Η Κριστίν Λαγκάρντ είδε τον
επικεφαλής του Eurogroup Γιαρούν Ντάισελμπλουμ στην Ολλανδία και
«υπενθύμισε» ότι το μεγαλύτερο κομμάτι του ελληνικού χρέους βρίσκεται σε
ευρωπαϊκά χέρια. Έμφαση και σε φοροδιαφυγή, μείωση τιμών και απολύσεις
στο Δημόσιο.
Του Σωτήρη Νίκα
Με τους τόνους εμφανώς πιο «ήρεμους», αλλά και τις παρατηρήσεις να μην εκλείπουν για τα γνωστά προβλήματα του ελληνικού προγράμματος (φοροδιαφυγή, ταμπού απολύσεων, καθυστέρηση μεταρρυθμίσεων και ύψος χρέους), το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) προσπαθεί να σηματοδοτήσει μία αλλαγή στη διαχείριση της ελληνικής κρίσης. Παράλληλα, η Κομισιόν προχωράει σε μία πιο αισιόδοξη πρόβλεψη για την εκτέλεση του προϋπολογισμού φέτος, που μπορεί να ανοίξει το δρόμο για το νέο «κούρεμα» τους ελληνικού χρέους, όπως ζητά το Ταμείο.
Μάλιστα στην έκθεσή του μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου της ελληνικής οικονομίας, το Ταμείο αναφέρει με ενδεικτικό τρόπο την αναγκαιότητα του νέου «κουρέματος» του ελληνικού χρέους. Όπως σημειώνει, η Ευρωζώνη έχει δεσμευτεί να λάβει μέτρα μείωσης του ελληνικού χρέους και το ΔΝΤ με …νόημα προσθέτει ότι το μεγαλύτερο μέρος του χρέους βρίσκεται στα χέρια των χωρών της Ευρωζώνης.
Το θέμα θεωρείται ότι συζητήθηκε και στις επαφές που είχε χτες η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ με τον επικεφαλής του Eurogroup Γιαρούν Ντάισελμπλουμ, στην διάρκεια επίσκεψής της στην Ολλανδία.
Απαραίτητη προϋπόθεση βέβαια είναι η επίτευξη πρωτογενώνπλεονασμάτων από την Ελλάδα. Κάτι που με έκπληξη παραδέχεται πλέον η Κομισιόν ότι θα συμβεί από φέτος και μάλιστα με εμφατικό τρόπο (2% του ΑΕΠ).
Πάντως, στην έκθεσή του, το Ταμείο θεωρεί ότι το ελληνικό χρέος παραμένει πολύ υψηλό παρά την αναδιάρθρωση και την υποστήριξη του «επίσημου» τομέα. Είναι έτσι, διαπιστώνει το ΔΝΤ, ιδιαίτερα ευπρόσδεκτο το γεγονός πως οι ευρωπαίοι εταίροι έχουν τώρα αποδεχθεί ότι «σημαντική» επιπλέον βοήθεια σε όρους καλύτερους από αυτούς της αγοράς, θα απαιτηθεί για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους και ότι έχουν δεσμευτεί να προσφέρουν επιπλέον «ανακούφιση» αν χρειαστεί προκειμένου να παραμείνει το πρόγραμμα σε τροχιά και το χρέος να πέσει σημαντικά κάτω του 110% του ΑΕΠ ως το 2022. «Με το ελληνικό χρέος τώρα να βρίσκεται κατά το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος στα χέρια του επίσημου τομέα, μια τέτοια δέσμευση είναι κρίσιμο για να πείσει τους πιστωτικές ότι ένα αξιόπιστο σχέδιο για τη διαχείριση του ελληνικού χρέους είναι τώρα έτοιμο».
Όσον αφορά στη βαθιά ύφεση στην έκθεση σημειώνεται πως με δεδομένο ότι η δημοσιονομική προσαρμογή θα παραμείνει για χρόνια και θα περιορίζει την αύξηση του ΑΕΠ η βασική πρόκληση είναι να δημιουργηθεί η εμπιστοσύνη που απαιτείται για την ανάκαμψη των επενδύσεων. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει να εξασφαλιστεί ευρεία εγχώρια υποστήριξη στο πρόγραμμα και η πολιτική σταθερότητα που αυτό συνεπάγεται.
«Το μάθημα του παρελθόντος είναι ότι μόνο με πλήρη εφαρμογή των πολιτικών και δέσμευση στο πρόγραμμα μπορούν να μπουν σε λειτουργία οι βάσεις της ανάκαμψης» όπως επισημαίνουν οι αναλυτές του Ταμείου.
