Την
ώρα που στρωνόταν το έδαφος για διεθνή στρατιωτική επέμβαση, ΗΠΑ και
Ρωσία επεξεργάστηκαν πολιτική λύση, αλλά δεν είναι διόλου σίγουρο ότι θα
τους περάσει
Του Νικόλα Ζηργάνου
Πήρε
πράγματι στη Μόσχα η διπλωματία τα ηνία, με τη συνάντηση Κέρι Λαβρόφ
και την απόφασή τους για διεθνή διάσκεψη για την πολιτική επίλυση της
συριακής κρίσης στα τέλη Μαΐου, ή πρόκειται για την τελευταία(;)
απόπειρα πριν από την καταιγίδα; Θα μπορέσουν Μόσχα και Ουάσινγκτον να
γεφυρώσουν τις διαφορές τους και να επιβάλουν τις θέσεις τους σε
κυβέρνηση και αντιπολίτευση, ή θα αποδειχθεί πως άλλαξαν οι καιροί και
στον πολύπλοκο πολυπολικό μας κόσμο που διαδέχτηκε την Ψυχροπολεμική
ισορροπία «άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε θεός κελεύει».
Υπάρχει εναλλακτικό σχέδιο αν αποτύχει η διάσκεψη για τη Συρία ή θα
προβληθεί τότε ως μόνη λύση που απομένει μια κάποιου τύπου στρατιωτική
εμπλοκή της Δύσης;
Τις τελευταίες εβδομάδες, Ισραηλινοί, Βρετανοί και -με μισή καρδιά-
οι Αμερικανοί, ανέσυραν από το χρονοντούλαπο το άνευ αποδείξεων σενάριο
περί πιθανής χρήσης χημικών όπλων από τα κυβερνητικά στρατεύματα της
Συρίας, δημιουργώντας κλίμα για στρατιωτική εμπλοκή της Δύσης. Αν και οι
κατηγορίες της πρώην εισαγγελέως του Διεθνούς Δικαστηρίου, Κάρλα ντελ
Πόντε, πως χρήση χημικών έγινε και από αντικαθεστωτικούς, αυτό που
έμεινε είναι μια οψιόν επέμβασης, που θα μπορούσε να προκληθεί ακόμη και
από προβοκάτσια.
Την ίδια ώρα, το Ισραήλ εξαπέλυε διπλή αεροπορική επίθεση κατά στόχων
στη Δαμασκό, στέλνοντας ένα σαφές μήνυμα στον Ασαντ για τη συνεργασία
του με τη σιιτική οργάνωση Χεζμπολάχ του Λιβάνου και το καθεστώς της
Τεχεράνης. Οι αντάρτες, από την πλευρά τους, ζητούν επιμόνως όπλα και
εφαρμογή ζώνης αεροπορικού αποκλεισμού, στα πρότυπα του Ιράκ και το
Λονδίνο, με το Παρίσι αρωγό, προωθεί την άρση του εμπάργκο όπλων για την
αντιπολίτευση. Ολα αυτά τα σημάδια, τα οποία πολλοί αναλυτές εκτίμησαν
ότι στρώνουν το έδαφος και φτιάχνουν κλίμα επέμβασης, ίσως ανάγκασαν την
Μόσχα και την Ουάσιγκτον να πάρουν την πρωτοβουλία για την πολιτική
λύση του συριακού προβλήματος μέσω συνομιλιών κυβέρνησης και
αντιπολίτευσης, καθώς, όσο περνάει ο χρόνος, ο κίνδυνος για μια διάχυση
του πολέμου γίνεται όλο και πιο μεγάλος, με κίνδυνο για ολόκληρη τη Μέση
Ανατολή. Το ρωσικό υπουργείο εξωτερικών, το είπε σχεδόν καθαρά, την
επομένη των ισραηλινών βομβαρδισμών: «Είμαστε βαθιά ανήσυχοι από τα
σημάδια που δείχνουν πως προετοιμάζεται η παγκόσμια κοινή γνώμη για
πιθανή στρατιωτική επέμβαση στη Συρία».
Ομως, ούτε η Δαμασκός μένει με σταυρωμένα χέρια. Την επομένη της
ισραηλινής επίθεσης ζήτησε από τη Μόσχα να υλοποιήσει το συμβόλαιο
αγοράς εξελιγμένων αντιαεροπορικών πυραύλων S-300 και ενισχύει τους
δεσμούς της με την Τεχεράνη. Ειδικός απεσταλμένος παρέδωσε στον Σύρο
πρόεδρο επιστολή του ανώτατου ηγέτη του Ιράν, Αλι Χαμενεΐ, με την οποία
«παρέχεται στην κυβέρνηση και τον συριακό λαό πλήρης και απεριόριστη
πολιτική, στρατιωτική και οικονομική υποστήριξη ενάντια στους
τρομοκράτες, το Ισραήλ και όσους τολμήσουν να επιτεθούν στη χώρα». Την
ίδια ώρα, ο ηγέτης της Χεζμπολάχ, Νασράλα, δήλωσε ότι η Συρία θα δώσει
στη λιβανέζικη αντίσταση εξελιγμένα όπλα που θα αλλάξουν τον συσχετισμό
στην περιοχή. Μέσα σε αυτό το κλίμα, η Δαμασκός άφησε ανοιχτή την πόρτα
στη Διάσκεψη, ενώ ετοιμάζεται για όλα τα ενδεχόμενα.
Δυστυχώς, οι πρώτες εκτιμήσεις για την επιτυχία της διάσκεψης δεν
είναι ενθαρρυντικές. Η φιλοδυτική αντιπολίτευση αντιδρά και αρνείται να
συνομιλήσει με τη Δαμασκό όσο ο Ασαντ είναι στην εξουσία -με τον Κέρι να
λέει χθες ότι ο Ασαντ δεν θα πρέπει να συμμετάσχει σε καμία μεταβατική
κυβέρνηση- και η Ουάσινγκτον τους πιέζει αφόρητα να πάνε στις συνομιλίες
με «καρότο» την οικονομική και στρατιωτική βοήθεια.
Η αντιπολίτευση επιμένει
Ο μετριοπαθής πρώην ηγέτης της «Εθνικής Συμμαχίας για τη Συρία», Μοάζ
Κατίμπ, δήλωσε ότι «οι αντάρτες φοβούνται μήπως τελειώσει η επανάσταση
σε κάποιο τραπέζι διαπραγμάτευσης», ενώ, πιο σαφής, ο εκπρόσωπος Τύπου
του στρατιωτικού συμβουλίου των ανταρτών, συνταγματάρχης Κασίμ
Σααντεντίν, υποστήριξε: «Δυστυχώς, δεν υπάρχει πια χώρος για πολιτική
λύση στη Συρία. Η λύση θα έρθει με τα όπλα». «Η Διάσκεψη για τη Συρία
είναι νεκρή, πριν καν αρχίσει», εκτίμησε αναλυτής του Ινστιτούτου
Μπρούκινγκς στην Ντόχα.