Πολιτικό σεισμό στην Ιταλία και τσουνάμι
σε ολόκληρη την ευρωζώνη προκάλεσε το αποτέλεσμα των βουλευτικών
εκλογών της περασμένης Κυριακής και Δευτέρας. Και μόνο το γεγονός ότι
άνω του 55% των πολιτών υπερψήφισε κόμματα που κατέβηκαν στις εκλογές με
συνθήματα εναντίον της «γερμανικής Ευρώπης» και του ευρώ αποτελεί
πραγματικό κόλαφο για τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο. Πολύ περισσότερο,
που το ράπισμα προέρχεται όχι από κάποια μικρή και αδύναμη χώρα της
ιμπεριαλιστικής περιφέρειας, αλλά από μια ισχυρή, βιομηχανική χώρα του πυρήνα, μέλος του G7 και ιδρυτικό μέλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ο καταστατικός χάρτης των οποίων, άλλωστε, ονομάστηκε «Συνθήκη της Ρώμης». Μια χώρα που αντιπροσωπεύει την τρίτη οικονομία της ευρωζώνης και η οποία, όπως έγραψαν οι New York Times, είναι «πολύ μεγάλη για να χρεοκοπήσει, αλλά και πολύ μεγάλη για να διασωθεί».
Το πιο
εντυπωσιακό, αν και υποτιμημένο από τα αστικά μέσα ενημέρωσης, στοιχείο
της αναμέτρησης ήταν η συντριβή του μέχρι χθες πρωθυπουργού, Μάριο Μόντι, εκλεκτού της Γερμανίας και των διεθνών χρηματαγορών. Πρώην σύμβουλος της Goldman Sachs και της Coca Cola,
άνθρωπος της διεθνούς τοκογλυφίας, ο Ιταλός «Παπαδήμος» δεν είχε
εκλεγεί ποτέ στη ζωή του σε δημόσιο αξίωμα μέχρι τη στιγμή που
διορίστηκε στη θέση του πρωθυπουργού μετά τη σχεδόν πραξικοπηματική
εκπαραθύρωση του Μπερλουσκόνι από τη Μέρκελ και τους εσωτερικούς της συμμάχους, το Νοέμβριο του 2011. Αυτό το ελαττωματάκι προφανώς αντισταθμιζόταν με το παραπάνω από την ιδιότητά του ως στελέχους της Λέσχης Μπίλντερμπεργκ και της Τριμερούς, επιτελικών think tank του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού,
όπου συναγελάζονται πολιτικοί, ολιγάρχες και διανοούμενοι με ειδίκευση
στην καταγγελία των... «θεωριών συνωμοσίας»! Όχι απροσδόκητα, οι
ναυαρχίδες του αστικού Τύπου, στην Ιταλία και στην Ευρώπη- εκείνοι που
καυτηριάζουν ως ολέθριο «λαϊκισμό» κάθε φωνή εναντίον της λιτότητας και
του ευρώ- δεν βρήκαν τίποτα το μεμπτό και «λαϊκίστικο» στη συνεργασία του Μόντι με τον... Τζιανφράνκο Φίνι, πρώην ηγέτη του... Μουσολινικού «Ιταλικού Κοινωνιστικού Κινήματος»!
Προεκλογικά, το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel δεν έκρυβε το θαυμασμό του για τον Μόντι, τον «Ιταλό Πρώσο»,
όπως χαρακτηριστικά τον αποκάλεσε σε τίτλο αναλυτικού ρεπορτάζ,
εκθειάζοντας τα ωμά αντιλαϊκά μέτρα επί πρωθυπουργίας του- Δρακόντειες
περικοπές κρατικών δαπανών, φορολογική επιδρομή στους μισθωτούς και τους
μικροϊδιοκτήτες, ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων. Την περασμένη
Τρίτη, το ίδιο περιοδικό είχε κατεβάσει μαύρες πλερέζες για το γεγονός
ότι ο συνασπισμός του Μόντι ήρθε... τέταρτος και καταϊδρωμένος, με
ποσοστό μόλις 10% στη Βουλή και 9% στη Γερουσία. Οι συντάκτες του Der Spiegel
έτριβαν τα μάτια τους: «Είχε ισχυρότατους υποστηρικτές, όπως η Καθολική
Εκκλησία, οι κορυφές του ιταλικού, επιχειρηματικού κόσμου, ξένοι ηγέτες
και, πάνω απ' όλα, οι Βρυξέλλες και το Βερολίνο. Αλλά απέτυχε να εξασφαλίσει σημαντική υποστήριξη από το εκλογικό σώμα». Ού να χαθείς Αστραχάν, για γκανιάν σε παίζαμε, μουλάρι μας βγήκες, όπως θα έλεγε και ο Βέγγος.
