σε αντίθετη περίπτωση ο λαός θα είναι, ό,τι απομείνει μετά τη μαζική μετανάστευση των νέων. Η κοινωνία αναφοράς του ατόμου είναι εναλλάξιμη για τους νέους. Και η δημογραφική γήρανση φέρνει μαζί της και τον πολιτισμικό θάνατο. Το δε «λαό» κανένα πρόσωπο και κανένα κόμμα στην κυβέρνηση δεν μπορεί να τον υποκαταστήσει και να ομιλεί εξ ονόματος του ή να του διασφαλίζει την εξουσία. Μόνο θεσμοθετημένες διαδικασίες συμμετοχής της κοινωνίας πολιτών σε διαβούλευση με το πολιτικό σύστημα μπορούν να επιτύχουν ως ένα βαθμό πρόσβαση στην ωρίμανση πολιτικών και αποφάσεων.
Τα κόμματα, σε διαφορετικό βαθμό βεβαίως, χαρακτηρίζονται από έναν τρόπο σκέψης ο οποίος είναι υποταγμένος σε ιδεολογικές αφετηρίες του παρελθόντος και ανάλογα κοινωνικά χαρακτηριστικά και οικονομικά δεδομένα, τα οποία αποτελούν τροχοπέδη στην πορεία αυτού του τόπου προς το μέλλον, ενώ επί της ουσίας παρακάμπτονται από τη δυναμική της εξέλιξης σε ευρύτερο υπερεθνικό επίπεδο.
Συνεχίζουν να βασίζονται σε εθνικής εμβέλειας πολιτική λειτουργία, να ομιλούν για εθνικά οριοθετημένη οικονομία, να εξυμνούν την μονοπολιτισμική κοινωνία ή να μην συνειδητοποιούν, τι σημαίνει ανοικτή πολυπολιτισμική κοινωνία, και να ομιλούν επίσης για την σημασία της τοπικής κοινωνίας και τις κοινωνικές της αξίες, οι οποίες αποτελούν τον εγγυητή της επιβίωσης αυτού του τόπου.
Παραλλήλως ο λαϊκισμός και η πελατειακή λογική, αξιοποιούνται στο έπακρο για την αναζήτηση ακροατηρίου. Η πολιτική επικοινωνία δε έχει εσωστρεφή χαρακτηριστικά. Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο κυρίαρχος ισχυρισμός είναι ότι το κόμμα που θα αναλάβει την διακυβέρνηση του τόπου, θα σώσει τον ελληνικό λαό από τον ξένο παράγοντα.
Παντού υπάρχει ο «ξένος δάκτυλος», ο οποίος συνομωτεί κατά των Ελλήνων. Η λογική του αποδιοπομπαίου τράγου κυριαρχεί, ώστε η ανάληψη της ευθύνης να βαρύνει σε κάθε περίπτωση τον απρόσωπο «ξένο παράγοντα». Ακόμη και στην περίπτωση που ένα αντιπολιτευόμενο κόμμα ασκεί κριτική στο κυβερνητικό κόμμα ή συνασπισμό κομμάτων, πίσω από την κυβέρνηση κρύβεται ο «ξένος παράγοντας». Η κυβέρνηση αποτελείται είτε από πράκτορες, προδότες ή πουλημένους ή είναι «συμμορία της καταστροφής». Γενικά διαπιστώνεται μια πλειοδοσία σε χαρακτηρισμούς, όπως νεοδεξιά παλαιοδεξιά, νεοκομμουνισμός μνημονιακός αντιμνημονιακός και πολλοί άλλοι, οι οποίοι σηματοδοτούνται από γενικευτική λογική και λαϊκίστικη πολιτική ηθικολογία. Το κακό δε είναι, ότι σε αυτού του είδους τον πολιτικό διάλογο συμμετέχει και ένα μέρος των λειτουργών της ενημέρωσης. Με αυτό τον τρόπο πολλαπλασιάζονται οι αρνητικές επιπτώσεις σε ό,τι αφορά την διαμόρφωση ενός ακροατηρίου, θετικού στον λαϊκισμό και τον γενικευτικό λόγο.