Τα θετικά
Η έκθεσή του μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου αναγνωρίζει ως σημαντικά επιτεύγματα την πρόοδο στη δημοσιονομική προσαρμογή, που τη χαρακτηρίζει ως εντυπωσιακή συγκρινόμενη με οποιοδήποτε διεθνές παράδειγμα». Επίσης, αναφέρει ότι η Ελλάδα έχει περιορίσει σημαντικά το κενό ανταγωνιστικότητας και συγκεκριμένα κατά περίπου 2/3 από το 2010. Στα θετικά επισημαίνει και ότι διατηρήθηκε η σταθερότητα του χρηματοοικονομικού τομέα, παρά τις σημαντικές ζημιές που συνδέονται με την αναδιάρθρωση χρέους και την έντονη αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων λόγω της βαθιάς ύφεσης.
Τα προβλήματα
Πέραν αυτών, θεωρεί ότι πρέπει να γίνουν τα εξής:
1.Μείωση της φοροδιαφυγής, όπου μέχρι τώρα έχει σημειωθεί ελάχιστη, καθώς οι πλούσιοι και οι αυτοαπασχολούμενοι δεν πληρώνουν το δίκαιο μερίδιό τους.
2.Μείωση τιμών – απελευθέρωση επαγγελμάτων. Ενώ οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας προκαλούν σημαντική μείωση στους ονομαστικούς μισθούς, αυτό αντανακλάται πολύ περιορισμένα σε χαμηλότερες τιμές λόγω της αποτυχίας στην απελευθέρωση κλειστών επαγγελμάτων και περαιτέρω άνοιγμα στον ανταγωνισμό. Αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που πολύ μεγάλο μέρος του φορτίου πέφτει σε μισθωτούς και συνταξιούχων.
3.Να σπάσει το ταμπού των απολύσεων. Την ώρα που η αναδιάρθρωση της οικονομίας έχει συνδεθεί με εκτίναξη της ανεργίας στον ιδιωτικό τομέα, κυρίως μεταξύ των νέων, ο υπερμεγεθής δημόσιος τομέας έχει γλυτώσει, λόγω ενός ταμπού κατά των απολύσεων.
Τα δημοσιονομικά
Πάντως, το Ταμείο χαιρετίζει το γεγονός ότι η κυβέρνηση αναπροσαρμόζει το πρόγραμμα αναγνωρίζοντας τα προβλήματα που υπάρχουν. Στις δημοσιονομικές εξελίξεις σημειώνει ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί επιπλέον δομική αναπροσαρμογή προκειμένου να πετύχει το δημοσιονομικό στόχο. Η βασική πρόκληση είναι να βρεθεί ένας τρόπος για την κυβέρνηση να το πετύχει χωρίς να αθετήσει την υπόσχεση αποφυγής περαιτέρω οριζόντιων περικοπών δαπανών. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να αντιμετωπίσει δύο βασικά προβλήματα:
- Τη μεταρρύθμιση στη φορολογική διοίκηση. Κατά το ΔΝΤ είναι κρίσιμη η βαθύτερη πολιτική δέσμευση για μεταρρύθμιση της φορολογικής διοίκησης. Για να «αποστειρωθεί» η φορολογική διοίκηση από τις ακόμη επίμονες πολιτικές παρεμβάσεις, βασικό βήμα εντός του επόμενου έτους θα ήταν η ενίσχυση της ανεξαρτησίας της, με τη χορήγηση νέων εξουσιών στη διαχείριση προσωπικού και προϋπολογισμού, με τις πρόσφατες αλλαγές να αποτελούν σημαντικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.
- Τη μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης. Για να επιτευχθούν οι στόχοι θα πρέπει να υπάρξουν και περιορισμένες υποχρεωτικές απολύσεις, που θα επιτρέψουν την πρόσληψη νέου, μορφωμένου προσωπικού που θα πρέπει να αποτελέσει βασικό συστατικό στο σχέδιο για την αναβάθμιση του Δημόσιου τομέα. «Το ταμπού κατά των απολύσεων πρέπει να ξεπεραστεί», όπως σημειώνει το Ταμείο.
Παράλληλα, το ΔΝΤ υποστηρίζει πως η ισχυρή ανάκαμψη πρέπει να χτιστεί πρωτίστως στην εμβάθυνση των δομικών μεταρρυθμίσεων. Κάτι που απαιτεί περισσότερο αποφασιστικές και φιλόδοξες προσπάθειες για να πέσουν οι φραγμοί για την είσοδο σε επιμέρους αγορές, περιλαμβανομένων των «αδιαφανών» και χρονοβόρων διαδικασιών αδειοδότησης.
