19 Απριλίου 2013

Πολιτική αυτοβύθιση

http://a.media.newsbomb.gr/items/cache/72d78d48f107e47d64e8f3549cff0484_XL.jpg
Μεγάλο «ατού» της Μέρκελ θεωρείται για τους Γερμανούς η ευρωπαϊκή της πολιτική, όχι επειδή ωφελεί την Ευρωπαϊκή Ενωση, αλλά διότι έχει κατορθώσει να αποτρέψει την ύφεση στην ίδια τη Γερμανία. 
Το 2009 οι Σοσιαλδημοκράτες πλήρωσαν ακριβά την κυβέρνηση Μεγάλου Συνασπισμού με τους Χριστιανοδημοκράτες της Μέρκελ καθώς πήραν ποσοστό 23%, ένα ιστορικό χαμηλό. Την πλήρη υποταγή στην καγκελάριο στην τετραετία 2005-2009 συμβόλιζε ο υπουργός Οικονομικών στην ίδια περίοδο και νυν υποψήφιος καγκελάριος Στάινμπρουκ.Σήμερα, η πιο πρόσφατη δημοσκόπηση δίνει στο SPD 22%, μια ακόμη χειρότερη καταβαράθρωση, που δεν πρέπει, όμως, να μας εκπλήττει.Οι Σοσιαλδημοκράτες, αντί να εκμεταλλευθούν τη συνεχή φθορά της καγκελαρίου σε τοπικές εκλογικές αναμετρήσεις με ένα διακριτό πολιτικό στίγμα τόσο για τη χώρα όσο και για την Ευρωζώνη, διάλεξαν το χειρότερο δυνατό πολιτικό μάρκετινγκ: Προσπαθούν να πείσουν το εκλογικό σώμα ότι δεν διαφέρουν και πολύ από τη Μέρκελ.

Τη λογική αυτή υπηρετεί η επιλογή του Στάινμπρουκ, που έβαλε την προσωπική του σφραγίδα στις εσωτερικές και ευρωπαϊκές επιλογές του Βερολίνου όταν ξέσπασε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση το 2008, επιλογές που συνέχισε ο Σόιμπλε με πιο σκληρή ρητορική.Οι Σοσιαλδημοκράτες ξέχασαν ότι στον πρώτο Μεγάλο Συνασπισμό την περίοδο 1966-69 με καγκελάριο τον χριστιανοδημοκράτη Κίσινγκερ και υπουργό εξωτερικών τον Μπραντ κατόρθωσαν και να συγκυβερνούν με αξιοπιστία και να διεκδικήσουν την εξουσία στις εκλογές του 1969 με όραμα αλλαγών και ρήξεων τόσο στην εσωτερική όσο και την εξωτερική πολιτική.

Γιατί, άραγε, να προτιμήσουν οι εκλογείς τον Στάινμπρουκ από τη Μέρκελ, καθώς θεμελίωσε την εσωτερική και ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική που ακολουθεί ο Σόιμπλε και επιπλέον ταυτίζεται με τη σκληρή γραμμή στην Ευρωζώνη, με πρόσφατο παράδειγμα τη σκληρή του τοποθέτηση για την Κύπρο;

Οταν προσπαθείς να πείσεις ότι δεν διαφέρεις από τον αντίπαλό σου προτρέπεις τους ψηφοφόρους να ψηφίσουν το πρωτότυπο και όχι την απομίμηση.

Το 1969, με τις τολμηρές του θέσεις υπέρ της αναγνώρισης των μεταπολεμικών συνόρων με την Πολωνία και την αποκατάσταση σχέσεων με την Ανατολική Γερμανία, ο Μπραντ αμφισβητούσε συνολικά τις μεταπολεμικές επιλογές του Αντενάουερ και όμως κέρδισε μέσω της διακριτής διαφοροποίησης. Σήμερα, αν οι Σοσιαλδημοκράτες τολμούσαν να επενδύσουν στην κριτική της αδιέξοδης πολιτικής Μέρκελ - Σόιμπλε στην Ευρωζώνη, θα αποκτούσαν το διακριτό στίγμα που εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να αναζητήσουν στις εσωτερικές πολιτικές επιλογές.

Το 1969, ο Μπραντ είπε στους συμπολίτες του, εκ των οποίων πάνω από εννέα εκατομμύρια ήταν πρόσφυγες από τις «χαμένες πατρίδες» της Ανατολικής Ευρώπης, ότι πρέπει να αναγνωρίσουν και επίσημα την απώλεια του ενός τρίτου της έκτασης της εθνικής επικράτειας πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σήμερα, ο Στάινμπρουκ και το SPD δεν τολμούν να πουν ότι τα καλώς νοούμενα μακροπρόθεσμα εθνικά συμφέροντα ταυτίζονται με την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Οταν τον Οκτώβριο του 1939 το γερμανικό θωρηκτό τσέπης «Γκραφ Φον Σπέε», που είχε καταφύγει στο λιμάνι του Μοντεβιδέο καταδιωκόμενο από τον βρετανικό στόλο, έπρεπε είτε να παραδοθεί στις Αρχές της Ουρουγουάης ή να συγκρουσθεί με έναν υπέρτερο αντίπαλο, ο κυβερνήτης επέλεξε έναν τρίτο πιο ένδοξο δρόμο, βύθισε το σκάφος και αυτοκτόνησε την ώρα που έβγαινε στα διεθνή χωρικά ύδατα.

Πολιτική αυτοβύθιση επέλεξαν και οι Σοσιαλδημοκράτες όταν αποφάσισαν να ζητήσουν τη ψήφο των Γερμανών πολιτών με τη διαβεβαίωση ότι θα συνεχίσουν στη χώρα και στην Ευρωζώνη τη γραμμή πλεύσης που χάραξε η Μέρκελ. Η μεγάλη διαφορά με τον κυβερνήτη του θωρηκτού είναι ότι η στάση αυτή δεν μαρτυρά θάρρος αλλά πολιτική ανεπάρκεια και δειλία.

Ιδανικοί αυτόχειρες
Οι Σοσιαλδημοκράτες, αντί να εκμεταλλευθούν τη συνεχή φθορά της καγκελαρίου σε τοπικές εκλογικές αναμετρήσεις με ένα διακριτό πολιτικό στίγμα τόσο για τη χώρα όσο και για την Ευρωζώνη, διάλεξαν το χειρότερο δυνατό πολιτικό μάρκετιγκ: Προσπαθούν να πείσουν το εκλογικό σώμα ότι δεν διαφέρουν και πολύ από τη Μέρκελ.
Γ. ΚΑΠΟΠΟΥΛΟΣ