Του Ιωαννη Ν. Γρηγοριαδη*
Η έναρξη της συμπεφωνημένης αποχωρήσεως των δυνάμεων του ΡΚΚ από την
Τουρκία προς τις βάσεις τους στο βόρειο Ιράκ αποτελεί ένα σημαντικό
συμβολικό βήμα προς την επίλυση του κουρδικού ζητήματος. Δεν είναι,
όμως, η πρώτη φορά που οι δυνάμεις του ΡΚΚ αποχωρούν από την Τουρκία. Το
1999 και μετά τη σύλληψη του Αμπντουλάχ Οτσαλάν, το ΡΚΚ είχε κηρύξει
μονομερή εκεχειρία και είχε αποσύρει τις δυνάμεις του από την Τουρκία.
Αντίστοιχη απόφαση ελήφθη και το 2004, χωρίς να οδηγηθεί το Κουρδικό στη
λύση του. Αυτή τη φορά, η τουρκική κυβέρνηση επενδύει στην επιτυχία της
διαδικασίας. Η οργάνωση «επιτροπών διανοουμένων», αποτελούμενων από
δημοφιλείς δημοσιογράφους, συγγραφείς και καλλιτέχνες, αποσκοπεί στο να
εξοικειώσει την τουρκική κοινή γνώμη, που επί δεκαετίες είχε διδαχθεί να
προσεγγίζει το Κουρδικό ως «πρόβλημα τρομοκρατίας και οικονομικής
υπαναπτύξεως», με την ανάγκη ενός «εντίμου συμβιβασμού» μεταξύ των
μερών.
Επιστρατεύθηκε ακόμη και η σύζυγος του πρωθυπουργού Ερντογάν,
Εμινέ, η οποία συνέδεσε σε ομιλία της το τέλος της αιματοχυσίας με την
επερχόμενη «Ημέρα της Μητέρας».
Μπορεί η προοπτική εντάξεως της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση να μην
αποτελεί πλέον ισχυρό κίνητρο για την επίλυση του κουρδικού ζητήματος.
Υπάρχουν όμως δύο σημαντικοί λόγοι που ωθούν την κυβέρνηση Ερντογάν να
αναλάβει το ρίσκο μιας διαδικασίας επιλύσεως. Στο εσωτερικό μέτωπο, η
αναθεώρηση του Συντάγματος κατά τις επιθυμίες του πρωθυπουργού Ερντογάν
φαίνεται ανέφικτη χωρίς την κοινοβουλευτική υποστήριξη του φιλοκουρδικού
«Κόμματος Ειρήνης και Ευημερίας» (BDP) και χωρίς τη θετική ψήφο της
κουρδικής μειονότητας σε πιθανό συνταγματικό δημοψήφισμα.
Στο τραπέζι
των διαπραγματεύσεων βρίσκεται μια συμφωνία-πακέτο, η οποία θα
συμπεριελάμβανε τόσο την εισαγωγή ενός ισχυρού προεδρικού συστήματος όσο
και τη συνταγματική κατοχύρωση των κουρδικών μειονοτικών δικαιωμάτων.
Ηδη πολλοί κοσμικοί Τούρκοι αναλυτές κατηγορούν το κουρδικό πολιτικό
κίνημα ότι θυσιάζει την υπόθεση του εκδημοκρατισμού της Τουρκίας στον
βωμό της προωθήσεως των κουρδικών μειονοτικών δικαιωμάτων. Κατά την
άποψή τους, είναι αδύνατη η επίλυση του Κουρδικού χωρίς τον
εκδημοκρατισμό της Τουρκίας. Και η εισαγωγή ενός προεδρικού συστήματος
δεν θα συνέβαλλε προς αυτήν την κατεύθυνση.
Στο αυξημένο ενδιαφέρον για το Κουρδικό συμβάλλει και η κρισιμότητα της
καταστάσεως στη Μέση Ανατολή. Η τουρκική κυβέρνηση δείχνει να έχει
συνειδητοποιήσει τον βαθμό στον οποίο η εκκρεμότητα του Κουρδικού
περιορίζει τους στρατηγικούς και διπλωματικούς ελιγμούς της στη Συρία
και το Ιράκ. Η κουρδική ηγεσία από την πλευρά της θεωρεί την παρούσα
συγκυρία ιστορική ευκαιρία για την προώθηση της αναγνωρίσεως της
κουρδικής εθνικής ταυτότητος στο τουρκικό Σύνταγμα, ίσως και της
εισαγωγής ενός ομοσπονδιακού συστήματος διοικητικής οργανώσεως. Κάτι
τέτοιο θα προσιδίαζε άλλωστε και στο προεδρικό σύστημα το οποίο
υποστηρίζει ο πρωθυπουργός Ερντογάν.
Παρά τη διάχυτη ικανοποίηση και αισιοδοξία που προκαλεί στην Τουρκία η
αποχώρηση των δυνάμεων του ΡΚΚ, είναι πολύ νωρίς για να μιλήσουμε για
λύση του Κουρδικού. Παρά τις διακηρυχθείσες προθέσεις, δεν υπάρχει
συμφωνία μεταξύ της τουρκικής κυβερνήσεως και των Κούρδων εκπροσώπων στο
κείμενο της συνταγματικής αναθεωρήσεως. Τα δύο κόμματα της
αντιπολιτεύσεως, το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) και το Κόμμα
Εθνικιστικής Δράσεως (MHP), έχουν ήδη εκφράσει την πλήρη αντίθεσή τους
και θα συσπειρώσουν τις αναμενόμενες εθνικιστικές αντιδράσεις. Η
διαδικασία μπορεί να υπονομευθεί και έξωθεν: η Συρία, το Ιράν και το
Ιράκ έχουν λόγους να υπονομεύσουν τη διαδικασία. Παρά τα σημειωθέντα
βήματα, ο δρόμος για την ειρήνη παραμένει μακρύς και δύσβατος.
* Ο κ. Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι επίκουρος καθηγητής του Τμήματος
Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επιστημονικός
συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.