Γράφει: Κωνσταντίνος Φίλης
Η αμερικανική κοινωνία, όπως απέδειξε και το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου, είναι βαθιά διχασμένη. Από ζητήματα Πρόνοιας μέχρι την οπλοκατοχή, από τη μεγαλύτερη φορολόγηση των υψηλών εισοδημάτων μέχρι τους γάμους ομοφυλοφίλων και από τις αμβλώσεις στον αυξανόμενο (και αριθμητικά) ρόλο των μη λευκών Αμερικανών, οι χαώδεις διαφορές σε αντίληψη είναι εμφατικές.
Από τους μεγαλύτερους κινδύνους της επίθεσης στη Βοστώνη είναι η διεύρυνση του χάσματος μεταξύ συντηρητικών και φιλελευθέρων/προοδευτικών. Με την εδώ και καιρό ισχυροποίηση περιθωριακών σχηματισμών, όπως το «Κόμμα του Τσαγιού» της περιώνυμης Σάρα Πέιλιν, και την αναγκαστική προσχώρηση στις ακραίες απόψεις του, ακόμη και του προεδρικού υποψήφιου των Ρεπουμπλικανών προς άγραν ψήφων, καταδεικνύει τη συντηρητικοποίηση σημαντικού μέρους της αμερικανικής κοινωνίας. Η λυσσαλέα αντίδραση στην πρόθεση της κυβέρνησης Ομπάμα για τη δημιουργία ενός δικαιότερου συστήματος Υγείας ή για την ανάγκη να συνεισφέρουν και οι πλούσιοι στον προϋπολογισμό ή για την οπλοκατοχή (παρά τα συνεχή κρούσματα) είναι απλώς ενδείξεις του ίδιου νομίσματος-αυτού των οπισθοδρομικών. Όσο και αν υπερβαίνει τη γραφικότητα, το γεγονός ότι περίπου το ¼ των Αμερικανών φαίνεται να πιστεύουν πως ο Ομπάμα είναι ο Αντίχριστος (βλ. έκθεση Public Policy Polling), αν μη τι άλλο, πολλαπλασιάζει τις πιθανότητες η βομβιστική επίθεση να προήλθε από το εσωτερικό.
Όπως διαπιστώνουμε και στη χώρα μας, πολλές φορές δεν είναι ευδιάκριτος ο διαχωρισμός μεταξύ οργανωμένου εγκλήματος και εξτρεμιστικών ομάδων με πολιτικά χαρακτηριστικά. Τα ακροδεξιά στοιχεία στις ΗΠΑ, οι διάφορες αιρέσεις, οι φανατικοί οπαδοί της οπλοκατοχής, καθώς και οι εθνικιστές πολέμιοι του Ομπάμα, μπορεί κάπου να συναντώνται. Πιθανότατα στο ότι μία, ακόμη και τεχνητή, εσωτερική κρίση θα τροφοδοτήσει τις φιλοδοξίες τους, εφόσον αποδυναμώνει τον Αμερικανό πρόεδρο και εύλογα αφυδατώνει τις προοδευτικές φωνές. Γιατί, ως γνωστόν, σε περίοδο κρίσης οι εύκολες απαντήσεις του συντηρητισμού συνήθως υπερκερνούν τις σύνθετες απόψεις του κοινωνικού φιλελυθερισμού, ενώ και οι πολίτες λόγω αύξησης του φόβου εύλογα στρέφονται προς παραδοσιακότερες μορφές αντιμετώπισης (και εξεύρεσης εξιλαστήριων θυμάτων). Ο συμβολισμός του χτυπήματος στην καρδιά της πλέον φιλελεύθερης Πολιτείας την ημέρα των πατριωτών (σε Μασσαχουσέτη και Μέιν) μοιάζει μία λογική προσέγγιση για ένα αρρωστημένο μυαλό. Το σενάριο, λοιπόν, ενός ή λίγων ερασιτεχνών δραστών με διαταραγμένη προσωπικότητα και εξτρεμιστική ιδεολογία, επίσης, δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Σε ότι αφορά τη διεθνή τρομοκρατία, από τη στιγμή που δεν γνωρίζουμε τις δυναμικές εντός του τρομοκρατικού δικτύου, ειδικότερα μετά την εξουδετέρωση του Μπιν Λάντεν, είναι δύσκολο να εντοπίσουμε πιθανούς ηθικούς αυτουργούς.
Είναι η Αλ Κάιντα, κάποιο παρακλάδι που αυτονομήθηκε και θέλει να δείξει την ισχύ του, ή κάποια νέα οργάνωση που επιθυμεί να κάνει αισθητή την παρουσία της; Σε μία πιο ακραία εκδοχή, θα μπορούσε να υπάρχει κρατική υποστήριξη μίας τέτοιας επίθεσης, είτε από την Βόρειο Κορέα, είτε το Ιράν ή τη Συρία, εντούτοις αυτό συγκεντρώνει ελάχιστες πιθανότητες.