Αυτό σημαίνει, ότι το πολιτικό σύστημα δεν συμβάλλει στην διαμόρφωση πολιτών με κριτική στάση απέναντι στο πολιτικό γίγνεσθαι. Προτιμά να έχει καταναλωτές πολιτικής, απλούς ψηφοφόρους, οι οποίοι θα αποτελέσουν το όχημα για την κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας. Ουσιαστικά προωθούν την διαμόρφωση ατόμων χωρίς ελεύθερη βούληση, η οποία είναι η ουσία της δημοκρατίας. Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε, ότι στη σύγχρονη εποχή για να υπάρξει ελεύθερη βούληση στο άτομο, πέρα από τη δυνατότητα συμμετοχής στη λήψη συλλογικών αποφάσεων πρέπει να κατανοεί τη σύνθετη πραγματικότητα, την οποία με τις αποφάσεις του αλλάζει και προσδίδει δυναμική στην πορεία της εξέλιξης, τότε είναι εύκολο να καταλάβει κάποιος, σε τι συνθήκες καλείται το άτομο να λειτουργήσει ως πολίτης. Ειλικρινά αυτή η αντίφαση δεν γίνεται κατανοητή από το πολιτικό σύστημα, ώστε να αλλάξει ριζικά, εάν επιθυμεί την ουσιαστική πολιτική επικοινωνία με την κοινωνία. Πρέπει να αποκατασταθεί μια άλλη ισορροπία μεταξύ ατομικής και συλλογικής οντότητας στο πλαίσιο του κοινωνικού ανθρωπισμού. Μόνο τότε ο πολίτης τόσο ως άτομο όσο και ως μέλος ενός συλλογικού μορφώματος θα μπορει να πραγματώνει την ελεύθερη βούληση και να συμβάλλει στην πρόσδωση ουσιαστικού περιεχομένου στη δημοκρατία. Δεν αρκεί τα κόμματα να την επικαλούνται ως διαδικαστικό πλαίσιο. Ταυτοχρόνως επιβάλλεται να υπάρχει και ουσιαστικό περιεχόμενο. ¨Οπως λειτουργεί τώρα η δημοκρατία, αποτελεί διαδικαστικό άλλοθι για την κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας. Τα κόμματα πρέπει άμεσα να επαναπροσδιορίσουν την έννοια της πολιτικής λειτουργίας σε σχέση με τις ιδεολογικές τους αφετηρίες, ώστε να αποκτήσουν σύγχρονη αναφορά στη νέα εποχή της παγκοσμιοποίησης και της μαζικής αξιοποίησης της επιστήμης και των τεχνολογικών εφαρμογών στην καθημερινότητα του πολίτη.
Η ψηφιακή τεχνολογία σε συνδυασμό με την λογική της κοινωνίας του θεάματος και της εικονικής πραγματικότητας, καθώς και την αδυναμία κατανόησης της δυναμικής της εξέλιξης από το άτομο και την κοινωνία διαμορφώνουν τις προϋποθέσεις για χειραγώγηση ατομική και συλλογική και κατ’επέκταση αναίρεση της ουσίας της δημοκρατικής λειτουργίας. Πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα αποτελεί η αδυναμία του πολίτη να προσεγγίσει τις πολιτικές αποφάσεις, οι οποίες λαμβάνονται, αλλά και τις προγραμματικές προτάσεις στην προβολή τους στο χρόνο ως προς τις επιπτώσεις τους τόσο σε κοινωνικό όσο και σε ατομικό επίπεδο. Σε μεγάλο βαθμό συμβαίνει το ίδιο και στο χώρο της πολιτικής. Σε μια τόσο σύνθετη και πολύπολοκη πραγματικότητα σε πλανητικό επίπεδο δεν είναι ελεγχόμενοι όλοι οι παράγοντες, οι οποίοι μπορούν να οδηγήσουν σε αποσταθεροποίηση. Ο βαθμός διακινδύνευσης είναι αρκετά υψηλός και αυξάνεται ακόμη περισσότερο λόγω της μεγάλης ταχύτητας της ροής του χρόνου. Αυτό οφείλεται από το ένα μέρος στην συνεχή παραγωγή και αναίρεση γνώσεων και τεχνολογικών εφαρμογών, οι οποίες επηρεάζουν μέχρι και την καθημερινότητα και από το άλλο στις επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης, η οποία συνεπάγεται μεγαλύτερη πυκνότητα του χρόνου σε γεγονότα και δεδομένα λόγω των διαπλοκών και εξαρτήσεων σε όλους τους τομείς δραστηριοποίησης. Από την οικονομία και τον καταμερισμό εργασίας μέχρι το περιβάλλον και την ποιότητα ζωής οι κοινωνίες βρίσκονται σε στενή εξάρτηση μεταξύ τους. Η ρύπανση της ατμόσφαιρας με τα αιωρούμενα σωματίδια,για παράδειγμα, είναι η αιτία για 2,1 εκατομύρια θανάτους ετησίως σε όλο τον πλανήτη (Πανεπιστήμιο North Carolina, Chapel Hill, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής). Εξαιτίας δε της συγκέντρωσης όζοντος χάνουν τη ζωή τους κάθε χρόνο 470.000 άνθρωποι. Η ευθύνη βαρύνει όλες τις χώρες, σε διαφορετικό βαθμό ως προς την πρόκληση αυτών των φαινομένων, αλλά στον ίδιο βαθμό ως προς την ανοχή απέναντι σε αυτό το έγκλημα. Οι απλοί πολίτες είτε δεν το γνωρίζουν είτε δεν το συνδέουν με την ζωή τους. Γι’αυτό και οι ανοιχτές κοινωνίες της παγκοσμιοποιημένης πραγματικότητας δημιουργούν ανάγκες ουσιαστικής διαπολιτισμικής προσέγγισης, οι οποίες υπερβαίνουν την λογική της κοινωνίας του θεάματος και της κατανάλωσης. Διαμορφώνονται διαφορετικές συνθήκες ακόμη και στις τοπικές κοινωνίες, όπως αυτές που προκαλούνται από τη μαζική μετακίνηση πληθυσμών και την καθιστούν αναγκαία.
