05 Δεκεμβρίου 2016

Μαθήματα Ιστορίας



Σήμερα οι ψηφοφόροι της Ιταλίας δεν καλούνται μόνο να αποφασίσουν την τύχη του πρωθυπουργού της χώρας, Ματέο Ρέντσι, αλλά να επιλέξουν είτε μια παραμονή υψηλού έως συνθλιπτικού κοινωνικού κόστους στη γερμανική Ευρωζώνη είτε τα αχαρτογράφητα σκοτεινά νερά της εθνικής αναδίπλωσης και περιχαράκωσης. Δεν είναι η πρώτη φορά που η Ιταλία μετά τη συγκρότησή της ως ενιαίου κράτους το 1870 διαπιστώνει ότι αδυνατεί να διαχειριστεί τις στρατηγικές επιλογές της στους ευρωπαϊκούς συσχετισμούς και πιέζεται να τις ανατρέψει. Για την ακρίβεια είναι η τρίτη φορά που η χώρα κλυδωνίζεται δίχως υπερβολή υπαρξιακά;Λίγο μετά το 1880 η Ιταλία με δεδομένη την ένταξη του Βορρά στον διευρυμένο χώρο της γερμανικής οικονομίας συμμάχησε με τη Γερμανία του Μπίσμαρκ και την Αυστροουγγαρία των Αψβούργων στην τριπλή συμμαχία. Οταν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος η οικονομική ελίτ του Βορρά όχι μόνο δεν μπόρεσε να επιβάλει στην υπόλοιπη χώρα το κόστος της πρόσδεσής της στη Γερμανία, αλλά ούτε καν να αποτρέψει το 1915 την εμπλοκή της Ρώμης στο αντίπαλο στρατόπεδο την «Εγκάρδια Συνεννόηση» Γαλλίας, Βρετανίας Ρωσίας.

Παρόμοιο σκηνικό και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με την Ιταλία ήσσονα εταίρο της Γερμανίας στον άξονα Βερολίνου-Ρώμης μέχρι τα μέσα του 1943, όταν καταγράφεται για δεύτερη φορά ανατροπή συμμαχιών, με τη Ρώμη να τάσσεται στο πλευρό των ΗΠΑ και της Βρετανίας. Σήμερα η Ιταλία, η τρίτη οικονομία της Ευρωζώνης, ιδρυτικό μέλος της ΕΟΚ των έξι το 1957, με ή χωρίς τον Ρέντσι έχει φτάσει στα όρια των αντοχών της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας, της φερεγγυότητας του τραπεζικού της συστήματος αλλά και της κοινωνικής και πολιτικής σταθερότητας.

Από την έναρξη της κρίσης στην Ευρωζώνη την άνοιξη του 2010 μέχρι και σήμερα η Ρώμη δοκίμασε δύο φορές, χωρίς επιτυχία τη θεραπεία-σοκ: Την πρώτη με την κυβέρνηση τεχνοκρατών του Μόντι στην περίοδο από το τέλος του 2011 μέχρι τις αρχές του 2013, μια λύση που επέβαλαν οι Μέρκελ - Σαρκοζί, οι οποίοι στην κυριολεξία τον Οκτώβριο του 2011 εξανάγκασαν τον Μπερλουσκόνι σε παραίτηση. Ο Μόντι υιοθέτησε οδυνηρές προσαρμογές και περικοπές, αλλά συγκρούστηκε μετωπικά με το Βερολίνο, όταν στη Σύνοδο Κορυφής του Ιουνίου του 2012 επεχείρησε να σπάσει τον φαύλο κύκλο δημόσιου και τραπεζικού χρέους με απευθείας ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών από τον προσωρινό μηχανισμό διάσωσης EFSF, μια λύση που δέχθηκε η Μέρκελ και ακύρωσε στη συνέχεια ο Σόιμπλε.

Η δεύτερη προσπάθεια έγινε με τον Ρέντσι, ο οποίος δεσμεύθηκε για ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και περικοπές των κοινωνικών παροχών υπό την προϋπόθεση δημοσιονομικής χαλάρωσης που θα επέτρεπε μια επιστροφή στην ανάπτυξη. Το Βερολίνο αλλά και η Κομισιόν, υπό την πίεση του Σόιμπλε, δεν επέτρεψαν στον Ρέντσι να διαμορφώσει ούτε καν προσχηματική επικοινωνιακή επίφαση ισορροπίας ανάμεσα στην προσαρμογή και την ανάπτυξη.

Το 1998 η Γερμανία του Κολ αποδέχθηκε τη συμμετοχή της Ιταλίας στην αρχική ομάδα χωρών της Ευρωζώνης όχι μόνο λόγω της πίεσης της Γαλλίας αλλά και λόγω της ιστορικής ένταξης του ιταλικού Βορρά στον σκληρό βιομηχανικό-παραγωγικό αλλά και χρηματοπιστωτικό πυρήνα της Ευρώπης. Τότε ο Κολ επέτρεψε την ελαστική ερμηνεία έως παρερμηνεία των κριτηρίων του Μάαστριχτ, με την προσδοκία ότι η πραγματική σύγκλιση θα γίνει σταδιακά στη συνέχεια. Στην περίοδο 1999-2010 καταγράφηκε ακινησία, αλλά μετά την έναρξη της κρίσης στην Ευρωζώνη αντί της σύγκλισης πυροδοτήθηκε μια διαρκώς αυξανόμενη απόκλιση. Οπως ο Ολάντ στη Γαλλία έτσι και ο Ρέντσι πληρώνουν μια αδυναμία σύγκλισης των χωρών τους με τη Γερμανία, που είναι δομική και που τους ξεπερνά.
http://www.ethnos.gr/giorgos_kapopoulos/arthro/mathimata_istorias-64732385/