Ψυχρολουσία, έστω και πιο υποφερτή, ήταν το εκλογικό αποτέλεσμα και για τον κεντροαριστερό συνασπισμό του Πιερλουίτζι Μπερσάνι,
τον οποίο η Μέρκελ και οι σύμμαχοί της εύχονταν να σχηματίσει κυβέρνηση
συνασπισμού «για την προώθηση των μεταρρυθμίσεων» από κοινού με τον
Μόντι. Στην αρχή της προεκλογικής περιόδου, οι δημοσκοπήσεις έφερναν τον
Μπερσάνι- πρώην κομουνιστή, που ακολούθησε το ιστορικό κόμμα του Γκράμσι και του Τολιάτι στον ακραίο εκφυλισμό του σε «Δημοκρατικό Κόμμα», κατά τα πρότυπα της Αμερικής- να εξασφαλίζει συντριπτική νίκη, με άνω του 10% διαφορά έναντι του δεύτερου. Τελικά, ο Μπερσάνι γλίτωσε από του Χάρου τα δόντια παρά τρίχα, αφού υπερίσχυσε του Μπερλουσκόνι με διαφορά μόλις... 0,3% στη Βουλή και 0,9% στη Γερουσία. Άξια ανταμοιβή για έναν «αριστερό» πολιτικό, ο οποίος, στην τελική ευθεία της προεκλογικής περιόδου, υποσχόταν στους ψηφοφόρους ότι «θα συνεχίσουμε τις πολιτικές λιτότητας για να θέσουμε υπό έλεγχο το δημόσιο χρέος», προσθέτοντας ότι θα προσέθετε σε αυτές τις πολιτικές «λίγο περισσότερη ισότητα και περισσότερες θέσεις εργασίας».
Αντίθετα, ο Μπερλουσκόνι,
ενώ μέχρι την έναρξη της προεκλογικής περιόδου εθεωρείτο σχεδόν από
τους πάντες πολιτικό πτώμα, λόγω των οικονομικών αδιεξόδων, των
σεξουαλικών και οικονομικών σκανδάλων που σημάδεψαν την πρωθυπουργία
του, πραγματοποίησε μια θεαματική νεκρανάσταση και λίγο έλειψε να
κερδίσει τις εκλογές. Ατύχησε, όμως, γιατί το σχεδόν... μαφιόζικα πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα έδωσε στον Μπερσάνι απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή- 340 έδρες σε σύνολο 630- έστω κι αν κέρδισε μόλις το 29,5%
των ψήφων, μόλις ένα τρίτο της μονάδας πάνω από τον Μπερλουσκόνι.
Παρόλα αυτά, το φάντασμα της «ακυβερνησίας» πλανιέται πάνω από την
Ιταλία, καθώς οι Μπερσάνι- Μόντι δεν εξασφάλισαν τον έλεγχο της Γερουσίας, πράγμα που δίνει εκ των πραγμάτων στον «ανεπιθύμητο» Μπερλουσκόνι δικαίωμα βέτο πάνω στο σχηματισμό κυβέρνησης.
Φυσικά,
ένας αριστερός άνθρωπος δεν έχει κανένα λόγο να χαίρεται για την
επιστροφή ενός πολιτικού ζόμπι, φορτωμένου με τόσο αντικομουνισμό,
σεξισμό και ταξική μισαλλοδοξία εναντίον των συνδικάτων όσο ο μεγιστάνας
των ιταλικών μίντια- μια επιτομή της ιδιωτικοποίησης και του εκχυδαϊσμού της πολιτικής.
Ωστόσο, οι τελευταίοι που δικαιούνται να τον επιτιμούν είναι εκείνοι
που προκάλεσαν τη νεκρανάστασή του. Γιατί ο Μπερλουσκόνι δεν ανέκαμψε
μόνο ή κυρίως λόγω των επικοινωνιακών του επιδόσεων και της επιρροής του
στα μίντια, όπως επιμένει η δημοσιογραφία του αφρού. Κατάφερε να βγει
από τη ζώνη του πολιτικού λυκόφωτος γιατί εμφανίστηκε σαν αντι- Μόντι και αντι- Μέρκελ, αντι- λιτότητα και αντι- ευρώ.
