Γράφει: Κωνσταντίνος Φίλης
Η απόφαση της Gazprom να απέχει από την
ιδιωτικοποίηση της ΔΕΠΑ εξέπληξε πολλούς και αποτέλεσε κεραυνό εν αιθρία
για την κυβέρνηση. Η τελευταία κακώς καλλιεργούσε προσδοκίες, ενώ οι
συνεχείς συναντήσεις του Έλληνα πρωθυπουργού με τον ισχυρό άνδρα της
Gazprom, επί της ουσίας έδιναν το χρίσμα στο ρωσικό κολοσσό. Ωστόσο,
στην αναζήτηση ενός success story, από τη μία σπεύσαμε να προκαταλάβουμε
τις εξελίξεις μόνο με ενδείξεις (ενώ οι διαπραγματεύσεις δεν
συνεπάγονται συμφωνία πριν την ολοκλήρωση τους) και από την άλλη, οι
συνεχείς εκπτώσεις ως προς τα αρχικά μας αιτήματα, στα μάτια πολλών
επιβεβαιώνουν το ρίσκο συμμετοχής στο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων.
Από εκει και πέρα, οι μέχρι τώρα πορεία των αποκρατικοποιήσεων καταδεικνύει την ανεπάρκεια του ΤΑΙΠΕΔ. Οι περσσότεροι επενδυτές χαρακτηρίζουν πολλούς από τους χειρισμούς ερασιτεχνικούς, με έλλειψη γνώσης της αγοράς και εμφανώς περιορισμένη τεχνογνωσία. Είναι σαφές, ανεξάρτητα από την προσπάθεια μερικού αποπροσανατολισμού από πλευράς του προέδρου του, ότι το ΤΑΙΠΕΔ συνέβαλε σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό στο ναυάγιο.
Η ΕΕ, από την πλευρά της, στο προσκήνιο ήταν ουδέτερη, αλλά στο παρασκήνιο ήταν τουλάχιστον αρνητική, αν όχι απειλητική απέναντι στους Έλληνες αξιωματούχους. Πιθανότατα, ήθελε να πιέσει πολιτικά την Αθήνα να επαναπροσδιορίσει εγκαίρως τη στάση της, ώστε να αναλάβει αυτή το βάρος της ευθύνης απόρριψης των Ρώσων, ενώ εμείς επιδιώκαμε το αντίθετο-να ρίξουμε το μπαλάκι στο ευρωπαϊκό γήπεδο και να εκτεθούν οι Βρυξέλλες, σε περίπτωση αρνητική απόφασης. Και βέβαια το θέμα είναι πρωτίστως πολιτικό και ουχί νομικό, εφόσον de facto μονοπώλια υπάρχουν πολλά στην ευρωπαϊκή επικράτεια. Δεδομένου, λοιπόν, ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού δύσκολα θα μπορούσε να ανατρέψει την απόφαση εξαγοράς της ΔΕΠΑ από την Gazprom, παρά μόνο να ελέγξει το κατά πόσο θα τηρούνταν κατόπιν το ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο, οι όποιες ενέργειες έπρεπε να γίνουν σε προγενέστερο στάδιο. Κατά ένα παράδοξο τρόπο, οι Ρώσοι, διαβλέποντας τις δυσκολίες του εγχειρήματος, πρόλαβαν τόσο την Αθήνα όσο και τις Βρυξέλλες.
Στη συνθετότητα της κατάστασης θα πρέπει να προσθέσουμε την έρευνα που ξεκίνησε προ ολίγων μηνών η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού έναντι της Gazprom για τη χειραγώγηση τιμών σε κράτη της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων, αλλά και τα χρέη της ΔΕΠΑ. Επισημαίνεται πως η τελευταία παρουσίασε κερδοφορία το 2012 και θα είχε ως εταιρεία καθαρή θέση, αν τα οικονομικά βάρη των ηλεκτροπαραγωγών δεν μετακυλίονταν σε αυτή. Η έλλειψη ρευστότητας, στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, έχει πλήξει τους ιδιώτες παραγωγούς, οι οποίοι με τη σειρά τους δεν πληρώνουν τη ΔΕΠΑ, ενώ η ΔΕΗ, έχοντας απορροφήσει τις προβληματικές Energa και Hellas Power, αγοράζοντας ακριβά ΑΠΕ και λόγω απλήρωτων λογαριασμών αδυνατούντων πολιτών, δεν ανταπεξέρχεται οικονομικά. Σε ένα τόσο αβέβαιο περιβάλλον, το ρίσκο για τον επενδυτή πολλαπλασιάζεται. Ακόμη και οι εγγυήσεις του ελληνικού δημοσίου, λόγω περιορισμένης αξιοπιστίας, πολύ απλά δεν αρκούν!
