Του Χριστόδουλου Κ. Γιαλλουρίδη ΔΙΑΡΚΩΣ ΣΤΟ ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ Η ΚΥΠΡΟΣ ΕΔΩ ΚΑΙ ΕΞΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑΗ κυπριακή υπόθεση δεν αποτελεί ένα ξεχωριστό, αυτόνομο πρόβλημα για τον Ελληνισμό και την ελληνική στρατηγική, αλλά πρέπει να διασυνδέεται, όπως είναι η πραγματικότητα, με τον τουρκικό επεκτατισμό σε όλο το φάσμα των σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας, στο Αιγαίο, στη Θράκη και στην Κύπρο.Είναι γνωστό πως η τουρκική στόχευση δεν αφορά μόνο στην Κύπρο, αλλά η Κύπρος αποτελεί ένα είδος εκβιαστικής ομηρίας για να επιτευχθεί η βασική στρατηγική της Τουρκίας, που είναι η αναθεώρηση των Συνθηκών Ειρήνης της Λωζάννης, με τις οποίες καθορίζεται το νομικό πλαίσιο των σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας στο Αιγαίο και όχι μόνο
Η Κύπρος βρίσκεται εδώ και εξήντα και πλέον χρόνια διαρκώς στο
προσκήνιο της διεθνούς πολιτικής, άλλοτε κατά τρόπον εμφανή και έντονο,
όπως τις δεκαετίες 1950, 1960, 1970 και άλλοτε κατά τρόπον υποβόσκοντα,
χωρίς να απομειώνεται η ιδιότητα του προβλήματός της ως διεθνούς. Η
δεκαετία του 1950 και 1960 υπογράμμιζαν τον διεκδικητικό χαρακτήρα της
Κύπρου ως προβλήματος αυτοδιάθεσης και η εισβολή και κατοχή του 1974, με
την οποία κατελήφθη από τις τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις το βόρειο
τμήμα της Κύπρου, μετέτρεψε το Κυπριακό σε πρόβλημα εισβολής και
κατοχής. Έκτοτε, η Κύπρος διεκδικεί την απελευθέρωση του κατεχόμενου
τμήματος της μεγαλονήσου από τις τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις, ενώ
ταυτόχρονα διεξάγεται διάλογος μεταξύ των δύο κοινοτήτων, που είναι
φορείς του κράτους στο νησί, με στόχο την επίτευξη τελικής λύσης.
Η αναζήτηση λύσης έχει δύο πτυχές. Η πρώτη είναι μεταξύ των δύο κοινοτήτων, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, οι οποίοι πασχίζουν να βρουν ένα modus vivendi συμβιβασμού, το οποίο να οδηγήσει την Κύπρο σε μια λύση, η οποία να ανταποκρίνεται στις επιθυμίες και τις θέσεις των δύο κοινοτήτων. Αφετέρου υπάρχει όντως ένα ζήτημα που αφορά στην πολιτική της Άγκυρας, η οποία δεν επιθυμεί να αφήσει το νησί ελεύθερο να προχωρήσει σε λύση, που να αντανακλά τις θέσεις των δύο κοινοτήτων, αλλά διεκδικεί τη διαιώνιση της παρουσίας της στη μεγαλόνησο και τον έλεγχο της Κύπρου από την ίδια. Η δεύτερη πτυχή παραπέμπει στη διεθνή διάσταση του Κυπριακού, το οποίο από διεκδίκηση αυτοδιάθεσης και κατοχύρωσης της ανεξαρτησίας, μετετράπη σε πρόβλημα διμερές των δύο κοινοτήτων, που αφορά στην επίλυση των διαφορών από τις δύο κοινότητες.
Η πορεία του κυπριακού προβλήματος υπήρξε ανορθόδοξη, στον βαθμό που ένα διεθνές ζήτημα αυτοδιάθεσης και ανεξαρτησίας κατά τη δεκαετία του 1950, μετετράπη τεχνηέντως σε διμερές ελληνοτουρκικό, με έμφαση στις δύο κοινότητες της Κύπρου, οι οποίες και κατοχυρώθηκαν με την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας ως οι βασικοί φορείς του κράτους και της κρατικής υπόστασης. Από το 1960, η ιδιοκτησία του κράτους ανήκε στις δύο κοινότητες, όπου και παραβιάστηκε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του συνόλου του λαού, ενώ υποκαταστάθηκε αυτό το δικαίωμα από τη δικοινοτική δομή του κράτους.
