Οπως έχει ήδη αναφερθεί, υπάρχουν εισηγήσεις ώστε η επίσκεψη να είναι μικρής διάρκειας, κυρίως λόγω της ημερομηνίας της. Ομως αν τελικά τεθεί, που πρέπει να τεθεί, ως κύριος στόχος ο επαναπροσδιορισμός των ελληνο-αμερικανικών σχέσεων, τότε απαιτείται λίγο περισσότερος χρόνος ώστε να πραγματοποιηθεί και μια σειρά επαφών μετά τη συνάντηση με τον Αμερικανό πρόεδρο. Τέτοιες επαφές περιλαμβάνουν ορισμένους από τους προέδρους επιτροπών του Κογκρέσου, πέρα από την επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων, όπου ήδη γίνονται συνεννοήσεις για συνάντηση με τον πρόεδρό της κ. Μενέντεζ, δεξαμενές σκέψεις όπως το Brookings Institution, δεξαμενή σκέψης των Δημοκρατικών και τη RAND CORPORATION, και φυσικά τα Μέσα ενημέρωσης, όπως η «Washington Post» και οι «New York Times». Περιλαμβάνουν επίσης τους δύο διεθνείς οργανισμούς, το ΔΝΤ και τη Διεθνή Τράπεζα.
Μεγάλη σημασία έχει βέβαια και η ημερήσια διάταξη της συζήτησης. Συνήθως σε τέτοιες συναντήσεις είναι μάλλον δύσκολο να προσδιορισθεί επακριβώς. Είναι όμως βέβαιο ότι ο Αμερικανός πρόεδρος θα επιχειρήσει να δώσει στον κ. Σαμαρά την εικόνα και τα μηνύματα για τους μελλοντικούς στόχους της αμερικανικής πολιτικής, τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς του, γενικά και ειδικότερα για την περιοχή μας. Αυτό επιτρέπει στον κ. Σαμαρά να πράξει το ίδιο και να υπογραμμίσει τη θέση και στρατηγική σημασία της Ελλάδας στους σχεδιασμούς αυτούς, θέτοντας βεβαίως και τα επιμέρους κομβικά ζητήματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, συμπεριλαμβάνοντας σε αυτά και οικονομικά ζητήματα, όπως π.χ. το «κούρεμα» του χρέους για το οποίο διαφωνεί μεν η κ. Μέρκελ, συμφωνεί όμως η κ. Λαγκάρντ. Και είναι γνωστή η επιρροή των ΗΠΑ στο ΔΝΤ και στην κ. Λαγκάρντ ειδικότερα.
Η συνάντηση με τον κ. Ομπάμα γίνεται υπό τη σκιά της πρόσφατης απόφασης για την πώληση του ΔΕΣΦΑ στην αζερική εταιρεία Σοκάρ, όπου εμπλέκονται και αμερικανικά συμφέροντα, και την επιλογή του ΤΑΡ ως του αγωγού που θα μεταφέρει το αζέρικο αέριο στην Ευρώπη, εξελίξεις που ικανοποίησαν την Ουάσιγκτον, και που ως εκ τούτου επέδρασαν θετικά στο να πραγματοποιηθεί η συνάντηση. Μέσα σε αυτό το κλίμα, παρά τις ημερολογιακές δυσκολίες, δίνεται στον Ελληνα πρωθυπουργό μια καλή ευκαιρία να εγκαινιάσει ένα νέο διαρκή διάλογο ανάμεσα στην Ελλάδα και τις ΗΠΑ, που θα επιτρέπει τη σε μόνιμη βάση ανταλλαγή απόψεων, πράγμα που θα είναι προς όφελος και των δύο χωρών.