Η ειλημμένη πλέον απόφαση της νεόκοπης κυβέρνησης του Νίκου Αναστασιάδη να καταθέσει αίτηση για ένταξη της Κύπρου στον Συνεταιρισμό για την Ειρήνη, ο οποίος είναι, αλλά και ταυτόχρονα δεν είναι, προθάλαμος για ένταξη στο ΝΑΤΟ, πυροδότησε ξανά στην Κύπρο, κυρίως, αλλά και στην Ελλάδα μια συζήτηση που πάντοτε υπέβοσκε ως προς τη σχέση της Κύπρου (αλλά ακόμη και της Ελλάδας) με τους δυτικούς θεσμούς ασφάλειας, ο κυριότερος των οποίων είναι το ΝΑΤΟ.
Γνωρίζοντας οικογενειακά τον Λαρνακέα Νίκο Δημητρίου τον επισκέφθηκα στην πρεσβεία. Εκεί και σε δική μου ερώτηση γιατί η Κύπρος δεν παραχωρεί βάση στους Αμερικανούς μου διηγήθηκε την εξής αποκαλυπτική ιστορία. Στην διάρκεια της κρίσης του 1967, μου είπε, έφυγε εσπευσμένα από την Λάρνακα για το Προεδρικό. Εκεί μόλις αντίκρισε τον Μακάριο στο διάδρομο, ύψωσε τα χέρια και αναφώνησε με τρεμάμενη φωνή, «Μακάριε δως τους τα όλα, δώσε τους βάσεις, δώσε τους ό,τι θέλουν ώστε να σταματήσουν να μας απειλούν με πόλεμο». Τον ηρέμησε, τον έβαλε να καθίσει και αφού κατάλαβε γιατί αγωνιούσε, του απάντησε: «Νίκο, τους τα έχω δώσει όλα και επανειλημμένα, αλλά δεν τα θέλουν». Θυμάμαι επί λέξη την αφήγηση του αείμνηστου Νίκου Δημητρίου.
Γιατί πράγματι να «θέλουν» όλα όσα ο Μακάριος τους προσέφερε; Γιατί να τα «πάρουν» από την τότε κυβέρνηση Μακάριου και να δημιουργήσουν έτσι διμερείς και θεσμικές υποχρεώσεις έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας, αφού ήδη τα είχαν και τα ήλεγχαν όλα στην Κύπρο; Γιατί οι Αμερικανοί, ειδικά, να δεσμευτούν έναντι στον Μακάριο αφού αυτά που ήθελαν τα είχαν, όχι από το 1960 αλλά από το 1947!
Από τις αρχές του 1960 μέχρι και τις μέρες μας, υπάρχουν και λειτουργούν στην Κύπρο πέντε Νατοϊκοί στρατοί, νόμιμα και παράνομα. Υπάρχουν και οι βρετανικές βάσεις οι οποίες άλλοτε είναι εγγλέζικες και άλλοτε Νατοϊκές όπως αυτές βολεύουν το Λονδίνο και οι οποίες τις δεκαετίες του 1950 και 1960 είχαν και πυρηνικό οπλοστάσιο. Στην Κύπρο λειτουργούν, επίσης, ανοικτά και εν κρυπτώ κατασκοπευτικοί σταθμοί υψηλών προδιαγραφών και εμβέλειας.
Οι Νατοϊκοί στρατοί στην Κύπρο είναι οι γνωστοί μας των Εγγλέζων, των Ελλαδιτών και των Τούρκων. Βάσει της για χρόνια μυστικής συμφωνίας UKASA (ΗΠΑ, Καναδάς, Βρετανία, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία) οι Αμερικανοί εγκατέστησαν στην Κύπρο το 1947 (ενισχύοντας τους υφιστάμενους βρετανικούς) δικούς τους κατασκοπευτικούς σταθμούς παρακολούθησης. Δεκάδες χρόνια αργότερα θα πληροφορηθούμε ότι οι αμερικανικοί σταθμοί ήταν ο κρίκος της παγκόσμιας εμβέλειας κατασκοπευτικού δικτύου, του γνωστού Echelon.
Το Δυτικό αυτό σύστημα κατασκοπείας και παρακολούθησης θα λάβει στρατηγικές διαστάσεις από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, όταν οι Αμερικανοί θα εγκαταστήσουν στο Τρόοδος συστήματα παρακολούθησης πέρα του ορίζοντος (over the horizon) για την παρακολούθηση του σοβιετικού βαλλιστικού πυραυλικού προγράμματος. Λόγω των μοναδικών στον κόσμο γεωφυσικών συνθηκών της ιονόσφαιρας πάνω από την Κύπρο, τα συστήματα των Αμερικανών προσέφεραν, σε όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, αναντικατάστατες στρατηγικές πληροφορίες (real time strategic intelligence) στους Αμερικανούς και στο ΝΑΤΟ.