Με την τουρκική εισβολή του 1974, το κυπριακό πρόβλημα εκδηλώνει στην κορύφωσή του τη διεθνή του πτυχή ως προβλήματος εισβολής και κατοχής, που διεκδικούσε την αποκατάσταση της κυριαρχίας και της παραβιασθείσης ανεξαρτησίας της νήσου. Οι συνομιλίες που διεξάγονται εδώ και δεκαετίες, για την επίλυση του Κυπριακού, υπογραμμίζουν ουσιαστικά την εσωτερική του δομή ως προς την αναζήτηση λύσης, όχι μόνο μεταξύ των δύο κοινοτήτων, αλλά και ως προς την υποστήριξη των λεγομένων εγγυητριών δυνάμεων.
Σήμερα, σαράντα και πλέον χρόνια από την εισβολή του Αττίλα, η Κύπρος αγωνίζεται να κρατήσει όρθια την υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως υποκειμένου διεθνούς δικαίου, ενώ παράλληλα διεξάγει και διαπραγματεύσεις που προωθούν την αποκατάσταση της κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας του κυπριακού κράτους. Η προσδοκία της ηγεσίας της Κύπρου ως ευσεβής πόθος μπορεί να αναπτύσσεται στο ανωτέρω σκεπτικό, αλλά στην πραγματικότητα οι κινήσεις και το διαπραγματευτικό πλαίσιο μεταξύ των δύο κοινοτήτων και τη σύμπραξη των δυνάμεων της Τουρκίας και της Ελλάδας, απειλεί να οδηγήσει το κυπριακό πρόβλημα σε ατραπούς τέτοιες, οι οποίες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ναρκοπέδιο που εκδηλώνεται σε ημερήσια βάση και που παραπέμπει σε κίνδυνο αλλοίωσης της φύσης και της ουσίας του προβλήματος, μετατρέποντάς το από πρόβλημα εισβολής και κατοχής σε ελληνοτουρκικό ζήτημα.
Ο εκφυλισμός του προβλήματος αφεύκτως δημιουργεί τις προϋποθέσεις και τους όρους εκτροπής, όπου Ελλάδα και Τουρκία θα βρίσκονται σε μια οιονεί σύγκρουση για την Κύπρο, όπου η παρουσία της Τουρκίας στη μεγαλόνησο διαιωνίζεται και η απώλεια της διεθνούς πτυχής του προβλήματος θα συνιστά μία αδήριτη πραγματικότητα. Αυτό θα οδηγούσε σε εγκατάλειψη του διεθνούς παράγοντα στην Κύπρο, με συνέπεια η Κύπρος να γίνει έρμαιο των εξελίξεων και κυρίως του τουρκικού αναθεωρητισμού, πράγμα που θα οδηγούσε κατ’ επέκταση σε υλοποίηση των διεκδικήσεων της Τουρκίας στο Αιγαίο και εν γένει στον ελλαδικό χώρο.
Εξάλλου, είναι γνωστό πως η τουρκική στόχευση δεν αφορά μόνο στην Κύπρο, αλλά η Κύπρος αποτελεί ένα είδος εκβιαστικής ομηρίας για να επιτευχθεί η βασική στρατηγική της Τουρκίας, που είναι η αναθεώρηση των Συνθηκών Ειρήνης της Λωζάννης, με τις οποίες καθορίζεται το νομικό πλαίσιο των σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας στο Αιγαίο και όχι μόνο. Επομένως, η κυπριακή υπόθεση δεν αποτελεί ένα ξεχωριστό, αυτόνομο πρόβλημα για τον Ελληνισμό και την ελληνική στρατηγική, αλλά πρέπει να διασυνδέεται, όπως είναι η πραγματικότητα, με τον τουρκικό επεκτατισμό σε όλο το φάσμα των σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας, στο Αιγαίο, στη Θράκη και στην Κύπρο.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής
Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών
για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία
Παντείου Πανεπιστημίου
Η αναζήτηση λύσης έχει δύο πτυχές. Η πρώτη είναι μεταξύ των δύο κοινοτήτων, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, οι οποίοι πασχίζουν να βρουν ένα modus vivendi συμβιβασμού, το οποίο να οδηγήσει την Κύπρο σε μια λύση, η οποία να ανταποκρίνεται στις επιθυμίες και τις θέσεις των δύο κοινοτήτων. Αφετέρου υπάρχει όντως ένα ζήτημα που αφορά στην πολιτική της Άγκυρας, η οποία δεν επιθυμεί να αφήσει το νησί ελεύθερο να προχωρήσει σε λύση, που να αντανακλά τις θέσεις των δύο κοινοτήτων, αλλά διεκδικεί τη διαιώνιση της παρουσίας της στη μεγαλόνησο και τον έλεγχο της Κύπρου από την ίδια. Η δεύτερη πτυχή παραπέμπει στη διεθνή διάσταση του Κυπριακού, το οποίο από διεκδίκηση αυτοδιάθεσης και κατοχύρωσης της ανεξαρτησίας, μετετράπη σε πρόβλημα διμερές των δύο κοινοτήτων, που αφορά στην επίλυση των διαφορών από τις δύο κοινότητες.