Αυτά τα δεδομένα αυτομάτως θέτουν το ερώτημα, ποια πολιτισμική ανταλλαγή και όσμωση είναι λειτουργική. Εκτός και εάν καταφύγει μια κοινωνία στην εσωστρέφεια, τον εθνικισμό και το ρατσισμό. Μόνο που αυτό δεν είναι λύση με προοπτική, διότι οι κοινωνίες, οι οποίες δέχονται το μεταναστευτικό κύμα, είναι γηράσκουσες και εάν συνεχισθεί αυτή η εσωστρεφής πορεία, το μέλλον θα είναι ζοφερό δημογραφικά.
Και δεν εξαντλούνται εδώ τα προβλήματα και τα νέα δεδομένα της σύγχρονης πραγματικότητας, τα οποία θέτουν επιτακτικά την ανάγκη επαναπροσέγγισης της σύγχρονης ιδεολογικοπολιτικής αναφοράς των πολιτικών σχηματισμών, οι οποίοι συνθέτουν το πολιτικό σύστημα τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη και σε ευρύτερο πλανητικό επίπεδο. Από την μέχρι τώρα προσέγγιση μόνο ενός μέρους προβλημάτων γενικευμένης εμβέλειας αναδύεται η ανάγκη ύπαρξης ενός σύγχρονου ερμηνευτικού εργαλείου για την λειτουργία της πραγματικότητας μετά τις καταλυτικές αλλαγές, τις οποίες προκάλεσαν η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και της εργασίας και ο ταχύς ρυθμός εξέλιξης της επιστήμης και της τεχνολογίας και ιδιαιτέρως της ψηφιακής. Ταυτοχρόνως γίνεται εμφανές, ότι προοπτικά βιώσιμοι είναι οι πολιτικοί οργανισμοί υπερεθνικής εμβέλειας, ώστε να είναι σε θέση να διαχειρισθούν τη νέα πραγματικότητα.
Συνειδητοποιείται επίσης η ανάγκη εξισορρόπησης της ταχύτητας πολιτικού σχεδιασμού και λήψης αποφάσεων με την ταχύτητα της ροής του χρόνου. Αυτό σημαίνει νέα ποιοτικά χακτηριστικά στη δομή των κομμάτων και το πολιτικό προσωπικό. Οι νέες συνθήκες απαιτούν υψηλού επιπέδου και ειδίκευσης πολιτικό προσωπικό, καθώς και επιστημονικούς μηχανισμούς τεκμηρίωσης και σχεδιασμού στα κόμματα. Η αναγνωρισιμότητα ως κριτήριο πολιτικής δραστηριοποίησης δεν έχει θέση στη νέα πραγματικότητα.
