Τα τελευταία στοιχεία του Ευρωβαρόμετρου
εμφανίζουν ξεκάθαρα αυτό που υπαινίσσονται ένα προς ένα τα αποτελέσματα
των εκλογών: ότι οι Ευρωπαίοι, έχοντας πληγεί από την κρίση, έχουν
χάσει την εμπιστοσύνη τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αφού σωθεί το ευρώ, θα
πρέπει να διασώσουμε τη νομιμότητα της ΕΕ, και πριν από τις εκλογές του
2014.
Για να σωθεί, το ευρώ χρειάζεται δύο
πράγματα: μια ξεκάθαρη πολιτική απόφαση που θα θέσει τέλος στις φήμες
για το μέλλον του και ένα χρηματοδοτικό εργαλείο που θα καταστήσει αυτή
την υπόσχεση αξιόπιστη. Το 2013, μετά από χρόνια δισταγμών, γκαφών και
λαθών, οι Ευρωπαίοι ηγέτες έκαναν και τα δύο αυτά πράγματα. Το ευρώ έχει
ξεφύγει από το χείλος του γκρεμού και βρίσκεται σε μια σταθερή πορεία
που ήταν κάτι άγνωστο τα τελευταία χρόνια.
Οι πολύ περιορισμένες αντιδράσεις από το
μετεκλογικό χάος» στην Ιταλία, είναι απόδειξη για τη δύναμη που έχει
κερδίσει το ευρώ, τουλάχιστον προσωρινά. Κοιτώντας λίγο πίσω, το σοκ που
επέφερε τον Οκτώβριο του 2011 η απόφαση του Γιώργου Παπανδρέου να
ζητήσει δημοψήφισμα για να επικυρωθούν ή να απορριφθούν τα μέτρα
προσαρμογής που υπαγορεύτηκαν από την τρόικα, έστειλε κάποιους δείκτες
αβεβαιότητας που χειρίζονται κάποιοι οικονομικοί αναλυτές σε επίπεδα
υψηλότερα από αυτά που ακολούθησαν τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου
στις ΗΠΑ. Η Ιταλία, χωρίς καμιά αμφιβολία, είναι σε ένα χάος. Το ευρώ
ωστόσο, κρατιέται καλά, για την ώρα τουλάχιστον.
Ενώ αποδεικνύουν την ισχύ του ευρώ, τα
αποτελέσματα στην Ιταλία υπογραμμίζουν την πολιτική αδυναμία της Ευρώπης
και σηματοδοτούν μια κρίση νομιμότητας που γίνεται όλο και πιο εμφανής,
και ακόμη και πιο επικίνδυνη, από εκλογές σε εκλογές. Τα στοιχεία της
δημοσκόπησης του ευρωβαρόμετρου, την οποία η Κομισιόν διεξάγει δύο φορές
το χρόνο, αποδεικνύουν ξεκάθαρα πόσο πολύ η κρίση έχει πλήξει την
εμπιστοσύνη των πολιτών στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Θεαματική συντριβή
Σε χώρες όπως η Ισπανία, η «καθαρή» εμπιστοσύνη στην ΕΕ (ένα μέτρο που αφαιρεί το ποσοστό των αμφισβητιών από το ποσοστό των πιστών), ήταν το 2007, προτού αρχίσει η κρίση, στις 42 μονάδες (65% των ερωτηθέντων είχε εμπιστοσύνη μείον το 23% που δεν είχε). Σήμερα ωστόσο, αυτό έχει γυρίσει ανάποδα, σε μια καθαρή δυσπιστία 52 μονάδων (το 72% εκφράζει δυσπιστία, ενώ το 20% έχει ακόμη εμπιστοσύνη). Πρόκειται για μια θεαματική συντριβή.
Σε χώρες όπως η Ισπανία, η «καθαρή» εμπιστοσύνη στην ΕΕ (ένα μέτρο που αφαιρεί το ποσοστό των αμφισβητιών από το ποσοστό των πιστών), ήταν το 2007, προτού αρχίσει η κρίση, στις 42 μονάδες (65% των ερωτηθέντων είχε εμπιστοσύνη μείον το 23% που δεν είχε). Σήμερα ωστόσο, αυτό έχει γυρίσει ανάποδα, σε μια καθαρή δυσπιστία 52 μονάδων (το 72% εκφράζει δυσπιστία, ενώ το 20% έχει ακόμη εμπιστοσύνη). Πρόκειται για μια θεαματική συντριβή.