Η πορεία του κυπριακού προβλήματος υπήρξε ανορθόδοξη, στον βαθμό που ένα διεθνές ζήτημα αυτοδιάθεσης και ανεξαρτησίας κατά τη δεκαετία του 1950, μετετράπη τεχνηέντως σε διμερές ελληνοτουρκικό, με έμφαση στις δύο κοινότητες της Κύπρου, οι οποίες και κατοχυρώθηκαν με την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας ως οι βασικοί φορείς του κράτους και της κρατικής υπόστασης. Από το 1960, η ιδιοκτησία του κράτους ανήκε στις δύο κοινότητες, όπου και παραβιάστηκε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του συνόλου του λαού, ενώ υποκαταστάθηκε αυτό το δικαίωμα από τη δικοινοτική δομή του κράτους.
Με την τουρκική εισβολή του 1974, το κυπριακό πρόβλημα εκδηλώνει στην κορύφωσή του τη διεθνή του πτυχή ως προβλήματος εισβολής και κατοχής, που διεκδικούσε την αποκατάσταση της κυριαρχίας και της παραβιασθείσης ανεξαρτησίας της νήσου. Οι συνομιλίες που διεξάγονται εδώ και δεκαετίες, για την επίλυση του Κυπριακού, υπογραμμίζουν ουσιαστικά την εσωτερική του δομή ως προς την αναζήτηση λύσης, όχι μόνο μεταξύ των δύο κοινοτήτων, αλλά και ως προς την υποστήριξη των λεγομένων εγγυητριών δυνάμεων.
Σήμερα, σαράντα και πλέον χρόνια από την εισβολή του Αττίλα, η Κύπρος αγωνίζεται να κρατήσει όρθια την υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως υποκειμένου διεθνούς δικαίου, ενώ παράλληλα διεξάγει και διαπραγματεύσεις που προωθούν την αποκατάσταση της κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας του κυπριακού κράτους. Η προσδοκία της ηγεσίας της Κύπρου ως ευσεβής πόθος μπορεί να αναπτύσσεται στο ανωτέρω σκεπτικό, αλλά στην πραγματικότητα οι κινήσεις και το διαπραγματευτικό πλαίσιο μεταξύ των δύο κοινοτήτων και τη σύμπραξη των δυνάμεων της Τουρκίας και της Ελλάδας, απειλεί να οδηγήσει το κυπριακό πρόβλημα σε ατραπούς τέτοιες, οι οποίες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ναρκοπέδιο που εκδηλώνεται σε ημερήσια βάση και που παραπέμπει σε κίνδυνο αλλοίωσης της φύσης και της ουσίας του προβλήματος, μετατρέποντάς το από πρόβλημα εισβολής και κατοχής σε ελληνοτουρκικό ζήτημα.
Ο εκφυλισμός του προβλήματος αφεύκτως δημιουργεί τις προϋποθέσεις και τους όρους εκτροπής, όπου Ελλάδα και Τουρκία θα βρίσκονται σε μια οιονεί σύγκρουση για την Κύπρο, όπου η παρουσία της Τουρκίας στη μεγαλόνησο διαιωνίζεται και η απώλεια της διεθνούς πτυχής του προβλήματος θα συνιστά μία αδήριτη πραγματικότητα. Αυτό θα οδηγούσε σε εγκατάλειψη του διεθνούς παράγοντα στην Κύπρο, με συνέπεια η Κύπρος να γίνει έρμαιο των εξελίξεων και κυρίως του τουρκικού αναθεωρητισμού, πράγμα που θα οδηγούσε κατ’ επέκταση σε υλοποίηση των διεκδικήσεων της Τουρκίας στο Αιγαίο και εν γένει στον ελλαδικό χώρο.
Εξάλλου, είναι γνωστό πως η τουρκική στόχευση δεν αφορά μόνο στην Κύπρο, αλλά η Κύπρος αποτελεί ένα είδος εκβιαστικής ομηρίας για να επιτευχθεί η βασική στρατηγική της Τουρκίας, που είναι η αναθεώρηση των Συνθηκών Ειρήνης της Λωζάννης, με τις οποίες καθορίζεται το νομικό πλαίσιο των σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας στο Αιγαίο και όχι μόνο. Επομένως, η κυπριακή υπόθεση δεν αποτελεί ένα ξεχωριστό, αυτόνομο πρόβλημα για τον Ελληνισμό και την ελληνική στρατηγική, αλλά πρέπει να διασυνδέεται, όπως είναι η πραγματικότητα, με τον τουρκικό επεκτατισμό σε όλο το φάσμα των σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας, στο Αιγαίο, στη Θράκη και στην Κύπρο.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής
Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών
για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία
Παντείου Πανεπιστημίου