Επιπλέον από τα τέλη του 1960, οι Αμερικανοί άρχισαν να χρησιμοποιούν την βάση του Ακρωτηρίου για κατασκοπευτικές πτήσεις με τα γνωστά U-2 και SR-71. Οι πτήσεις αυτές «νομιμοποιήθηκαν» από την Κυπριακή κυβέρνηση μετά τον αραβο-ισραηλινό πόλεμο του 1973, όταν χρησιμοποιήθηκαν για την επαλήθευση των συμφωνιών για την κατάπαυση του πυρός.
Παράλληλα και ταυτόχρονα οι κατά τα άλλα βρετανικές βάσεις, χρησιμοποιούνταν για Νατοϊκές κατασκοπευτικές δραστηριότητες. Κραυγαλέα περίπτωση ήταν η χρήση του σταθμού παρακολούθησης στο Κάβο Γκρέκο. Εκεί Εγγλέζοι και Τούρκοι αξιωματούχοι, σε αγαστή συνεργασία με τον Νατοϊκό Στρατηγείο της Σμύρνης, παρακολουθούσαν την ευρύτερη Μέση Ανατολή και βέβαια το κυπριακό κράτος και την Εθνοφρουρά.
Τέλος έχουμε και τους Γάλλους οι οποίοι, εν γνώσει της Κυπριακής Κυβέρνησης, λειτουργούσαν και αυτοί κατασκοπευτικούς σταθμούς παρακολούθησης με κύριο επίκεντρο ενδιαφέροντός τους τον Αραβικό κόσμο.
Κοντολογίς στην Κύπρο, γινόταν και γίνεται, ας μου επιτραπεί η λαϊκή φράση «το έλα να δεις», έλα δηλαδή, ΝΑΤΟ, να δεις και να πράξεις ό,τι θες και ό,τι γουστάρεις χωρίς να έχεις κανένα κόστος ή θεσμική υποχρέωση έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας που φιλοξενεί όλες σου τις δραστηριότητες. Ούτε καν ενοίκιο δεν εισέπραττε η Κύπρος για όλα αυτά. Οι αχρείοι Βρετανοί σταμάτησαν αυθαίρετα από το 1965 να πληρώνουν για τη χρήση των υποδομών της Κυπριακής Δημοκρατίας για τη λειτουργία των βάσεών τους. Για να είμαι δίκαιος, οι Αμερικανοί πλήρωναν κάποιο ποσό για τις κατασκοπευτικές τους δραστηριότητες και πιστεύω, χωρίς να γνωρίζω, ότι το ίδιο πράττουν και οι Γάλλοι. Κάποια λεφτά μπαίνουν στα ταμεία του κράτους αλλά τίποτα άλλο.
Η λογική της απάντησης «δεν τα θέλουμε» προς τον Μακάριο, ισχύει και σήμερα όπως ίσχυε και τότε. Επιπλέον, σήμερα κυριαρχεί και ένας επιπρόσθετος λόγος που ίσχυε και τότε αλλά σήμερα γίνεται καθοριστικός. Βρετανία και Τουρκία είναι κάθετα αρνητικές στην όποια κυπριακή θεσμική σχέση με το ΝΑΤΟ, διότι οι μεν πρώτοι θα χάσουν το «μονοπώλιό» τους με τις εγγλέζικες –νατοϊκές τους βάσεις, οι δε δεύτεροι θα χάσουν πολύ περισσότερα σε πολιτικό επίπεδο στην αντιπαράθεση τους με την Κύπρο.
Ειδικά σε ό,τι αφορά στην Τουρκία, η δική μας πλευρά ξεχνά, δεν γνωρίζει ή δεν θέλει να γνωρίζει, ότι η Άγκυρα δεν ήθελε ποτέ να ενταχθεί η Κυπριακή Δημοκρατία στον οποιοδήποτε διεθνή οργανισμό, ούτε ακόμη και στον ΟΗΕ για τον απλό λόγο ότι η συμμετοχή της Κύπρου σε διεθνείς οργανισμούς και άλλους φορείς ενισχύει, εκ των πραγμάτων, την κρατική υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Κύπρος έγινε μέλος του ΟΗΕ παρά την αντίθεση της Άγκυρας. Ο Μακάριος αφού προσπάθησε και δεν έπεισε τον Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο Κιουτσούκ, που έθετε με οδηγίες της Άγκυρας veto για την συμμετοχή της Κύπρου στον ΟΗΕ, τον αγνόησε και ενέταξε την Κύπρο στον κατεξοχήν διεθνή οργανισμό. Και όλοι γνωρίζουμε το «ζόρι» της Άγκυρας, τις απειλές της, τα νηπιακά της ξεσπάσματα πριν ενταχθεί η Κύπρος στην ΕΕ και τώρα που είναι μέλος της.