Ο δε πολιτικός σχεδιασμός πρέπει να είναι μακροπρόθεσμος, σε βάθος 20ετίας τουλάχιστον. Αυτό σημαίνει όμως, ότι θα υπερβαίνει τα χρονικά περιθώρια της θητείας μιας κυβέρνησης, οπότε θα πρέπει να είναι εφικτές συγκλίσεις και συναινέσεις, ώστε να διασφαλίζεται η συνέχεια και η προοπτική της χώρας. Εξάλλου η ουσία της δημοκρατίας είναι η σύνθεση απόψεων και προτάσεων στο πλαίσιο ενός ουσιαστικού διαλόγου, ώστε να λαμβάνονται αποφάσεις, οι οποίες εκφράζουν το σύνολο του πολιτικού φάσματος και της κοινωνίας. Η δημοκρατία δεν εξαντλεί τα όρια της στο διαδικαστικό πεδίο. Προϋπόθεση για την πρόσδωση στη δημοκρατική λειτουργία ουσιαστικού περιεχομένου είναι η γνωστική επάρκεια των θεσμών αλλά και των συλλογικών υποκειμένων, που την υπηρετούν. Αυτό σημαίνει, ότι η δημοκρατία έχει ουσιαστικό περιεχόμενο σε συνδυασμό με την κοινωνία της γνώσης και την δυνατότητα ανάπτυξης διαλόγου χωρίς επιρροή από οποιασδήποτε μορφής εξουσία. Αυτό που ισχύει σήμερα στο πλαίσιο της κοινωνίας του θεάματος και της εικονικής πραγματικότητας απομακρύνει από τον ορθολογισμό και την κριτική σκέψη και οδηγεί στον λαϊκισμό της εικόνας και στην χειραγώγηση. Ο πολιτικός λόγος αποστασιοποιείται από τον ορθολογισμό και την θεωρητική και εμπειρική ιδεολογικοπολιτική τεκμηρίωση και προσεγγίζει την λογική του γενικευτικού και απλουστευτικού λόγου της εικονικής και αποσπασματικής αποτύπωσης της πραγματικότητας από τα μίντια. Όταν όμως η εικονική προβολή της πραγματικότητας αποκτά ουσιαστικό ρόλο στη ζωή των ανθρώπων, τότε ο άνθρωπος μετατρέπεται σε βιολογική μηχανή χωρίς ελεύθερη βούληση. Αυτό ταιριάζει στον καταναλωτισμό των σύγχρονων μαζικών κοινωνιών, που παράγει η κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και του συστημικού πραγματισμού, ο οποίος θέλει τον άνθρωπο υπηρέτη συστημικών αναγκών και μόνο.Απένταντι σε αυτή τη θεώρηση της ανθρώπινης ύπαρξης βρίσκεται ο κοινωνικός ανθρωπισμός, ο οποίος προωθεί μια άλλη ισορροπία μεταξύ ατομικής και συλλογικής, κοινωνικής οντότητας. Αυτή βασίζεται σε μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης, η οποία διασφαλίζει την κάλυψη των πραγματικών αναγκών του ανθρώπου και την δυνατότητα πραγμάτωσης της ελεύθερης βούλησης του ατόμου σε συνδυασμό με το κοινωνικό συμφέρον και την πρόσβαση όλων στα προϊόντα του πολιτισμού, βασικό χαρακτηριστικό του οποίου είναι η αειφορική οπτική σε σχέση με το φυσικό περιβάλλον.
Η μετάβαση στις κοινωνίες του μέλλοντος προϋποθέτει όμως ανάλογης ιδεολογικοπολιτικής ταυτότητας εκδοχές, οι οποίες θα είναι σε θέση να απαντήσουν στις σύνθετες παραμέτρους, που οριοθετούν την πραγματικότητα. Μια προσέγγιση του ιδεολογικοπολιτικού τοπίου, όπως είναι σήμερα, προκαλεί θλίψη σε σχέση με το μέλλον. Ο χρόνος δε τρέχει αμείλικτα χωρίς να περιμένει, πότε θα ωριμάσουν οι συνθήκες. Και η ελληνική κοινωνία με τις δομές που διαθέτει, πολιτικές και της κοινωνίας πολιτών, πρέπει να επιταχύνει τον βηματισμό της. Είναι μάλιστα επιτακτική ανάγκη οι δομές της κοινωνίας πολιτών να αποκτήσουν θεσμική κατοχύρωση, σε ό,τι αφορά το ρόλο τους ως δικτύου, για να διαλέγεται με το πολιτικό σύστημα στο πλαίσιο συνεχούς διαβούλευσης. Σε αυτή τη διαδικασία η διανόηση πρέπει να αναλάβει τις δικές της ευθύνες και να παίζει ενεργό ρόλο. Ειδάλλως, σίγουρα καλοπροαίρετα, θα ακούγονται μεγαλόσχημες ρητορίες, ότι «θα φέρουμε το λαό στην εξουσία», όταν το κόμμα κερδίσει τις εκλογές. Τα ιδεολογήματα του παρελθόντος όμως χρειάζονται αναθεώρηση. Σε αντίθετη περίπτωση ο λαός θα είναι, ό,τι απομείνει μετά τη μαζική μετανάστευση των νέων. Η κοινωνία αναφοράς του ατόμου είναι εναλλάξιμη για τους νέους. Και η δημογραφική γήρανση φέρνει μαζί της και τον πολιτισμικό θάνατο. Το δε «λαό» κανένα πρόσωπο και κανένα κόμμα στην κυβέρνηση δεν μπορεί να τον υποκαταστήσει και να ομιλεί εξ ονόματος του ή να του διασφαλίζει την εξουσία. Μόνο θεσμοθετημένες διαδικασίες συμμετοχής της κοινωνίας πολιτών σε διαβούλευση με το πολιτικό σύστημα μπορούν να επιτύχουν ως ένα βαθμό πρόσβαση στην ωρίμανση πολιτικών και αποφάσεων.