Επιπλέον, επισημαίνει, μεγάλη περιουσία παραμένει στα χέρια του κράτους, δίνοντας βαρύτητα στο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων, ενώ οι «ελεύθερες ζώνες» και οι φοροαπαλλαγές σε ειδικές ομάδες είναι προσπάθειες για «τεχνική» δημιουργία ανάκαμψης και πρέπει να αποφευχθούν.
Του Σωτήρη Νίκα
Με τους τόνους εμφανώς πιο «ήρεμους», αλλά και τις παρατηρήσεις να μην εκλείπουν για τα γνωστά προβλήματα του ελληνικού προγράμματος (φοροδιαφυγή, ταμπού απολύσεων, καθυστέρηση μεταρρυθμίσεων και ύψος χρέους), το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) προσπαθεί να σηματοδοτήσει μία αλλαγή στη διαχείριση της ελληνικής κρίσης. Παράλληλα, η Κομισιόν προχωράει σε μία πιο αισιόδοξη πρόβλεψη για την εκτέλεση του προϋπολογισμού φέτος, που μπορεί να ανοίξει το δρόμο για το νέο «κούρεμα» τους ελληνικού χρέους, όπως ζητά το Ταμείο.
Μάλιστα στην έκθεσή του μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου της ελληνικής οικονομίας, το Ταμείο αναφέρει με ενδεικτικό τρόπο την αναγκαιότητα του νέου «κουρέματος» του ελληνικού χρέους. Όπως σημειώνει, η Ευρωζώνη έχει δεσμευτεί να λάβει μέτρα μείωσης του ελληνικού χρέους και το ΔΝΤ με …νόημα προσθέτει ότι το μεγαλύτερο μέρος του χρέους βρίσκεται στα χέρια των χωρών της Ευρωζώνης.
Το θέμα θεωρείται ότι συζητήθηκε και στις επαφές που είχε χτες η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ με τον επικεφαλής του Eurogroup Γιαρούν Ντάισελμπλουμ, στην διάρκεια επίσκεψής της στην Ολλανδία.
Απαραίτητη προϋπόθεση βέβαια είναι η επίτευξη πρωτογενώνπλεονασμάτων από την Ελλάδα. Κάτι που με έκπληξη παραδέχεται πλέον η Κομισιόν ότι θα συμβεί από φέτος και μάλιστα με εμφατικό τρόπο (2% του ΑΕΠ).
Πάντως, στην έκθεσή του, το Ταμείο θεωρεί ότι το ελληνικό χρέος παραμένει πολύ υψηλό παρά την αναδιάρθρωση και την υποστήριξη του «επίσημου» τομέα. Είναι έτσι, διαπιστώνει το ΔΝΤ, ιδιαίτερα ευπρόσδεκτο το γεγονός πως οι ευρωπαίοι εταίροι έχουν τώρα αποδεχθεί ότι «σημαντική» επιπλέον βοήθεια σε όρους καλύτερους από αυτούς της αγοράς, θα απαιτηθεί για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους και ότι έχουν δεσμευτεί να προσφέρουν επιπλέον «ανακούφιση» αν χρειαστεί προκειμένου να παραμείνει το πρόγραμμα σε τροχιά και το χρέος να πέσει σημαντικά κάτω του 110% του ΑΕΠ ως το 2022. «Με το ελληνικό χρέος τώρα να βρίσκεται κατά το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος στα χέρια του επίσημου τομέα, μια τέτοια δέσμευση είναι κρίσιμο για να πείσει τους πιστωτικές ότι ένα αξιόπιστο σχέδιο για τη διαχείριση του ελληνικού χρέους είναι τώρα έτοιμο».
Όσον αφορά στη βαθιά ύφεση στην έκθεση σημειώνεται πως με δεδομένο ότι η δημοσιονομική προσαρμογή θα παραμείνει για χρόνια και θα περιορίζει την αύξηση του ΑΕΠ η βασική πρόκληση είναι να δημιουργηθεί η εμπιστοσύνη που απαιτείται για την ανάκαμψη των επενδύσεων. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει να εξασφαλιστεί ευρεία εγχώρια υποστήριξη στο πρόγραμμα και η πολιτική σταθερότητα που αυτό συνεπάγεται.
«Το μάθημα του παρελθόντος είναι ότι μόνο με πλήρη εφαρμογή των πολιτικών και δέσμευση στο πρόγραμμα μπορούν να μπουν σε λειτουργία οι βάσεις της ανάκαμψης» όπως επισημαίνουν οι αναλυτές του Ταμείου.