Αν, πάντως, αποδειχθεί δάκτυλος ακραίων ισλαμιστών, θα δοκιμαστεί η σχετικά ήπια πολιτική Ομπάμα, ο οποίος από το 2008 αποστασιοποιήθηκε από την εμπλοκή της προηγούμενης κυβέρνησης σε Ιράκ και Αφγανιστάν, αποδέχθηκε, αν δεν συνέβαλε στην ανάδειξη ισλαμικών ηγεσιών στη Βόρεια Αφρική, βελτιώνοντας σε κάποιο βαθμό την εικόνα των ΗΠΑ στον μουσουλμανικό κόσμο. Τώρα, θα πιεστεί να σκληρύνει τη στάση του, και δη σε μία περίοδο που έχοντας διαφοροποιήσει τις προτεραιότητες του επεδίωκε τη μεγαλύτερη δυνατή εξομάλυνση στη Μέση Ανατολή για να περιορίσει το βαθμό δέσμευσης της Ουάσιγκτον σε ανθρώπινο δυναμικό, διπλωματικό κεφάλαιο και οικονομικούς πόρους.
Κάποια γεράκια θα σπεύσουν να χρεώσουν στην πολιτική σταδιακής απεμπλοκής την επανάκαμψη της διεθνούς τρομοκρατίας εντός αμερικανικού εδάφους, κατηγορώντας τον ότι με τη συγκαταβατικότητα, του άφησε ελεύθερο πεδίο σε εξτρεμιστικές ομάδες ώστε α ανασυνταχθούν. Είναι, συνεπώς, σοβαρό το ενδεχόμενο –τουλάχιστον σε πρώτη φάση- άσκησης πιέσεων προς καθεστώτα που συντηρούν ή δεν αντιμετωπίζουν επαρκώς τις τρομοκρατικές δυναμεις που δραστηριοποιούνται στα εδάφη τους. Κατόπιν, όμως, θα χρειαστεί εκ νέου αμερικανική εμπλοκή για τον έλεγχο απόδοσης.
Παράλληλα, ένα νέο κύμα ισλαμοφοβίας ίσως επανέλθει, ενώ δεν αποκλείται κάποιοι συντηρητικοί κύκλοι να επαναφέρουν τη συζήτηση για τα δικαιώματα πληθυσμών, όπως οι Ισπανόφωνοι, στη λογική ότι η ραγδαία αριθμητική τους αύξηση αποτελεί κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια.
Σε περίπτωση εμπλοκής κάποιας ισλαμικής ομάδας, το κίνητρο και η χρηματοδότηση μίας τέτοιας ενέργειας πρέπει να αναζητηθούν. Θα έπαιρναν το ρίσκο ενός τέτοιου χτυπήματος για να εκδικηθούν με εμφατικό τρόπο, σχεδόν ένα χρόνο μετά τη δολοφονία του Μπιν Λάντεν, ενώ τους είναι πιο εύκολο και οικονομικά συμφερότερο να το πράξουν σε περιοχές που ελέγχουν (Αφγανιστάν, Πακιστάν, χώρες της Αφρικής);
Τέλος, είναι αξιοσημείωτη η μετριοπάθεια και η αυτοσυγκράτηση που επέδειξε ο Αμερκανός πρόεδρος έναντι ενός γεγονότος που πιθανόν να έχει πολλές εκφάνσεις και να συνεπάγεται ακόμη μεγαλύτερες προκλήσεις για τον ίδιο στη δεύτερη θητεία του. Με ένα νομοθετικό σώμα διχασμένο, ο Ομπάμα θα πρέπει να κάνει τη δική του υπέρβαση και όπου μπορεί να συγκρουστεί, χωρίς να προτάξει, όπως οι περισσότεροι προκάτοχοι του, την υστεροφημία του-στοιχείο που διαχρονικά οδηγεί στο σύνδρομο της κουτσής πάπιας, με αποτέλεσμα και πολλές πρωτοβουλίες να μην αναλαμβάνονται (για να μην δεσμεύσουν τον επόμενο πρόεδρο) και αρκετά θέματα να μεταθέτονται για το μέλλον. Η κρίσιμη εσωτερική και παγκόσμια συγκυρία μάλλον δεν επιτρέπει τέτοιες σκέψεις.
*Ο Κωνσταντίνος Φίλης είναι πολιτικός επιστήμονας και επικεφαλής του Κέντρου Ρωσίας, Ευρασίας και Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Follow on Twitter: @confilis