Στο ερώτημα «μα καλά αφού όλα αυτά ήταν γνωστά γιατί θεωρούσαμε δεδομένη τη συμμετοχή της Gazprom» η καλή εκδοχή, στην οποία θα μείνω, είναι πως η κυβέρνηση μπέρδεψε τις επιθυμίες της με την πραγματικότητα, θέλησε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις λόγω των δεδομένων πιέσεων από τους Ευρωπαίους (τις οποίες εντέχνως απέκρυπτε), και δεν επιθυμούσε (και ορθά) με τίποτα να ήταν αυτή που θα απέρριπτε την ομολογουμένως καλύτερη προσφορά.
Πάντως, τα διδάγματα από το (προσωρινό;) ναυάγιο της ΔΕΠΑ, οδηγούν σε τρεις ανησυχητικές διαπιστώσεις:
Η Ευρώπη μας πιέζει να «τρέξουμε» τις ιδιωτικοποίησεις, εντούτοις δεν δείχνει κανένα έμπρακτο ενδιαφέρον προκειμένου να μεγιστοποιήσουμε τα οφέλη μας. Οι ευρωπαϊκές εταιρείες απέχουν, το τίμημα λόγω χρονικής συγκυρίας και περιορισμένης συμμετοχής είναι εύλογα χαμηλότερο του αναμενομένου, και η έλλειψη εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία αντί να αποκαθίσταται, μάλλον παγιώνεται. Όταν μέσα σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο διανοούμαστε να ανοιχθούμε εκτός Ευρώπης/Δύσης, δεχόμαστε «φιλικές προτροπές» να μην το πράξουμε. Είναι σαφές πως πλέον αυτή η σχέση χρήζει αναθεώρησης και η ελληνική κυβέρνηση πρέπει άμεσα να αναλάβει την πρωτοβουλία. Αντί να ζητάει επιείκια για την μη επίτευξη του στόχου των 2,6 δις, και να συζητάει τη μετάθεση νέων «προσαρμογών» στο μέλλον, οφείλει να καταδείξει την αντιφατικότητα των Βρυξελλών και να θέσει νέες βάσεις και παραμέτρους στην εξίσωση.
Παράλληλα, όσο ο συστημικός κίνδυνος δεν εξαλείφεται- το αίτημα περί ρήτρας δραχμής είναι ενδεικτικό-, τόσο το ενδιαφέρον θα παραμένει περιορισμένο. Όσο μικρότερο το ενδιαφέρον, τόσο δυσκολότερη η διαπραγματευτική θέση της Ελλάδας, η οποία συνδιαλεγόμενη με ένα ή δύο επενδυτές θα είναι αναγκασμένη μπροστά στην προοπτική να ναυαγήσει η επένδυση/εξαγορά, να κάνει σημαντικές υποχωρήσεις, ειδάλλως θα βρίσκεται αντιμέτωπη με νέες δυσμενέστερες πραγματικότητες.
Ο επόμενος γύρος ιδιωτικοποίησης της ΔΕΠΑ, αν γίνει βιαστικά και χωρίς να έχουν ξακαθαριστεί τα προβληματικά σημεία που ταλανίζουν την αγορά ενέργειας, ειδικότερα αυτά της ηλεκτρικής, και των συνεπαγόμενων χρεών, θα έχουν ως αποτέλεσμα είτε να κηρυχθεί ο διαγωνισμός εκ νέου άγονος, είτε το τίμημα να είναι στα όρια του ευτελούς. Δεν αποκλείεται η κίνηση της Gazprom να ήταν περισσότερο τακτικής και με την πάροδο του χρόνου να επανέλθει με ευνοϊκότερες για αυτήν προϋποθέσεις στη διεκδίκηση της ΔΕΠΑ.
Υ.Γ. Εξελίσσεται ένας διάλογος για τη μείωση των τιμών αερίου και ανανέωση της διμερούς σύμβασης με την Gazprom πέραν του 2016. Παρότι ανακριβές ότι αγοράζουμε 30% ακριβότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, είναι σαφές ότι χρειάζεται επανατιμολόγηση προς τα κάτω. Ευελπιστώ πως δεν θα επηρεαστεί από τις τελευταίες εξελίξεις.
Υ.Γ.2 Η διασύνδεση της ενδεχόμενης εξαγοράς του ΔΕΣΦΑ από την αζέρικη Socar με την επιλογή του αγωγού TAP λειτουργεί μεν ως παυσίπονο, πλην όμως κινείται σε λάθος κατεύθυνση. Αφενός γιατί το τίμημα θα είναι χαμηλότερο, εφόσον φαίνεται ο TAP να μας προσφέρεται ως αντάλλαγμα της συμμετοχής της Socar στον ΔΕΣΦΑ, αφετέρου γιατί αντί να εφησυχάσουμε πρέπει να παραμείνουμε σε εγρήγορση μέχρι τη μέρα της οριστικής απόφασης.
*Ο Κωνσταντίνος Φίλης είναι πολιτικός επιστήμονας και επικεφαλής του Κέντρου Ρωσίας, Ευρασίας και Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Follow on Twitter: @confilis
Από εκει και πέρα, οι μέχρι τώρα πορεία των αποκρατικοποιήσεων καταδεικνύει την ανεπάρκεια του ΤΑΙΠΕΔ. Οι περσσότεροι επενδυτές χαρακτηρίζουν πολλούς από τους χειρισμούς ερασιτεχνικούς, με έλλειψη γνώσης της αγοράς και εμφανώς περιορισμένη τεχνογνωσία. Είναι σαφές, ανεξάρτητα από την προσπάθεια μερικού αποπροσανατολισμού από πλευράς του προέδρου του, ότι το ΤΑΙΠΕΔ συνέβαλε σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό στο ναυάγιο.
Η ΕΕ, από την πλευρά της, στο προσκήνιο ήταν ουδέτερη, αλλά στο παρασκήνιο ήταν τουλάχιστον αρνητική, αν όχι απειλητική απέναντι στους Έλληνες αξιωματούχους. Πιθανότατα, ήθελε να πιέσει πολιτικά την Αθήνα να επαναπροσδιορίσει εγκαίρως τη στάση της, ώστε να αναλάβει αυτή το βάρος της ευθύνης απόρριψης των Ρώσων, ενώ εμείς επιδιώκαμε το αντίθετο-να ρίξουμε το μπαλάκι στο ευρωπαϊκό γήπεδο και να εκτεθούν οι Βρυξέλλες, σε περίπτωση αρνητική απόφασης. Και βέβαια το θέμα είναι πρωτίστως πολιτικό και ουχί νομικό, εφόσον de facto μονοπώλια υπάρχουν πολλά στην ευρωπαϊκή επικράτεια. Δεδομένου, λοιπόν, ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού δύσκολα θα μπορούσε να ανατρέψει την απόφαση εξαγοράς της ΔΕΠΑ από την Gazprom, παρά μόνο να ελέγξει το κατά πόσο θα τηρούνταν κατόπιν το ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο, οι όποιες ενέργειες έπρεπε να γίνουν σε προγενέστερο στάδιο. Κατά ένα παράδοξο τρόπο, οι Ρώσοι, διαβλέποντας τις δυσκολίες του εγχειρήματος, πρόλαβαν τόσο την Αθήνα όσο και τις Βρυξέλλες.
Στη συνθετότητα της κατάστασης θα πρέπει να προσθέσουμε την έρευνα που ξεκίνησε προ ολίγων μηνών η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού έναντι της Gazprom για τη χειραγώγηση τιμών σε κράτη της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων, αλλά και τα χρέη της ΔΕΠΑ. Επισημαίνεται πως η τελευταία παρουσίασε κερδοφορία το 2012 και θα είχε ως εταιρεία καθαρή θέση, αν τα οικονομικά βάρη των ηλεκτροπαραγωγών δεν μετακυλίονταν σε αυτή. Η έλλειψη ρευστότητας, στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, έχει πλήξει τους ιδιώτες παραγωγούς, οι οποίοι με τη σειρά τους δεν πληρώνουν τη ΔΕΠΑ, ενώ η ΔΕΗ, έχοντας απορροφήσει τις προβληματικές Energa και Hellas Power, αγοράζοντας ακριβά ΑΠΕ και λόγω απλήρωτων λογαριασμών αδυνατούντων πολιτών, δεν ανταπεξέρχεται οικονομικά. Σε ένα τόσο αβέβαιο περιβάλλον, το ρίσκο για τον επενδυτή πολλαπλασιάζεται. Ακόμη και οι εγγυήσεις του ελληνικού δημοσίου, λόγω περιορισμένης αξιοπιστίας, πολύ απλά δεν αρκούν!
Στο ερώτημα «μα καλά αφού όλα αυτά ήταν γνωστά γιατί θεωρούσαμε δεδομένη τη συμμετοχή της Gazprom» η καλή εκδοχή, στην οποία θα μείνω, είναι πως η κυβέρνηση μπέρδεψε τις επιθυμίες της με την πραγματικότητα, θέλησε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις λόγω των δεδομένων πιέσεων από τους Ευρωπαίους (τις οποίες εντέχνως απέκρυπτε), και δεν επιθυμούσε (και ορθά) με τίποτα να ήταν αυτή που θα απέρριπτε την ομολογουμένως καλύτερη προσφορά.
