Πίσω από μία «οχυρωματική» γραμμή,
που όμως παρουσιάζει κενά, προσπαθεί η ελληνική κυβέρνηση να χτίσει τη
στρατηγική της ενόψει του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας
Ελλάδας-Τουρκίας στις 5 Μαρτίου και της συνάντησης του πρωθυπουργού
Αντώνη Σαμαρά και του Τούρκου ομολόγου του, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στην
Κωνσταντινούπολη.
Η κίνηση, της περασμένης Πέμπτης, του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών να ενημερώσει τα Ηνωμένα Εθνη για το γεγονός ότι η Τουρκία στις 27 Απριλίου 2012 εξουσιοδότησε την κρατική εταιρεία υδρογονανθράκων της χώρας, την ΤΡΑΟ, να προχωρήσει σε έρευνες για τον εντοπισμό πιθανών κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου σε περιοχές που εντάσσονται εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, νοτιοανατολικά της Ρόδου και του Καστελόριζου, έχει εγείρει ερωτηματικά. Οπως σημειώνουν διπλωματικές πηγές, εκτός του ότι η κίνηση αυτή αποτελεί τον ηπιότερο τρόπο αντίδρασης στην πιο άμεση «ακύρωση» των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο από την Τουρκία, για την αντίδραση αυτή χρειάστηκε να μεσολαβήσουν πάνω από 6 μήνες.
Και το ερώτημα που προς το παρόν παραμένει αναπάντητο είναι γιατί επελέξε αυτή τη χρονική συγκυρία η κυβέρνηση.
Λέγεται πως, σε διπλωματικούς κύκλους του υπουργείου Εξωτερικών, η πίεση που δέχεται η κυβέρνηση για το ζήτημα της ανακήρυξης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης το τελευταίο διάστημα και ο δημόσιος διάλογος που ανακυκλώνει το θέμα αυτό υπήρξαν η αφορμές για να δοθεί τώρα η εντολή στο υπουργείο Εξωτερικών να προχωρήσει στην έκδοση ρηματικής διακοίνωσης προς τον ΟΗΕ.
Οι απορίες ωστόσο που διατυπώνονται αφορούν και τη «φιλοσοφία» που κρύβεται πίσω από αυτή την επιλογή.
Η Τουρκία, όπως ήταν αναμενόμενο, αντέδρασε ταχύτατα, δηλώνοντας πως και εκείνη με τη σειρά της θα απευθυνθεί στον ΟΗΕ για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων της και πως οι περιοχές για τις οποίες η Ελλάδα κάνει λόγο βρίσκονται αναμφισβήτητα εντός της δικής της δικαιοδοσίας. Η τουρκική πλευρά όμως φαίνεται πως δεν «ξαφνιάστηκε» από αυτή την ελληνική πρωτοβουλία.
Ερωτηθείς από δημοσιογράφους ο υπουργός Εξωτερικών, Δημήτρης Αβραμόπουλος, στη Νέα Υόρκη, για το εάν είχε ενημερώσει σχετικά με την πρόθεση της Αθήνας να αποστείλει στον ΟΗΕ ρηματική διακοίνωση τον Τούρκο ομόλογό του, Αχμέτ Νταβούτογλου, κατά την πρόσφατη συνάντησή τους στην Κωνσταντινούπολη, απέφυγε να απαντήσει, διατυπώνοντας μία ασαφή απάντηση.
Το μείζον ζήτημα όμως είναι το εάν η κυβέρνηση είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει κάθε πιθανή αντίδραση της Αγκυρας.
Με την κατάθεση της ρηματικής διακοίνωσης, η ελληνική πλευρά υποστηρίζει ότι έχει στείλει για την προάσπιση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων τελεσίγραφο στην Τουρκία.
Στην περίπτωση όμως κλιμάκωσης της προκλητικότητας της Αγκυρας το αμέσως επόμενο διάστημα, η Ελλάδα θα είναι σε θέση να απαντήσει αναλόγως στην Τουρκία;
Οι πιο «σκληροί» επικριτές των τελευταίων χειρισμών ανάμεσα στους διπλωματικούς κύκλους αναφέρουν πως ο Αντώνης Σαμαράς κινείται δίχως σχεδιασμό, ενθαρρυμένος από τη στήριξη που φάνηκε πως θα του παράσχει η Γαλλία και ο ίδιος ο πρόεδρός της, Φρανσουά Ολάντ.
Διπλωματικές πηγές πάντως σημειώνουν πως όλα γίνονται με σκοπό να δρομολογηθούν οι «εργασίες» στο πλαίσιο του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας για να ανοίξει ο δρόμος για τη Χάγη και να ξεκινήσει ο διάλογος σε νέα βάση ανάμεσα σε Αθήνα και Αγκυρα για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, ενώ παλαιότερες προτάσεις Αμερικανών αξιωματούχων που προέτρεπαν την Αθήνα να εξετάσει το ενδεχόμενο της συνεκμετάλλευσης με την Τουρκία των φυσικών πόρων του Αιγαίου επανέρχονται στο προσκήνιο.