Αυτή η διαφορά, θα πρέπει να μας κάνει
να αντιδράσουμε, ιδιαίτερα σε μια παραδοσιακά φιλοευρωπαϊκή χώρα όπως η
Ισπανία. Στην Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία, και την Κύπρο, η ΕΕ
αντιμετωπίζεται με καχυποψία, στο ίδιο επίπεδο με αυτό που βλέπουμε στην
Ισπανία. Είναι σημαντικό ωστόσο ότι το άλμα της δυσπιστίας στην ΕΕ
λαμβάνει χώρα όχι μόνο στις χρεωμένες χώρες, αλλά και στις πιστώτριες
χώρες, ή σε αυτές που είναι σε καλύτερη οικονομική κατάσταση. Οι
άνθρωποι στη Γερμανία, την Αυστρία, τη Γαλλία, την Ολλανδία και τη
Φινλανδία, έχουν επίσης χάσει την εμπιστοσύνη τους στην ΕΕ. Σαφώς, η
δυσπιστία δεν κατευθύνεται μόνο στην ΕΕ, αλλά και σε άλλες χώρες της ΕΕ
και στους πολίτες τους. Όπως έχουν τα πράγματα, φαίνεται ότι όλοι
βγαίνουν χαμένοι.
Αυτό που έχουμε μπροστά μας, είναι ένα
σοβαρό πρόβλημα νομιμότητας. Στην Ευρώπη, όπου η συλλογική ταυτότητα, οι
κοινές αξίες και οι δημοκρατικές διαδικασίες είναι ακόμη πάρα πολύ στα
σπάργανά τους, η νομιμότητα έχει έρθει κυρίως από τις οικονομικές
επιδόσεις: η υψηλότερη οικονομική ανάπτυξη οδήγησε σε μεγαλύτερη στήριξη
των πολιτών για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και το αντίστροφο. Αυτό
σημαίνει ότι τα αποθέματα νομιμότητας, που σχεδόν αποκλειστικά
σχετίζονται με την οικονομική ανάπτυξη, είναι αδύναμα και τείνουν να
αποστραγγίζονται γρήγορα σε μια κρίση.
Συνυφασμένη δυσαρέσκεια και δυσπιστία
Αυτό είναι αυτό που ζούμε τώρα. Από τη μία πλευρά, αν και οι πολιτικές λιτότητας μπορεί να επιτυγχάνουν στον έλεγχο των ελλειμμάτων (αν και όχι στη μείωση του χρέους), δεν παράγουν ούτε θέσεις εργασίας ούτε ανάπτυξη, και επομένως δεν κατορθώνουν να έχουν στήριξη από την κοινή γνώμη, που είναι απαραίτητη για να συντηρηθούν. Αυτό που είναι χειρότερο, είναι ότι το να υποχρεώνονται οι κυβερνήσεις συστηματικά να παραβιάζουν τις προεκλογικές τους υποσχέσεις και να προχωρούν με τις ίδιες πολιτικές ανεξαρτήτως των πολιτικών αποχρώσεων, επίσης υπονομεύει τη νομιμότητα των εθνικών πολιτικών θεσμών. Όπως προκύπτει από τις χώρες που υπάρχει παρέμβαση, τα πολιτικά συστήματα είτε εξασθενούν (όπως στην Ισπανία και την Πορτογαλία), είτε καταρρέουν (όπως στην Ελλάδα και την Ιταλία). Από την άλλη πλευρά, η κυρίαρχη διάθεση στις πιστώτριες χώρες, όπου επίσης δεν υπάρχει οικονομική ανάπτυξη, είναι ότι οι χώρες του Νότου είναι ένα βαρύ φορτίο, που τους τρώει τους περιορισμένους πόρους τους και συμπαρασύρει και τη δική τους πρόοδο.