Πάντως, τα διδάγματα από το (προσωρινό;) ναυάγιο της ΔΕΠΑ, οδηγούν σε τρεις ανησυχητικές διαπιστώσεις:
Η Ευρώπη μας πιέζει να «τρέξουμε» τις ιδιωτικοποίησεις, εντούτοις δεν δείχνει κανένα έμπρακτο ενδιαφέρον προκειμένου να μεγιστοποιήσουμε τα οφέλη μας. Οι ευρωπαϊκές εταιρείες απέχουν, το τίμημα λόγω χρονικής συγκυρίας και περιορισμένης συμμετοχής είναι εύλογα χαμηλότερο του αναμενομένου, και η έλλειψη εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία αντί να αποκαθίσταται, μάλλον παγιώνεται. Όταν μέσα σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο διανοούμαστε να ανοιχθούμε εκτός Ευρώπης/Δύσης, δεχόμαστε «φιλικές προτροπές» να μην το πράξουμε. Είναι σαφές πως πλέον αυτή η σχέση χρήζει αναθεώρησης και η ελληνική κυβέρνηση πρέπει άμεσα να αναλάβει την πρωτοβουλία. Αντί να ζητάει επιείκια για την μη επίτευξη του στόχου των 2,6 δις, και να συζητάει τη μετάθεση νέων «προσαρμογών» στο μέλλον, οφείλει να καταδείξει την αντιφατικότητα των Βρυξελλών και να θέσει νέες βάσεις και παραμέτρους στην εξίσωση.
Παράλληλα, όσο ο συστημικός κίνδυνος δεν εξαλείφεται- το αίτημα περί ρήτρας δραχμής είναι ενδεικτικό-, τόσο το ενδιαφέρον θα παραμένει περιορισμένο. Όσο μικρότερο το ενδιαφέρον, τόσο δυσκολότερη η διαπραγματευτική θέση της Ελλάδας, η οποία συνδιαλεγόμενη με ένα ή δύο επενδυτές θα είναι αναγκασμένη μπροστά στην προοπτική να ναυαγήσει η επένδυση/εξαγορά, να κάνει σημαντικές υποχωρήσεις, ειδάλλως θα βρίσκεται αντιμέτωπη με νέες δυσμενέστερες πραγματικότητες.
Ο επόμενος γύρος ιδιωτικοποίησης της ΔΕΠΑ, αν γίνει βιαστικά και χωρίς να έχουν ξακαθαριστεί τα προβληματικά σημεία που ταλανίζουν την αγορά ενέργειας, ειδικότερα αυτά της ηλεκτρικής, και των συνεπαγόμενων χρεών, θα έχουν ως αποτέλεσμα είτε να κηρυχθεί ο διαγωνισμός εκ νέου άγονος, είτε το τίμημα να είναι στα όρια του ευτελούς. Δεν αποκλείεται η κίνηση της Gazprom να ήταν περισσότερο τακτικής και με την πάροδο του χρόνου να επανέλθει με ευνοϊκότερες για αυτήν προϋποθέσεις στη διεκδίκηση της ΔΕΠΑ.
Υ.Γ. Εξελίσσεται ένας διάλογος για τη μείωση των τιμών αερίου και ανανέωση της διμερούς σύμβασης με την Gazprom πέραν του 2016. Παρότι ανακριβές ότι αγοράζουμε 30% ακριβότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, είναι σαφές ότι χρειάζεται επανατιμολόγηση προς τα κάτω. Ευελπιστώ πως δεν θα επηρεαστεί από τις τελευταίες εξελίξεις.
Υ.Γ.2 Η διασύνδεση της ενδεχόμενης εξαγοράς του ΔΕΣΦΑ από την αζέρικη Socar με την επιλογή του αγωγού TAP λειτουργεί μεν ως παυσίπονο, πλην όμως κινείται σε λάθος κατεύθυνση. Αφενός γιατί το τίμημα θα είναι χαμηλότερο, εφόσον φαίνεται ο TAP να μας προσφέρεται ως αντάλλαγμα της συμμετοχής της Socar στον ΔΕΣΦΑ, αφετέρου γιατί αντί να εφησυχάσουμε πρέπει να παραμείνουμε σε εγρήγορση μέχρι τη μέρα της οριστικής απόφασης.
*Ο Κωνσταντίνος Φίλης είναι πολιτικός επιστήμονας και επικεφαλής του Κέντρου Ρωσίας, Ευρασίας και Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Follow on Twitter: @confilis