Του Τάσου Παππά
Ολες οι κυβερνήσεις των χωρών του Νότου τρίζουν. Στην Πορτογαλία η συμμαχία της Κεντροδεξιάς παραπαίει και το Βερολίνο προσπαθεί με πιέσεις, υποσχέσεις και εκβιασμούς να την κρατήσει ζωντανή, γιατί δεν θέλει παραμονές των γερμανικών εκλογών να υπάρξουν αντιπερισπασμοί.
Στην Ισπανία ο πρωθυπουργός και οι περισσότεροι υπουργοί του Λαϊκού Κόμματος κατηγορούνται για τις μεγάλες «βουτηχτικές» που έκαναν στο ταμείο του κόμματος, το οποίο ενισχυόταν από τις γενναιόδωρες παροχές των διαπλεκόμενων επιχειρηματιών. Η δημοτικότητά τους καταρρέει, αλλά οι Σοσιαλιστές δεν ανακάμπτουν.
Στην Ιταλία ο κεντροαριστερός πρωθυπουργός έχει μπει σε περιπέτειες λόγω της εμπλοκής του εταίρου του Μπερλουσκόνι σε σκάνδαλα, τα οποία η ιταλική Δικαιοσύνη ψάχνει επισταμένως. Η τεχνοκρατική λύση εκεί έχει δοκιμαστεί στο πρόσωπο του Μάριο Μόντι, ελάχιστοι όμως τη νοσταλγούν και έτσι επιστρέφουν τα σενάρια των εκλογών.
Στην Ελλάδα για να αποφευχθούν οι κάλπες, ύστερα από την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ από την κυβέρνηση, χρειάστηκε για ακόμη μία φορά να επιστρατευθεί το πάντα πρόθυμο ΠΑΣΟΚ, το οποίο εξαργύρωσε τη στήριξή του με μερικές υπουργικές καρέκλες και κάποιες διεθνείς θέσεις για στελέχη του που ήταν εκτός νυμφώνος.
Τα σκληρά μέτρα που εφαρμόζουν με συνέπεια τα τελευταία χρόνια η Κεντροδεξιά και η Κεντροαριστερά στις χώρες της Νότιας Ευρώπης έχουν στραπατσάρει το πάλαι ποτέ ισχυρό δίκτυο του συναινετικού δικομματισμού. Οι πολίτες «αποχωρούν» από την πολιτική ομπρέλα της συντηρητικής παράταξης και της σοσιαλδημοκρατίας, χωρίς ωστόσο -με εξαίρεση την Ελλάδα- να στρέφονται προς τους σχηματισμούς της Αριστεράς.
Ούτε στην Ιταλία ούτε στην Ισπανία ούτε στην Πορτογαλία δυναμώνουν η ριζοσπαστική και η κομμουνιστική Αριστερά σε τέτοιο βαθμό που θα μπορούσε κάποιος να μιλήσει για τη δημιουργία των προϋποθέσεων που θα φέρουν την ανατροπή της κατάστασης.
Η οργή των πολιτών από τα οργανωμένα χτυπήματα του νεοφιλελευθερισμού δεν μετασχηματίζεται σε θετική πολιτική δυναμική ούτε παράγει διαρκή διαθεσιμότητα για στράτευση. Μόνο σποραδικές, όχι βεβαίως αμελητέες, αντιδράσεις εκδηλώνονται, που αφήνουν μεν ίχνη αντίστασης, αλλά η απογοήτευση από την απουσία πειστικού εναλλακτικού σχεδίου παίρνει κεφάλι, τροφοδοτώντας έστω και εμμέσως τη δεσπόζουσα αφήγηση περί μονόδρομου. Ενα αίσθημα ματαιότητας φαίνεται να δηλητηριάζει τα λαϊκά και τα προλεταριοποιημένα μεσαία στρώματα στις περισσότερες χώρες της Νότιας Ευρώπης.
Απ’ αυτήν την εξέλιξη είναι σφόδρα πιθανόν να ευνοηθούν τόσο οι ακραίες δεξιές δυνάμεις, όσο και το ρεύμα της αντιπολιτικής. Αυτές οι δύο εκδοχές δεν είναι ανταγωνιστικές. Κάθε άλλο. Η «πολιτική νομιμοποίηση» της άκρας Δεξιάς περνάει μέσα από την εδραίωση της αντίληψης σε πλατιά στρώματα του πληθυσμού ότι η δημοκρατία δεν μπορεί να δώσει απαντήσεις στα προβλήματα και δεν έχει την ικανότητα να παραγάγει από το εσωτερικό της εναλλακτικές λύσεις διακυβέρνησης και οργάνωσης των κοινωνιών. Ο παραλυτικός φόβος που καλλιεργούν επίμονα τα συστημικά κόμματα και τα καθεστωτικά μέσα ενημέρωσης υπονομεύει την προοπτική της Αριστεράς και απειλεί την ίδια τη δημοκρατία.