Αυτό είναι αυτό που ζούμε τώρα. Από τη μία πλευρά, αν και οι πολιτικές λιτότητας μπορεί να επιτυγχάνουν στον έλεγχο των ελλειμμάτων (αν και όχι στη μείωση του χρέους), δεν παράγουν ούτε θέσεις εργασίας ούτε ανάπτυξη, και επομένως δεν κατορθώνουν να έχουν στήριξη από την κοινή γνώμη, που είναι απαραίτητη για να συντηρηθούν. Αυτό που είναι χειρότερο, είναι ότι το να υποχρεώνονται οι κυβερνήσεις συστηματικά να παραβιάζουν τις προεκλογικές τους υποσχέσεις και να προχωρούν με τις ίδιες πολιτικές ανεξαρτήτως των πολιτικών αποχρώσεων, επίσης υπονομεύει τη νομιμότητα των εθνικών πολιτικών θεσμών. Όπως προκύπτει από τις χώρες που υπάρχει παρέμβαση, τα πολιτικά συστήματα είτε εξασθενούν (όπως στην Ισπανία και την Πορτογαλία), είτε καταρρέουν (όπως στην Ελλάδα και την Ιταλία). Από την άλλη πλευρά, η κυρίαρχη διάθεση στις πιστώτριες χώρες, όπου επίσης δεν υπάρχει οικονομική ανάπτυξη, είναι ότι οι χώρες του Νότου είναι ένα βαρύ φορτίο, που τους τρώει τους περιορισμένους πόρους τους και συμπαρασύρει και τη δική τους πρόοδο.
Είναι τόσο συνυφασμένη και με την
παρούσα δυσαρέσκεια και δυσπιστία, η οποία επιδεινώθηκε τόσο απότομα,
που η ΕΕ θα πρέπει να προωθήσει μια απαραίτητη πολιτική και οικονομική
ολοκλήρωση. Το ευρώ έχει σωθεί, αλλά δεν θα επιβιώσει μακροπρόθεσμα
χωρίς μια τραπεζική ένωση που περιλαμβάνει μηχανισμούς επίλυσης κρίσεων
και πανευρωπαϊκή ασφάλεια των καταθέσεων. Ούτε θα επιβιώσει χωρίς έναν
προϋπολογισμό που να αξίζει το όνομά του, αμοιβαιοποίηση του χρέους και
έναν πολύ πιο αποτελεσματικό συντονισμό των οικονομικών πολιτικών.
Αλλά αυτές οι αποφάσεις απαιτούν ακριβώς
αυτό που λείπει σήμερα από την Ευρώπη: εμπιστοσύνη στην ΕΕ και αμοιβαία
εμπιστοσύνη. Για να καταστεί η Ευρώπη λειτουργική, οι πολίτες της, από
το βορρά και το νότο, από τις χρεωμένες και τις πιστώτριες χώρες, από το
κέντρο και την περιφέρεια, πρέπει να είναι πρόθυμοι να παρέχουν στους
ευρωπαϊκούς οργανισμούς τα κατάλληλα χρηματοοικονομικά εργαλεία και την
ίδια στιγμή τους κυβερνητικούς οργανισμούς που είναι και
αποτελεσματικοί, και έχουν και δημοκρατική νομιμότητα. Αλλά για να
στηρίξουν οι φόροι ενός Γερμανού έναν Ισπανού, και οι φόροι του Ισπανού
να εγγυηθούν τις αποταμιεύσεις ενός Έλληνα ή ενός Πορτογάλου,
χρειαζόμαστε μια εμπιστοσύνη στην Ευρώπη που απουσιάζει σήμερα.
Τον Ιούνιο του 2014, μέσα σε μόλις ένα
χρόνο, οι Ευρωπαίοι πολίτες θα κληθούν στις κάλπες. Εάν η εμπιστοσύνη
των πολιτών στην ΕΕ δεν αποκατασταθεί μέχρι τότε, ίσως να βρεθούμε σε
μια δυσάρεστη έκπληξη. Η διάσωση του ευρώ ήταν απαραίτητη. Αλλά το ευρώ
είναι ένα μέσο, όχι ο σκοπός. Ο σκοπός είναι οι πολίτες: το ευρώ χωρίς
αυτούς δεν έχει και πολύ νόημα.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε αρχικά στην El Pais και στο capital
Μπορείτε να διαβάσετε το κείμενο εδώ: ecfr.eu