Τα θετικά
Η έκθεσή του μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου αναγνωρίζει ως σημαντικά επιτεύγματα την πρόοδο στη δημοσιονομική προσαρμογή, που τη χαρακτηρίζει ως εντυπωσιακή συγκρινόμενη με οποιοδήποτε διεθνές παράδειγμα». Επίσης, αναφέρει ότι η Ελλάδα έχει περιορίσει σημαντικά το κενό ανταγωνιστικότητας και συγκεκριμένα κατά περίπου 2/3 από το 2010. Στα θετικά επισημαίνει και ότι διατηρήθηκε η σταθερότητα του χρηματοοικονομικού τομέα, παρά τις σημαντικές ζημιές που συνδέονται με την αναδιάρθρωση χρέους και την έντονη αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων λόγω της βαθιάς ύφεσης.
Τα προβλήματα
Πέραν αυτών, θεωρεί ότι πρέπει να γίνουν τα εξής:
1.Μείωση της φοροδιαφυγής, όπου μέχρι τώρα έχει σημειωθεί ελάχιστη, καθώς οι πλούσιοι και οι αυτοαπασχολούμενοι δεν πληρώνουν το δίκαιο μερίδιό τους.
2.Μείωση τιμών – απελευθέρωση επαγγελμάτων. Ενώ οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας προκαλούν σημαντική μείωση στους ονομαστικούς μισθούς, αυτό αντανακλάται πολύ περιορισμένα σε χαμηλότερες τιμές λόγω της αποτυχίας στην απελευθέρωση κλειστών επαγγελμάτων και περαιτέρω άνοιγμα στον ανταγωνισμό. Αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που πολύ μεγάλο μέρος του φορτίου πέφτει σε μισθωτούς και συνταξιούχων.
3.Να σπάσει το ταμπού των απολύσεων. Την ώρα που η αναδιάρθρωση της οικονομίας έχει συνδεθεί με εκτίναξη της ανεργίας στον ιδιωτικό τομέα, κυρίως μεταξύ των νέων, ο υπερμεγεθής δημόσιος τομέας έχει γλυτώσει, λόγω ενός ταμπού κατά των απολύσεων.
Τα δημοσιονομικά
Πάντως, το Ταμείο χαιρετίζει το γεγονός ότι η κυβέρνηση αναπροσαρμόζει το πρόγραμμα αναγνωρίζοντας τα προβλήματα που υπάρχουν. Στις δημοσιονομικές εξελίξεις σημειώνει ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί επιπλέον δομική αναπροσαρμογή προκειμένου να πετύχει το δημοσιονομικό στόχο. Η βασική πρόκληση είναι να βρεθεί ένας τρόπος για την κυβέρνηση να το πετύχει χωρίς να αθετήσει την υπόσχεση αποφυγής περαιτέρω οριζόντιων περικοπών δαπανών. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να αντιμετωπίσει δύο βασικά προβλήματα:
- Τη μεταρρύθμιση στη φορολογική διοίκηση. Κατά το ΔΝΤ είναι κρίσιμη η βαθύτερη πολιτική δέσμευση για μεταρρύθμιση της φορολογικής διοίκησης. Για να «αποστειρωθεί» η φορολογική διοίκηση από τις ακόμη επίμονες πολιτικές παρεμβάσεις, βασικό βήμα εντός του επόμενου έτους θα ήταν η ενίσχυση της ανεξαρτησίας της, με τη χορήγηση νέων εξουσιών στη διαχείριση προσωπικού και προϋπολογισμού, με τις πρόσφατες αλλαγές να αποτελούν σημαντικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.
- Τη μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης. Για να επιτευχθούν οι στόχοι θα πρέπει να υπάρξουν και περιορισμένες υποχρεωτικές απολύσεις, που θα επιτρέψουν την πρόσληψη νέου, μορφωμένου προσωπικού που θα πρέπει να αποτελέσει βασικό συστατικό στο σχέδιο για την αναβάθμιση του Δημόσιου τομέα. «Το ταμπού κατά των απολύσεων πρέπει να ξεπεραστεί», όπως σημειώνει το Ταμείο.
Παράλληλα, το ΔΝΤ υποστηρίζει πως η ισχυρή ανάκαμψη πρέπει να χτιστεί πρωτίστως στην εμβάθυνση των δομικών μεταρρυθμίσεων. Κάτι που απαιτεί περισσότερο αποφασιστικές και φιλόδοξες προσπάθειες για να πέσουν οι φραγμοί για την είσοδο σε επιμέρους αγορές, περιλαμβανομένων των «αδιαφανών» και χρονοβόρων διαδικασιών αδειοδότησης.
Επιπλέον, επισημαίνει, μεγάλη περιουσία παραμένει στα χέρια του κράτους, δίνοντας βαρύτητα στο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων, ενώ οι «ελεύθερες ζώνες» και οι φοροαπαλλαγές σε ειδικές ομάδες είναι προσπάθειες για «τεχνική» δημιουργία ανάκαμψης και πρέπει να αποφευχθούν.