Ολες οι κυβερνήσεις των χωρών του Νότου τρίζουν. Στην Πορτογαλία η συμμαχία της Κεντροδεξιάς παραπαίει και το Βερολίνο προσπαθεί με πιέσεις, υποσχέσεις και εκβιασμούς να την κρατήσει ζωντανή, γιατί δεν θέλει παραμονές των γερμανικών εκλογών να υπάρξουν αντιπερισπασμοί.
Στην Ισπανία ο πρωθυπουργός και οι περισσότεροι υπουργοί του Λαϊκού Κόμματος κατηγορούνται για τις μεγάλες «βουτηχτικές» που έκαναν στο ταμείο του κόμματος, το οποίο ενισχυόταν από τις γενναιόδωρες παροχές των διαπλεκόμενων επιχειρηματιών. Η δημοτικότητά τους καταρρέει, αλλά οι Σοσιαλιστές δεν ανακάμπτουν.
Στην Ιταλία ο κεντροαριστερός πρωθυπουργός έχει μπει σε περιπέτειες λόγω της εμπλοκής του εταίρου του Μπερλουσκόνι σε σκάνδαλα, τα οποία η ιταλική Δικαιοσύνη ψάχνει επισταμένως. Η τεχνοκρατική λύση εκεί έχει δοκιμαστεί στο πρόσωπο του Μάριο Μόντι, ελάχιστοι όμως τη νοσταλγούν και έτσι επιστρέφουν τα σενάρια των εκλογών.
Στην Ελλάδα για να αποφευχθούν οι κάλπες, ύστερα από την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ από την κυβέρνηση, χρειάστηκε για ακόμη μία φορά να επιστρατευθεί το πάντα πρόθυμο ΠΑΣΟΚ, το οποίο εξαργύρωσε τη στήριξή του με μερικές υπουργικές καρέκλες και κάποιες διεθνείς θέσεις για στελέχη του που ήταν εκτός νυμφώνος.
Τα σκληρά μέτρα που εφαρμόζουν με συνέπεια τα τελευταία χρόνια η Κεντροδεξιά και η Κεντροαριστερά στις χώρες της Νότιας Ευρώπης έχουν στραπατσάρει το πάλαι ποτέ ισχυρό δίκτυο του συναινετικού δικομματισμού. Οι πολίτες «αποχωρούν» από την πολιτική ομπρέλα της συντηρητικής παράταξης και της σοσιαλδημοκρατίας, χωρίς ωστόσο -με εξαίρεση την Ελλάδα- να στρέφονται προς τους σχηματισμούς της Αριστεράς.
Ούτε στην Ιταλία ούτε στην Ισπανία ούτε στην Πορτογαλία δυναμώνουν η ριζοσπαστική και η κομμουνιστική Αριστερά σε τέτοιο βαθμό που θα μπορούσε κάποιος να μιλήσει για τη δημιουργία των προϋποθέσεων που θα φέρουν την ανατροπή της κατάστασης.
Η οργή των πολιτών από τα οργανωμένα χτυπήματα του νεοφιλελευθερισμού δεν μετασχηματίζεται σε θετική πολιτική δυναμική ούτε παράγει διαρκή διαθεσιμότητα για στράτευση. Μόνο σποραδικές, όχι βεβαίως αμελητέες, αντιδράσεις εκδηλώνονται, που αφήνουν μεν ίχνη αντίστασης, αλλά η απογοήτευση από την απουσία πειστικού εναλλακτικού σχεδίου παίρνει κεφάλι, τροφοδοτώντας έστω και εμμέσως τη δεσπόζουσα αφήγηση περί μονόδρομου. Ενα αίσθημα ματαιότητας φαίνεται να δηλητηριάζει τα λαϊκά και τα προλεταριοποιημένα μεσαία στρώματα στις περισσότερες χώρες της Νότιας Ευρώπης.
Απ’ αυτήν την εξέλιξη είναι σφόδρα πιθανόν να ευνοηθούν τόσο οι ακραίες δεξιές δυνάμεις, όσο και το ρεύμα της αντιπολιτικής. Αυτές οι δύο εκδοχές δεν είναι ανταγωνιστικές. Κάθε άλλο. Η «πολιτική νομιμοποίηση» της άκρας Δεξιάς περνάει μέσα από την εδραίωση της αντίληψης σε πλατιά στρώματα του πληθυσμού ότι η δημοκρατία δεν μπορεί να δώσει απαντήσεις στα προβλήματα και δεν έχει την ικανότητα να παραγάγει από το εσωτερικό της εναλλακτικές λύσεις διακυβέρνησης και οργάνωσης των κοινωνιών. Ο παραλυτικός φόβος που καλλιεργούν επίμονα τα συστημικά κόμματα και τα καθεστωτικά μέσα ενημέρωσης υπονομεύει την προοπτική της Αριστεράς και απειλεί την ίδια τη δημοκρατία.