Συσπείρωσε κυρίως μικροαστικά στρώματα, υποσχόμενος ότι θα καταργήσει
το φόρο κατοικίας και θα τους επιστρέψει τα χρήματα που έχουν καταβάλει.
Επιπλέον, έθεσε θέμα εξόδου της Ιταλίας από το ευρώ, αν δεν αλλάξει
πολιτική η Γερμανία, κλείνοντας το μάτι στην Αμερική, τη Βρετανία ή και τη Ρωσία του Πούτιν, με τον οποίο διατηρεί άριστες σχέσεις.
Με άλλα λόγια, η ανθεκτικότητα του Μπερλουσκόνι οφείλεται πρωτίστως στο βαθύ διχασμό της ιταλικής,
μεγαλοαστικής τάξης, μέρος της οποίας θίγεται άμεσα από το ευρώ,
αισθάνεται να υποβαθμίζεται στον παγκόσμιο, καπιταλιστικό καταμερισμό
εργασίας και «εξεγείρεται» εναντίον της γερμανικής Ευρώπης, ανιχνεύοντας
εναλλακτικές συμμαχίες με άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Κάτι που
συμμερίζεται μέρος της ολιγαρχίας μιας ισχυρής χώρας, που παρά την κρίση
διατήρησε τον βιομηχανικό της κορμό, σε προφανή αντίθεση με την εξουθενωμένη Ελλάδα, όπου οι ρωγμές στο αστικό στρατόπεδο απέχουν πάρα πολύ από το να γίνουν ρήγματα.
Αν ο Μπερλουσκόνι εξέφρασε κυρίως την εκλογική «εξέγερση» των μικροϊδιοκτητών, το «Κίνημα Πέντε Αστέρων» του Μπέπε Γκρίλο
εκτοξεύθηκε στα ουράνια απηχώντας την οργή κυρίως των μισθωτών και της
νεολαίας. Ο δημοφιλής κωμικός, ένα είδος Τζίμη Πανούση της Ιταλίας,
κατέβηκε για πρώτη φορά στον πολιτικό στίβο το 2010, συγκεντρώνοντας το 1.8% των ψήφων, για να φτάσει μέσα σε λιγότερο από τρία χρόνια στο... 25,5%! Όποιοι μιλούν επιπόλαια για «καραγκιόζηδες πολιτικούς» και «αποχαυνωμένους ψηφοφόρους» κοιτάζουν το δάχτυλο που δείχνει το φεγγάρι: Όταν ένα νεανικό πλήθος 100.000 ανθρώπων κατακλύζει τη Ρώμη για να ακούσει τον Γκρίλο να ζητάει έξοδο από το ευρώ, τερματισμό της λιτότητας και άμεση δημοκρατία, τότε κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας.
Δυστυχώς,
οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς αποδείχθηκαν ανίκανες να
εκφράσουν, έστω και μειοψηφικά, αυτό το ευρύτατο, ορμητικό ρεύμα της
λαϊκής δυσαρέσκειας. Η «Επανάσταση των Πολιτών», με πυρήνα την Κομμουνιστική Επανίδρυση, περιορίστηκε στο 2,3%
(στο παρελθόν είχε ξεπεράσει το 8,5%) μένοντας έξω και από τη Βουλή και
από τη Γερουσία. Ο πολιτικός καιροσκοπισμός της Επανίδρυσης, που είχε
εκδηλωθεί ανάγλυφα με τη συμμετοχή της στην αστική κυβέρνηση Πρόντι, το 1998 με τίμημα τη διάσπασή της,
εξελίχθηκε σε ανίατη ασθένεια, όπως έδειξε η εκλογική της συμμαχία, σ'
αυτές τις εκλογές, με τον δικαστή ντι Πιέτρο, «ήρωα» της αστικής,
δικαστικής Μαφίας στην πολύκροτη υπόθεση «Καθαρά Χέρια». Άλλωστε, Νίκι Βέντολα, πρώην ηγετικό στέλεχος της Επανίδρυσης, ήταν σ' αυτές τις εκλογές επικεφαλής ελάσσονος «συνιστώσας» του κεντροαριστερού Μπερσάνι. Άλλη μια φορά, τα κομουνιστικά σύμβολα από μόνα τους δεν προσφέρουν καμία εγγύηση ριζοσπαστισμού όταν παραμένουν ακίνδυνα «εικονίσματα» και δεν νοηματοδοτούν μια πραγματικά επαναστατική γραμμή μαζών.
*Δημοσιεύθηκε στο «Πρίν» την Κυριακή 3 Μαρτίου 2013