Είναι συνεπώς τελείως εξωπραγματικό εάν πίσω από την απόφαση της κυβέρνησης Αναστασιάδη για συμμετοχή στον Συνεταιρισμό για την Ειρήνη να βρίσκεται η λογική «δώστε τα όλα», κατευνάστε τους δυτικούς και θα πάρετε πολιτικά αντάλλαγμα στο Κυπριακό. Κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να γίνει και η ιστορία του Κυπριακού αποτελεί περίτρανη περί τούτου απόδειξη.
Η λογική της κίνησης Αναστασιάδη πρέπει να είναι άλλη. Πρέπει να αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρατικής οντότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πρέπει να υποδηλώνει τη βούληση της Κυπριακής Δημοκρατίας να διεκδικήσει το ρόλο της ως υποκείμενο και όχι ως αντικείμενο της διεθνούς πολιτικής. Πρέπει να υποδηλώνει τη βούλησή της να εισπράξει «τελωνείο» για τη χρήση της γεωστρατηγικής της επικράτειας και όχι να αφήνει άλλους να το εισπράττουν και, επιπρόσθετα, με τις συμπεριφορές τους να παράγουν ανασφάλεια στην Κύπρο και τον λαό της.
Κοντολογίς, στο ζήτημα αυτό όπως και σε άλλα συναφή ο Νίκος Αναστασιάδης δεν πρέπει να ακολουθήσει τη λογική του μέντορά του, του Γλαύκου Κληρίδη, με την περίπτωση των πυραύλων S-300. Να φέρουμε δηλαδή τους S-300, όχι για να αμυνθούμε κατά εξωτερικών επιβουλών αλλά για να δημιουργήσουμε μια κρίση στη Νατοϊκή συμμαχία, ώστε η τελευταία να «ταρακουνηθεί» και κατά κάποιο τρόπο που δεν διευκρινίζεται να λειτουργήσει εξυπηρετώντας μας. Κινήσεις στη βάση της λογικής αυτής καταλήγουν, συνήθως, και ως μπούμερανγκ, όπως ακριβώς συνέβη με τους S-300.
Η Κυπριακή Δημοκρατία δεν είναι κράτος υπό την αίρεση κάποιων, υπό προθεσμία και δεν πρέπει να δημιουργεί μια τέτοια εντύπωση με τις αποφάσεις του. Είναι αυτόνομο και αυτεξούσιο κράτος, παίκτης στο διακρατικό σύστημα και οι αποφάσεις που λαμβάνει και υλοποιεί πρέπει να διέπονται από τη λογική αυτή και μόνο.
Υ.Γ. Από το 1967 σε όλες τις πολεμικές κρίσεις στην περιοχή, τα εδάφη της Κύπρου και ο εναέριός της χώρος χρησιμοποιήθηκαν κατά το δοκούν από τους Δυτικούς και τους σύμμαχούς τους, εν αγνοία της Λευκωσίας και χωρίς η τελευταία να αποκομίζει το οποιοδήποτε όφελος. Οι πιο πρόσφατες κρίσεις είναι αυτές της ανατροπής του Καντάφι και η συνεχιζόμενη για την ανατροπή του Άσσαντ. Άλλες περιπτώσεις είναι οι πόλεμοι στον Περσικό Κόλπο (2003,1991), οι αμερικανικοί βομβαρδισμοί κατά της Λιβύης το 1986, ο πόλεμος του 1973 και του 1967, όπου οι Ισραηλινοί χρησιμοποίησαν τον εναέριο χώρο της Κύπρου για να αιφνιδιάσουν την Αίγυπτο και να καταστρέψουν την πολεμική της αεροπορία. Μόνο στην περίπτωση του 1973 ζητήθηκε επίσημα η συναίνεση της Κύπρου για να χρησιμοποιηθεί το Ακρωτήρι από τα αμερικάνικά κατασκοπευτικά SR-71 για να ελέγχεται η κατάπαυση του πυρός στο αραβο-ισραηλινό μέτωπο. Υπάρχει βέβαια και η κρίση στο Λίβανο του 1982-83 όπου η Κύπρος προσέφερε αναντικατάστατη βοήθεια προς τους Αμερικανούς που είχαν χάσει 242 πεζοναύτες σε τρομοκρατική επίθεση στο αεροδρόμιο της Βυρηττού και όταν χαρακτηριστικά η Τουρκία αρνήθηκε επιδεικτικά να συνδράμει τους Αμερικανούς μέσω της αμερικανο-νατοϊκής βάσης του Ίντζιρλικ.
* Ο Μάριος Ευρυβιάδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο